Τον Μάιο του 1958 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση αφηρημένης ζωγραφικής στην Αθήνα, στη γκαλερί Ζυγός, με αφηρημένα έργα. Η έκθεση θεωρήθηκε η πρώτη ολοκληρωμένη έκθεση αφηρημένης ζωγραφικής που έγινε στην Ελλάδα και προκάλεσε έντονες συζητήσεις στους κύκλους των κριτικών της εποχής.
Στις αρχές του 1959 άρχισε τη σειρά των Τοίχων, μια προσπάθεια αποτύπωσης πάνω στο τελάρο της αίσθησης των τοίχων της κατοχικής Αθήνας. Η αντιμετώπιση του προβλήματος του χώρου σε σχέση με τη ζωγραφική επιφάνεια τον οδήγησε σιγά σιγά στην κατάργηση του τελάρου. Τη δουλειά αυτή -επίτοιχες κατασκευές από γυψωμένο χαρτί πάνω σε δικτυωτό πλέγμα- παρουσίασε την επόμενη χρονιά στην γκαλερί La Tartaruga της Ρώμης.
Στα τέλη του 1960 έφυγε από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1964 εξέθεσε τη δουλειά του (κούκλες, αντικείμενα, επιγραφές, κουρέλια κλπ) στην πρωτοποριακή γκαλερί J του Παρισιού. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, στο πλαίσιο της Μπιεννάλε της Βενετίας συμμετείχε μαζί με τον Δανιήλ και τον Κεσσανλή στην έκθεση Τρεις προτάσεις για μία νέα ελληνική γλυπτική που οργάνωσε ο Π. Ρεστανύ στο θέατρο La Fenice. Εκεί δημιούργησε ένα περιβάλλον με «κούκλες» και αντικείμενα, σε σχέση πάντα με το αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του χώρου της αίθουσας. Τα επόμενα δύο χρόνια άρχισε να κατασκευάζει μακέτες, μικρότερα σε όγκο αντικείμενα φτιαγμένα από φύλλα χαλκού, συρματοπλέγματα, κουρέλια, καθρέφτες, στερεωμένα σε γύψινες φόρμες ή επιφάνειες.
Το 1967 επέστρεψε στην Αθήνα. Τον Μάιο του 1969, κατά την περίοδο της δικτατορίας, παρουσίασε τους Γύψους του στη Νέα Γκαλερί της Αθήνας, ένα σύνολο δεκαπέντε έργων που αποτελείται από γύψινα παπούτσια, συρματοπλέγματα, ανδρείκελα και παιχνίδια, που από το καθένα τους ξεφύτρωνε και ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους αναγκάστηκε να επιστρέψει ξανά στο Παρίσι όπου τον επόμενο χρόνο η έκθεσή του Γύψοι φιλοξενήθηκε και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.
Από τα μέσα του 1971, μετά την αναδρομική του έκθεση στο Moderna Museet της Στοκχόλμης, άρχισε στο Παρίσι μια νέα σειρά έργων με γενικό τίτλο Μετανάστες, που παρουσιάστηκε στο Δ. Βερολίνο το 1972. Προκειμένου να ολοκληρώσει τη σειρά αυτή, πήρε την υποτροφία DAAD και έξησε στο Δ. Βερολίνο σχεδόν για δύο χρόνια (1973-75). Οι Μετανάστες του παρουσιάστηκαν επίσης στα Kunstverein της Χαϊδελβέργης, του Ίνγκολσταντ, του Αννόβερου, στο Μουσείο του Μπόχουμ και στο ICA του Λονδίνου το 1976. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1976 εκλέχθηκε καθηγητής στην έδρα Ζωγραφικής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ. Το 1980, με οργάνωση της γκαλερί Bernier , παρουσίασε στο εγκαταλελειμμένο παγοποιείο του Φιξ το περιβάλλον 'Hélas, Hellas' (Αλίμονο Ελλάς, Ο ζωγράφος και το μοντέλο του). Το ίδιο περιβάλλον εξετέθη δύο χρόνια μετά στο Museum am Ostwall του Ντόρτμουντ. Έκτοτε πραγματοποίησε πλήθος αναδρομικών , ατομικών και ομαδικών εκθέσεων σε μουσεία και αίθουσες τέχνης τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. Το 1988 μαζί με τον Κεσσανλή εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιεννάλε της Βενετίας. Πέθανε το 2011 σε ηλικία 83 ετών.
Βιβλιογραφία
- Τα χρόνια της αμφισβήτησης. Η τέχνη του '70 στην Ελλάδα, επιμ. Μπία Παπαδοπούλου, Κατάλογος έκθεσης, ΕΜΣΤ 15.12.2005-7.5.20006.