Σε πρακτικό επίπεδο, από τις απεικονιστικές προσεγγίσεις ανθρωπίνων μορφών, ζώων, φυτών και άλλων φυσικών στοιχείων, αποτυπώνοντας τα βασικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά των μορφών, έχει περάσει σε πιο ελεύθερες σχηματικές προσεγγίσεις χρησιμοποιώντας γεωμετρικά σχήματα ή σύμβολα όπως στην περίπτωση του κυβισμού ή του κονστρουκτιβισμού, για να περάσει σταδιακά σε ακόμη πιο ελεύθερες μορφολογικές εκφράσεις και μη απεικονιστικές προσεγγίσεις όπως στην περίπτωση της εννοιολογικής και μινιμαλιστικής τέχνης.
Στα χρονικά πλαίσια του 20ου αιώνα η τέχνη απαρνείται την αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου με κύριο εκφραστή αυτής της τάσης τον Cezanne (1839- 1906) που θέτει τις αρχές της αφηρημένης τέχνης όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Με αφετηρία τα έργα του Cezanne, το κίνημα του κυβισμού ξεκινά την αναζήτηση της φόρμας τόσο αναλύοντας τις φόρμες σε επιμέρους στοιχεία όσο και συνθέτοντας τα στοιχεία προς την αναζήτηση της ολοκληρωμένης φόρμας.
Τόσο τα έργα της ζωγραφικής όσο και εκείνα της γλυπτικής αποκτούν μια νέα αισθητική αξία και εκτιμούνται βάση των επιμέρους μορφολογικών τους στοιχείων. Αυτή η αναζήτηση αναφορικά με τα στοιχεία της σύνθεσης της φόρμας θα πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις μέσα στο ρεύμα του κονστρουκτιβισμού και ακόμη μεγαλύτερες στο αρκετά μεταγενέστερο κίνημα της μινιμαλιστικής τέχνης.
Με την αφηρημένη τέχνη να δίνει έμφαση στα μη παραστατικά στοιχεία, στο χρώμα, τη μορφή, τη γραμμή και το σχήμα ήταν προφανές ότι η τέχνη της ζωγραφικής προηγήθηκε της γλυπτικής. Ωστόσο, οι μη παραστατικές μορφές και η αφαίρεση στα έργα έκανε την εμφάνισή της και στον χώρο της γλυπτικής. Ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες στον Ευρωπαϊκό χώρο ο οποίος έγινε γνωστός για τις (ημί)αφαιρετικές φόρμες των μορφών του, ήταν ο Βρετανός γλύπτης Henry Moore (1898- 1986).
Ωστόσο, τα έργα του Moore δεν ήταν καθαρά αφαιρετικά καθώς οι φόρμες του ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, αφαιρετικές απεικονίσεις της ανθρώπινης μορφής. Οι μορφές του είναι συχνά διάτρητες ή περιλαμβάνουν κενούς χώρους ενώ χαρακτηριστικό της δουλειάς του καλλιτέχνη αποτελούν τα κύλα και στρογγυλεμένα στοιχεία των μορφών.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό των γλυπτών του Moore είναι οι πολύ μεγάλες διαστάσεις των μορφών του που τα καθιστούσαν ιδανικά για δημόσιους χώρους. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της μοντέρνας τέχνης καθώς και ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της Βρετανικής γλυπτικής με πολλούς από τους συγχρόνους του και τους μαθητές του να ακολουθούν το καλλιτεχνικό του ύφος.
Παρόλο που δεν ήταν όλα του τα έργα ανθρωπομορφικά, ο Moore έχει συνδεθεί περισσότερο με ημι- αφαιρετικά γλυπτά παρά με μια καθαρή έκφραση της αφηρημένης γλυπτικής τέχνης, όπως είναι για παράδειγμα τα έργα των Ρώσων κονστρουκτιβιστών ή των Duchamp και Brancusi που δημιουργήθηκαν μέσα στη δεκαετία του 1920.
Στο βιβλίο Μοντέρνα Πλαστική Τέχνη, η συγγραφέας Carola Giedion- Welcker ασχολείται αποκλειστικά πλέον με τον χωρικό χαρακτήρα της γλυπτικής. Μάλιστα η συγγραφέας ενθουσιάζεται για τα επιτεύγματα αυτής της τέχνης η οποία αποκτά μια αυξανόμενη καθαρότητα και επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην χωρική διάσταση του μέσου. Η βασικότερη ανησυχία της γλυπτικής τέχνης σχετίζεται με την έκτασή της μέσα στον χώρο παρά μέσα στον χρόνο.
Αυτή η έμφαση στη χωρική διάσταση της γλυπτικής αποτελεί σημείο έναρξης για την θεωρητική προσέγγιση της μοντέρνας γλυπτικής τέχνης και έθεσε υπό αμφισβήτηση τις κλασικές αρχές της γλυπτικής τέχνης. Η νέα γλυπτική είχε έναν περισσότερο κατασκευαστικό χαρακτήρα τον οποίο εξέφρασε καλύτερα από κάθε άλλο καλλιτεχνικό κίνημα ο Ρωσικός κονστρουκτιβισμός. Βασικό χαρακτηριστικό του κονστρουκτιβισμού ήταν οι απολύτως αφηρημένες κατασκευές. Οι παραστάσεις αντικειμένων απουσιάζουν εντελώς ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις γεωμετρικές φόρμες.
Κύριος εκφραστής του κονστρουκτιβισμού θεωρείται ο Ρώσος καλλιτέχνης Vladimir Tatlin (1885- 1953) με το πιο αντιπροσωπευτικό από τα έργα του «Το Μνημείο της Τρίτης Διεθνούς». Τα έργα των κονστρουκτιβιστών ήταν αρκετά μινιμαλιστικά με τις μορφές και τις φόρμες των έργων να είναι υποδομημένες στα πιο βασικά και ουσιαστικά τους στοιχεία. Οι κονστρουκτιβιστές θαύμαζαν ιδιαίτερα την τεχνολογία ενώ πολλοί από τους ζωγράφους, τους γλύπτες και τους φωτογράφους του κινήματος χρησιμοποιούσαν συχνά βιομηχανικά υλικά όπως γυαλί, ατσάλι, πλαστικό σε καθαρά οριοθετημένες διατάξεις.
Στο ίδιο κλίμα αφαιρετικής μορφολογίας κινήθηκε και ο Αμερικανός καλλιτέχνης Donald Judd (1928- 1994), παρόλο που ο ίδιος αποκήρυξε από τα έργα του τόσο τον χαρακτηρισμό «μινιμαλιστικά» όσο και τον ίδιο τον όρο «γλυπτική». Στα έργα του, ο Judd αναζητούσε την καθαρότητα των κατασκευασμένων αντικειμένων και του χώρου τα οποία αυτά δημιουργούσαν.
Ο Judd δεν ήταν απλώς καλλιτέχνης αλλά και ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς γράφοντας τεχνοκριτικές σε μεγάλα αμερικανικά περιοδικά τέχνης από το 1959. Τα σπερματικά του κείμενα αναφορικά με την νέα τέχνη και ιδιαίτερα το κείμενό του σε ύφος μανιφέστου «Συγκεκριμένα Αντικείμενα» του 1965, αντανακλούν ξεκάθαρα τις σκέψεις του για την νέα μορφή τέχνης. Σε αντιπαράθεση με την έως τότε αντίληψη για την μοντέρνα τέχνη όπως διατυπώθηκε από τον Greenberg που δίνει έμφαση στα «αυτό- αναφορικά» στοιχεία του έργου, ο Judd, δίνει έμφαση στο «αντικείμενο» που θεωρεί πως θα αποτελέσει την κεντρική έννοια για την νέα τέχνη.
Εγκαταλείποντας τη ζωγραφική στις αρχές του 1960, εντοπίζει ένα νέο σημείο αναφοράς για την Αμερικανική τέχνη που απορρίπτει όλα τα κατάλοιπα που έχουν αφήσει οι αξίες της ευρωπαϊκής τέχνης δημιουργώντας ψευδαισθήσεις του χώρου που έρχονται σε άμεση αντίθεση με τον πραγματικό χώρο. Για τον Judd η τέχνη δεν οφείλει να αντιπροσωπεύσει τίποτα, πρέπει να σταθεί μόνη της και απλά να υπάρχει. Έτσι, ακλουθώντας στην καλλιτεχνική του πρακτική την δική του αισθητική προσπαθεί να βρει μέσα στα έργα του καθαρές, δυνατές και απόλυτες φόρμες που έρχονται σε αντίθεση με το ψεύδος.
Το πρόβλημα για τον Judd είναι ότι τα μοντέρνα έργα τονίζουν κυρίως τις σχέσεις των τμημάτων που ενυπάρχουν μέσα σε μια σύνθεση και όχι στο σχήμα με ενώνει το όλον πράγμα που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια ψευδαισθητική αντίληψη. Ο ίδιος τόσο για τα έργα του όσο και για έργα άλλων καλλιτεχνών της εποχής του αποφεύγει να χρησιμοποιήσει έννοιες όπως «ζωγραφική», «γλυπτική» ή «γλυπτά» και χρησιμοποιεί έννοιες όπως «αντικείμενα» τονίζοντας την κυριολεκτική φύση των υλικών που χρησιμοποιεί.
Μέχρι το 1963 έχει αναπτύξει ένα λεξιλόγιο για τις μορφές που παράγει όπως «κουτιά» ή «στοίβες» δίνοντας έτσι έμφαση στην υπόσταση των μεγάλης κλίμακας αντικειμένων του. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του αφορά τα «συγκεκριμένα αντικείμενα» που καταγράφει επιμελώς και στο αντίστοιχο κείμενό του. Για τα «αντικείμενα» χρησιμοποιεί απλές και επαναλαμβανόμενες φόρμες με βασικό του στόχο να εξερευνήσει τον χώρο και την χρήση του χώρου. Για τα έργα του χρησιμοποιεί απλά καθημερινά αλλά και βιομηχανικά υλικά όπως το κόντρα πλακέ ή το plexiglass.
Για να δώσει ακόμη μεγαλύτερη έκφραση στην μη γλυπτική υπόσταση των «νέων αντικειμένων» τις περισσότερες φορές ζωγραφίζει τα αντικείμενά του προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να υποδείξει πως δεν ανήκουν ούτε στον χώρο της γλυπτικής αλλά ούτε και της ζωγραφικής και ότι είναι ένα νέο είδος τέχνης. Αυτές οι μεγάλων διαστάσεων κατασκευές αποτελούν για τον Judd τα μορφολογικά χαρακτηριστικά μιας νέας μη ανθρωπομορφικής και καθαρά «αμερικανικής» τέχνης.
Στο ίδιο μοτίβο και εξερευνώντας τα ίδια μορφολογικά χαρακτηριστικά στα έργα του κινείται και ο Αμερικανός καλλιτέχνης Robert Morris. Μόνο που ο Morris, σε αντίθεση με τον Judd, δεν αποποιείται τον όρο «γλυπτική» για τα έργα του αλλά αντίθετα τον χρησιμοποιεί στα κείμενά του. Γεννημένος το 1931 στο Κάνσας της Αμερικής, ο Morris, που ζει και εργάζεται στην Νέα Υόρκη, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες και θεωρητικούς του μινιμαλιστικού ρεύματος. Επίσης, έχει συμβάλει αισθητά στην ανάπτυξη τόσο της μινιμαλιστικής τέχνης όσο και της performance art αλλά και των εγκαταστάσεων.
Ο Morris κατασκευάζει μια σειρά γλυπτών με σημείο αναφοράς την πρακτική των κονστρουκτιβιστών παρόλο που τόσο ο ίδιος όσο και ο Judd αντιλαμβάνονται τον κονστρουκτιβισμό με μορφικούς όρους. Αυτό εν ολίγοις οδηγεί στην αντίληψη ότι ανάμεσα στους υποστηρικτές της νέας τέχνης, οι ουσιαστικές διαφορές είναι ελάχιστες και περισσότερο σε θεωρητική βάση. Το στοιχείο που τους ενώνει περισσότερο έγκειται στην απόρριψη της συνθετικής αρχής και στην αντίληψη των έργων ως μια αυτόνομη ολότητα. Αυτό υπονοεί και την απόρριψη των κλασικών αρχών της ευρωπαϊκής τέχνης όπως είναι για παράδειγμα ο κυβισμός.
Όπως και ο Judd, ο Morris εξερευνά τις σχέσεις των αντικειμένων με τον χώρο προσθέτοντας σε αυτή και την εμπειρία του θεατή εισάγοντας έτσι μια νέα έννοια. Τη σημασία της σχέσης του θεατή με τα γλυπτά και την ανθρώπινη κίνηση γύρω από τα έργα. Αναφέρεται σε μια εμπειρική αντίληψη της σύνθεσης και προσεγγίζει την τέχνη και ιδιαίτερα τη γλυπτική αναπτύσσοντας μια βαθύτερη σκέψη και θεωρία προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν μιλάμε ούτε για αντικείμενα, ούτε για μνημειακά έργα, ούτε για πίνακες ζωγραφικής αλλά για «γλυπτά» που γίνονται αντιληπτά από τον άνθρωπο μέσα από την εμπειρία των χωρικών ορίων του.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι η αφηρημένη γλυπτική, περισσότερο από κάθε άλλη έκφραση αφηρημένης τέχνης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μια την θεωρία της τέχνης και την φιλοσοφική αναζήτηση και τοποθέτηση του κάθε καλλιτέχνη. Όταν αναφερόμαστε σε αφηρημένα γλυπτά, η εξερεύνηση των πολλαπλών ερμηνειών και αναγνώσεων μας καθιστά αδύναμους εάν δεν έχουμε υπόψη μας της θεωρητική προσέγγιση των έργων.
Από μορφολογικής πλευράς, βαδίζοντας προς το τέλος του 20ου αιώνα, τα έργα απέκτησαν έναν πιο απλό και καθαρό χαρακτήρα σε σχέση με προγενέστερες αφαιρετικές εκφράσεις. Τόσο τα έργα του Judd όσο και του Morris εκτίνονται σε μεγάλες διαστάσεις και χρησιμοποιούν απλές γραμμές και φόρμες. Ωστόσο, η θεωρία αναφορικά με τα νέα έργα τέχνης και τις νέες καλλιτεχνικές πρακτικές άρχισε να γίνεται πολύ πιο πολύπλοκη και αντιφατική.
Δεν είναι εύκολο να «διαβάσουμε» ένα αφηρημένο έργο τέχνης ή ένα αφηρημένο γλυπτό, αλλά μπορούμε να το αντιληφθούμε εμπειρικά κινούμενοι ανάμεσα στα χωρικά του όρια όπως προτείνει ο Morris. Η έννοια της «γλυπτικής» ή της «αφηρημένης γλυπτικής» έχει γίνει πλέον ιδιαίτερα πολύπλοκη με νέες μορφές τέχνης να αναπτύσσονται και να αμφισβητούν παλιότερες και πιο κλασικές. Όπως για παράδειγμα η αφηρημένη γλυπτική έδωσε τη θέση της στη μινιμαλιστική τέχνη και στη συνέχεια η μινιμαλιστική τέχνη στην εννοιολογική αποδεικνύοντας ότι η θεωρία πίσω από την καλλιτεχνική πρακτική ανοίγει το δρόμο στην τέχνη του μέλλοντος.
Βουτσά Αναστασία (Εικαστικός- Μουσειολόγος)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
- Δασκαλοθανάσης, Ν., Από τη Μινιμαλιστική στην Εννοιολογική Τέχνη, Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Αθήνα, 2006.
- Beckett, J, Russell, F, Henry Moore: Space, Sculpture, Politics, Burlington, Vermont, Ashgate, 2003.
- Causey, A, Sculpture Since 1945. Oxford: Oxford University Press, 1998.
- Grohmann, W., The Art of Henry Moore, H.N. Abrams, New York, 1960.
- Krauss, R.E., Passages in Modern Sculpture, The Viking Press, 1977.