Μερικά χρόνια αργότερα πήγε στη Σαντορίνη. Επηρεασμένος από την ομορφιά των ελληνικών παραδοσιακών σπιτιών και του τοπίου του τόπου έψαξε διακαώς έναν τρόπο να τα ζωγραφίσει. «Όταν πήγα στην Σαντορίνη δεν το χωρούσε ο νους μου ότι υπάρχει νησί με τέτοιο χρώμα» είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του. Η αγάπη του αυτή τον οδήγησε το 1986 να ανοίξει γκαλερί στην Οία και από εκεί τα έργα του να ταξιδέψουν σε όλον τον κόσμο. Το εργαστήριο του καλλιτέχνη βρισκόταν στα Στύλια Κορινθίας, τα οποία επέλεξε στα τέλη της δεκαετίας του '70 για μόνιμο τόπο κατοικίας του.
Στη ζωγραφική του συνέβαλε πειθαρχημένα και η γλυπτική, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο μία πρωτότυπη και εντυπωσιακή τεχνική που είχε ως αποτέλεσμα τα έργα του να κινούνται στο πλαίσιο του τρισδιάστατου ιλουζιονισμού. Ο ίδιος ανέφερε σχετικά: «Η τεχνική του ανάγλυφου υπάρχει από την αρχαιότητα και χαίρομαι που τα έργα μου είναι καθαρά ελληνοπρεπή. Μιλώντας με παλιούς μαστόρους έμαθα τον τρόπο κατασκευής και τα υλικά των σαντορινιών σπιτιών και άρχισα να επεξεργάζομαι το χώμα, τη λάσπη και τις πέτρες. Οι πίνακες μου χτίζονται με την ίδια παραδοσιακή τεχνοτροπία. Το παιχνίδι μεταξύ αίσθησης, αντίληψης και απεικόνισης με γοητεύει. Με την δουλειά μου προσπαθώ να δημιουργήσω σχέσεις που ανατρέπουν της παραδοσιακές αντιλήψεις σχετικά με τη ρεαλιστική απεικόνιση και να τις αντικαταστήσω με μια οπτική γλώσσα και προσωπικές εμπειρίες, ένα είδος οπτικής ψευδαίσθησης στο οποίο ζωγραφισμένες φόρμες δείχνουν αληθινές. Η δουλειά μου μπορεί να χαρακτηριστεί σαν γλυπτική εικονικών παραστάσεων όπου ο τριών διαστάσεων ιλουζιονισμός της εικόνας συγκρούεται με την πραγματική διάσταση του θέματος πάνω στο οποίο σχεδιάστηκε. Ή κάνω δουλειά η οποία είναι ταυτόχρονα μεταφορική και εννοιολογικός αφηρημένη. Σε όλες τις περιπτώσεις το ζητούμενο είναι να χτίσω μια σχέση μεταξύ του θέματος και της ύλης. Η απεικόνιση του θέματος και η υλικότητα των ανάγλυφων αντικειμένων να αποκαλύπτει κάτι σχετικά με το τι γίνεται κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης μου».
Αυτό που διέκρινε τον Γαλανόπουλο ως εικαστικό ήταν, αδιαμφισβήτητα, η αγάπη του για τον τόπο, η οποία μεταφράστηκε σε μεράκι και ανάγκη για δημιουργία. Η επιμονή του στην παραστατικότητα και στους συμβατικούς τρόπους έκφρασης, σε μία εποχή όπου οι καλλιτέχνες, ως επί το πλείστον, απομακρύνθηκαν από το τελάρο και στράφηκαν στον χώρο, αποδεικνύει ότι το ζητούμενό του ήταν η απόδοση του ελληνικού στοιχείου. Επηρεασμένος μερικώς από τον Τσαρούχη, κινήθηκε στα χνάρια των καλλιτεχνών της γενιάς του '30 και το αίτημα για "ελληνικότητα" που εκείνοι προέβαλαν ως μία επιστροφή στις ρίζες και ως μελέτη κάθε στοιχείου που έχει να προσφέρει η παράδοση. Από άποψη τεχνοτροπίας, είναι ιδιαιτέρως σπάνιο το πως αυτός ο καλλιτέχνης μπόρεσε να δώσει χρώμα και φως στα έργα του χρησιμοποιώντας μόνο υλικά από τη φύση.
Τέλος, αυτό που είναι πρέπει να σημειωθεί για εκείνον είναι το ήθος, η ταπεινότητα και η αξιοπρέπεια που εξέπεμπε η παρουσία του, κάτι που είναι κοινός τόπος για όσους τον γνωρίσαν.