- Κύριε Μιχαλακόπουλε θα ήθελα αρχικά να σας ρωτήσω ποιο ήταν το έναυσμα που σας έκανε να ασχοληθείτε με το θέατρο.
Κάποιες παραστάσεις στο Γυμνάσιο, στο Αρρένων στα Εξάρχεια, ήταν σημαδιακά τα πράγματα γιατί σε αυτή την τάξη που ήμουν, ήταν δημόσιο το σχολείο, είμαστε αρκετοί επώνυμοι, κατά τύχη.
- Όπως;
Ο Γιάννης Φέρτης, εγώ, ο Διαγόρας Χρονόπουλος, ο Ξαρχάκος, και είχαμε ένα μερακλή καθηγητή, ο οποίος αποφάσισε να κάνει παραστάσεις στην πέμπτη γυμνασίου, σε στυλ σπονδυλωτών, επιθεώρησης, κάπως έτσι ήταν τα κείμενα. Εμείς τα γράφαμε, και είχε γίνει πολύ μεγάλο σουξέ ειδικά στο γυμνάσιο θηλέων.
- Βέβαια, αφού τότε ήταν γυμνάσια Αρρένων Θηλέων.
Ναι, τότε δεν ήταν μεικτά όπως είναι τώρα, και οι παραστάσεις γινόταν στο θέατρο Κεντρικό, εκεί λοιπόν έγιναν εκείνες οι περίφημες παραστάσεις.
- Επιλέγετε να πάτε στο θέατρο Τέχνης του Κουν και όχι λόγου χάρη στο Εθνικό. Για ποιο λόγο;
Καταρχάς η μισή τάξη από αυτούς που είπα κατέβηκε στο Τέχνης, όλοι λοιπόν κατεβήκαμε στο Δάσκαλο κάτω, έτσι έκανα σπουδές στο Θέατρο Τέχνης.
- Άρα ήταν περισσότερο συγκυρία;
Ναι, μπόλιασμα ήταν, λέγαμε ότι θα πάμε, τότε ήταν πρωτοπορία ο Κουν, και αποφασίσαμε και πήγαμε εκεί. Και ευτυχώς που πήγαμε εκεί.
- Ευτυχώς γιατί;
Γιατί πέσαμε σε πολύ μεγάλο Δάσκαλο. Δηλαδή μιλάμε για φυσικό φαινόμενο, όχι απλά μεγάλο Δάσκαλο. Και αυτός κατάφερε να μας σκαλίσει αρκετά, να μας δείξει δρόμους γύρω από την υποκριτική. Όλα αυτά, νομίζω κοντά στα 60 χρόνια καριέρας, είναι πολύτιμα φορτία. Αυτά μου έδωσε και αυτά υπηρετώ.
- Από το πλήθος των παραστάσεων που λάβατε μέρος ποια θα ξεχωρίζατε;
Είναι πολλές, πάρα πολλές. Καταρχάς, έχω ευτυχήσει να έχω παίξει όλο τον Αριστοφάνη στην Επίδαυρο. Μια επιτυχημένη παράσταση ήταν η Ειρήνη με τον συγχωρεμένο Σπύρο Ευαγγελάτο, ήταν μια σπουδαία δουλειά. Με τον Ανδρέα Βουτσινά στις Εκκλησιάζουσες, που εγώ, ντυμένος γυναίκα, έκανα την Πραξαγόρα και ακόμα οι περίφημες παραστάσεις των Ορνίθων του Κουν.
- Ποια θεωρείτε ότι είναι η σχέση του ηθοποιού και του ρόλου που κάθε φορά έχει να υποδυθεί ο ηθοποιός;
Νομίζω ότι ο ρόλος προσεγγίζεται με τα φορτία του υποκριτή. Δηλαδή, εξαρτάται με τον πλούτο σου, το πόσο στη ζωή σου έχουν δουλέψει οι κεραίες σου, τι προσλαμβάνουσες έχεις. Αυτά είναι ακριβώς τα στοιχεία που μπαίνουν σε ένα ρόλο. Είναι η προσωπική σου ματιά δηλαδή.
- Και η σχέση του ηθοποιού με το κοινό, είναι πιο δύσκολη από εκείνης του ηθοποιού με το ρόλο;
Αυτά συμβαδίζουν. Δηλαδή, αν είναι αρμονική η σχέση σου με ένα ρόλο, λειτουργεί αυτόματα και με το θεατή, με αυτό το εκκλησίασμα που υπάρχει στην αίθουσα. Εκεί γίνεται άμεση επαφή. Εάν δεν υπάρχει αυτή η επαφή τότε κάτι δεν πάει καλά.
- Κάτι δεν πάει καλά δηλαδή στην προτέρα σχέση.
Στην προτέρα σχέση, στην πρόταση που κάνεις. Εκεί βέβαια το βλέπεις ζωντανό το θέμα, το αισθάνεσαι, το καταλαβαίνεις από το ρευστό που σου έρχεται από την πλατεία.
- Άρα είναι πολλά τα θέματα δεν είναι μόνο ένα.
Ναι είναι πολλά, πάρα πολλά.
- Κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής σας πορείας, έχετε ανεβάσει το ίδιο έργο πάνω από μία φορές. Ποιος ήταν εκείνος ο ιδιαίτερος λόγος που σας έκανε να δείτε το έργο και μια δεύτερη φορά;
Καταρχάς ήταν γοητευτικά έργα, όπως το κάθε Πέμπτη κύριε Γκρίν, το οποίο το έχω παίξει πέντε χρόνια, τρία με τον Σκιαδαρέση και δύο με τον Ιορδανίδη. Ήταν από τα πράγματα που κάναμε με πολύ κέφι, το ζήταγε βέβαια και ο κόσμος, για αυτό ασχολήθηκα και το έπαιξα.
- Κάθε φορά βλέπετε το έργο διαφορετικά; Προσθέτετε νέα στοιχεία;
Κάθε παράσταση είναι ουσιαστικά διαφορετική, δεν είναι η ίδια παράσταση, φαίνεται ότι είναι ίδια, αλλά δεν είναι. Και αυτό έχει σχέση με την λειτουργία σου με τον κόσμο.
- Η σειρά «Εκείνος και Εκείνος» ήταν μια μεγάλη επιτυχία της Ελληνικής τηλεόρασης και μια μεγάλη προσωπική σας επιτυχία. Θα ήθελα να μου μιλήσετε για αυτή τη σειρά.
Προσωπική μας επιτυχία (σ.σ. τονίζεται η λέξη μας καθώς αναφέρεται και στον συμπρωταγωνιστή της σειράς Βασίλη Διαμαντόπουλο). Αυτή η σειρά πια έχει γίνει θρυλική γιατί ήταν και σε περίεργα χρόνια. Εντελώς συνωμοτικά χτίστηκε σε ένα υπόγειο στα Εξάρχεια. Και επειδή ψάχναμε μια φόρμα πώς θα περάσουμε την εκπομπή στην Ελληνική τηλεόραση, κάτω από αυστηρότατη λογοκρισία, που να έχει ενδιαφέρον και για μας και για τους θεατές, βρήκαμε σαν όχημα το παράλογο. Εκεί χτίστηκε το Εκείνος και Εκείνος, ο Λουκάς και ο Σόλων. Μια παράσταση, εγώ τη λέω παράσταση, γιατί ουσιαστικά θεατρικό μονόπρακτο ήταν, εβδομαδιαίο, κάθε εβδομάδα υπήρχε και ένα κομμάτι. Ήταν νομίζω ένα από τα πιο ευθύβολα πράγματα την εποχή εκείνη, υπαινικτικό κομμάτι, που κατάφερνε και έπαιζε τους κλέφτες και τους αστυνόμους με τη λογοκρισία. Γιατί προτού πάει ένα έργο να παιχτεί εμείς ήμασταν αντιμέτωποι με έναν ταγματάρχη. Ρωτούσαν για παράδειγμα συνέχεια «όταν λέτε αυγό τι είναι το αυγό, ή η καρέκλα τι είναι η καρέκλα». Βεβαίως όταν εξηγούσες, εξηγούσες ότι η καρέκλα είναι μια καρέκλα, δεν είναι τίποτε άλλο. Βέβαια η καρέκλα, όταν έβγαινε στον αέρα, είχε ένα εκατομμύριο υπαινιγμούς και σύμβολα, με αποτέλεσμα οι θεατές να κλείνονται στα δωμάτια, να ακούν την εκπομπή, να πετάνε έξω τα πιτσιρίκια για να μην κάνουν φασαρία· μάλιστα πολλά πιτσιρίκια έχουν φάει πολύ ξύλο γιατί έκαναν σαματά όταν παιζόταν το έργο και τα κλείνανε έξω από τα δωμάτια, και καθόταν οι μεγάλοι να ακούσουν την εκπομπή. Ήταν λίγο σαν την Deutsche Welle στην χούντα η εκπομπή αυτή. Η εκπομπή βέβαια έφαγε δύο τρείς απαγορεύσεις, υπέστημεν πολλά, γιατί τότε έγινε το Ω τι κόσμος μπαμπά, στην ίδια λογική· μας σταμάτησε λοιπόν ο στρατιωτικός διοικητής Αθηνών, μας διέλυσε το θίασο στην Αθήνα, εγώ ετόλμησα και το πήγα στην Κρήτη, έγιναν φασαρίες στην Κρήτη, μπήκε το ΕΑΤ ΕΣΑ στην Κρήτη, μου σπάσανε τα σκηνικά, μου σπάσανε τα μηχανήματα, ήταν μια ολόκληρη περιπέτεια.
- Με λίγα λόγια η σειρά Εκείνος και Εκείνος, αλλά και όσα συνέβαιναν πριν παιχτεί, είναι μια καταγραφή της ιστορίας.
Φυσικά, για το λόγο αυτό και διαχρονικά αρέσει. Γι’ αυτό και όποτε το βάζουνε έχει την ίδια απήχηση. Ουσιαστικά θα έπρεπε να το έχουν βαρεθεί, αλλά ακόμα αρέσει και έχει απήχηση.
- Σήμερα ο Ελληνικός Κινηματογράφος, θα λέγαμε, ότι δεν ευημερεί πολύ και οι ελληνικές σειρές ουσιαστικά δεν υπάρχουν. Όλα αυτά είναι απόρροια της εποχής ή απλά το κοινό έστρεψε αλλού το ενδιαφέρον του;
Παλιότερα υπήρχαν κάποιες σειρές, στην εποχή του Κουτσομύτη, ο συγχωρεμένος ο Κώστας είχε κάνει αρκετά ενδιαφέρουσες σειρές, όπως και εμείς τελευταία με τον Νίκο Καβουκίδη που κάναμε τον Ψεύτη Παππού και τον Απόστολο και μόνο, δύο πάρα πολύ ενδιαφέρουσες σειρές. Δεν είναι εύκολο όμως στην εποχής μας να τις περάσεις και από τη διοίκηση. Άλλο γούστο υπάρχει και είναι δύσκολο να ταυτιστεί το γούστο σου με το γούστο των διοικήσεων.
- Η συνεργασία σας με τον Γιώργο Τσαγκάρη, στο Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου του Τάσου Λειβαδίτη, πώς προέκυψε;
Με τον Γιώργο είχαμε καταρχάς συνεργαστεί στο θέατρο, είχε κάνει και μουσικές για τον Αριστοφάνη. Μια μέρα μου λέει ο Παπακωνσταντίνου: Θέλεις να κάνουμε το Φυσάει; Ο Λειβαδίτης είναι ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές και έτσι προέκυψε η συνεργασία.
- Θα μου επιτρέψετε ένα σχόλιο ότι για τον ακροατή είναι μια ευτυχής συγκυρία καθώς η ερμηνεία ενός πολύ σπουδαίου ηθοποιού συνυπάρχει στον ίδιο δίσκο με τη μουσική ενός σπουδαίου συνθέτη, του Γιώργου Τσαγκάρη και τη φωνή ενός επίσης σπουδαίου τραγουδιστή, του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Ήταν μια πετυχημένη συνταγή, ας το πω έτσι έστω και αγοραία, καθώς η συνύπαρξη αυτών των δυνάμεων έφερε αυτό το αποτέλεσμα καθώς τόσα χρόνια έχουν περάσει και παραμένει το Φυσάει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα.
- Μάλιστα από τα views στο youtube φαίνεται ότι ο κόσμος το ακούει και έχει μεγάλη απήχηση και στο νέο κόσμο.
Ναι, αρέσει πάρα πολύ, αυτό είναι το σημαντικό. Μάλιστα όταν εγώ είπα εκείνο το κομμάτι μαζί με τον Παπακωνσταντίνου στον Παπαδόπουλο, (σ.σ. Στην Υγειά μας ρε παιδιά) δεν μπορείς να φανταστείς τι τηλεφωνήματα δέχτηκα, για το πόσο άρεσε.
- Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε ότι το κοινό επιλέγει να δει μεγάλες, πολυπρόσωπες παραστάσεις συχνά με ιστορικό περιεχόμενο. Που οφείλεται αυτή η προτίμηση κατά τη γνώμη σας;
Εγώ προσωπικά δεν το βλέπω έτσι. Βλέπω πως το θέατρο λειτουργεί όπως λειτουργούσε, υπάρχει μια βεντάλια ρεπερτορίου όπου ο καθένας μπορεί να δει ό,τι θέλει κατά το γούστο του, κατά την αισθητική του. Το καλό είναι πως στην αγορά, τη θεατρική, υπάρχει για τον καθένα ενδιαφέρον. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν αποκλίσεις του τύπου μόνο κλασσικό ή μόνο μοντέρνο ή μόνο σουρεαλισμός.
- Κινηματογράφος – Θέατρο – Τηλεόραση. Τα υπηρετήσατε και τα τρία με μεγάλη επιτυχία. Ποιο όμως σας εκφράζει περισσότερο;
Το θέατρο χωρίς συζήτηση.
- Γιατί;
Γιατί το θέατρο είναι η ζωή μου, είναι η ανάσα μου, είναι το οξυγόνο μου. Και το θέατρο είναι αυτό που με βοήθησε στις όποιες επιδόσεις είχα στο σινεμά ή στην τηλεόραση, γιατί αυτό ήταν που με έκανε ανεκτό στις σειρές.
- Ασχοληθήκατε και με τα κοινά.
Πολύ.
- Ποιος ήταν ο λόγος που σας ώθησε εκεί;
Νεότερος, τώρα αν μου έλεγες δεν θα εμπλεκόμουνα. Αλλά ανακατεύτηκα με πάρα πολλά. Ήμουν τρεις τετραετίες, μετά από τη χούντα στο δήμο της Αθήνας, αντιδήμαρχος νεολαίας, είχα την ευθύνη της νεολαίας της Αθήνας, εκλεγμένος βέβαια. Ήμουν τρεις τετραετίες στην Ιθάκη στις θεραπευτικές κοινότητες, κάτι ξεχνάω, αλλά θα το θυμηθώ. Μετά τα μαθήματα θεάτρου που έκανα σε ποινικούς στον Κορυδαλλό.
- Θα το ξανακάνατε;
Τώρα;
- Ναι.
Δεν ξέρω αν θα ήμουν χρήσιμος τώρα.
- Γιατί όχι;
Γιατί είναι αλλιώτικα τα φορτία που έχω τώρα. Τότε υπήρχε και μια αγνότητα στα πράγματα.
- Έχετε λιγότερη ανοχή σε κάποια πράγματα;
Ε σίγουρα και έχω και περισσότερες τραυματικές εμπειρίες.
- Το ρόλο της πολιτείας σήμερα στην Τέχνη γενικά, χωρίς να την προσδιορίζουμε, πώς τον βλέπετε;
Αυτό είναι διαχρονικό, είναι ανύπαρκτος.
- Είστε απόλυτος σε αυτό.
Απολύτως! Απλώς λένε, α υπάρχει και θέατρο, ας πάμε να δούμε, ή υπάρχει και γλυπτική ας πάμε να δούμε. Κανείς ουσιαστικά δεν ασχολείται με την Τέχνη.
- Σε μια αναδρομή στο παρελθόν σε ποιους ανθρώπους θα λέγατε ευχαριστώ;
Στο δάσκαλό μου πρώτα πρώτα, γιατί αυτός μου έμαθε το αλφάβητο, σε αυτόν οφείλω ό,τι έχω κάνει. Βεβαίως και σε άλλους σημαντικούς ανθρώπους, όπως το Μίνω Βολονάκη. Ήταν μια πολύ σπουδαία προσωπικότητα στο θέατρο.
- Τους νέους ηθοποιούς, όχι σε σύγκριση με μια παλαιότερη γενιά, αλλά έτσι όπως είναι σήμερα, πώς τους βλέπετε;
Νομίζω ότι αγωνίζονται οι νέοι ηθοποιοί, έχουν περισσότερα προσόντα από μας όταν ξεκινήσαμε. Ξέρουν γλώσσες, ξέρουν χορό, ξέρουν τραγούδι, πράγματα που για μας ήταν ανύπαρκτα όταν μπήκαμε στο θεατρικό στίβο. Είναι πιο οπλισμένα τα παιδιά. Απλώς έχουνε μπει πράγματα που έχουν δημιουργήσει προβλήματα στην αισθητική, όπως είναι η κακή τηλεόραση, ο κακός κινηματογράφος, η ευκολία των εντύπων, το πλασέ που γίνεται στα ονόματα, ο ανταγωνισμός ο περίεργος, το marketing των stars. Όλη αυτή η ιστορία δημιουργεί προβλήματα στα παιδιά. Όμως μια είναι η αλήθεια και δεν μπορώ να την κρύψω, είναι ότι τα παιδιά σαν οπλισμό, έχουν περισσότερα από ό,τι είχαμε εμείς όταν ξεκινήσαμε. Μην κοιτάτε που στο δρόμο νοιαστήκαμε και φτιάξαμε τους εαυτούς μας, πήραμε τις πληροφορίες μας και ευτυχήσαμε να έχουμε αυτούς τους δασκάλους, παρόμοιοι δάσκαλοι δεν υπάρχουν, αυτό είναι δυστύχημα για τα νέα παιδιά. Τα παιδιά προσπαθούν, ή σε πατάρια που παίζουν ή σε υπόγεια, προσπαθούν να παίξουν, να υπάρξουν και αυτό είναι προς τιμήν τους.
- Και αν πούμε πως σήμερα ο κινηματογράφος και το θέατρο περνάει δύσκολα, το μέλλον ποιο θα είναι; θα είναι πιο δύσκολο;
Εγώ οφείλω σαν εργάτης αυτής της δουλειάς να αισιοδοξώ, τώρα αν σου πω τι βλέπω θα κάνω κακό. Οφείλω να πω λοιπόν πως είμαι αισιόδοξος. Θα προχωρήσουμε σε καλύτερα χρόνια.
- Τι θα συμβουλεύατε τους νέους;
Στο κείμενό μου Γράμμα σε ένα νέο ηθοποιό εκεί ακριβώς είναι η απάντηση. Την έκανα τώρα γιατί τώρα ήταν η στιγμή να την κάνω.
- Τα σχέδια σας για το μέλλον;
Δεν κάνω σχέδια.
- Ούτε θεατρικά;
Στο θέατρο θα ανεβάσω το Τίμημα του Μίλλερ, στο Θέατρο Ιλίσια.
- Κύριε Μιχαλακόπουλε σας ευχαριστώ για τη συνέντευξη.
Εγώ ευχαριστώ.
Λαμπρινή Μπενάτση
Ιστορικός Τέχνης
MA of Arts University of Essex, U.K.
Υπ. Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης