Κυριακή, 23 Ιουνίου 2013 14:11

Μία εισαγωγή στον κόσμο του Βιβλίου

Γράφτηκε από τον 

Mε το πέρασμα του χρόνου, οι ανάγκες του ανθρώπου αυξάνονται και σταδιακά αρχίζει να διαμορφώνεται το αίτημα για γραφή που, αποτελώντας χαρακτηριστικό της αστικής ζωής, παρακολουθεί την εξέλιξη των κοινωνιών. Όταν κάνει κανείς λόγο για γραφή εννοεί την μεταφορά του προφορικού λόγου σε μια μόνιμη συμβατική μορφή.

Η ιστορία της γραφής ξεκινά με τα ιδεογράμματα. Ιδεόγραμμα, είναι ένα σχήμα που αναπαριστά μια έννοια. Για να υπάρξουν ιδεογράμματα απαιτείται ένα αναπαραστατικό σύστημα. Όταν αποδίδεται στο ιδεόγραμμα φωνητική αξία, περνάμε στον λογόγραμμα. Στη συνέχεια ακολουθεί το συλλαβόγραμμα. Πρόκειται για ένα σχηματοποιημένο λογόγραμμα, που αποδίδει μια συλλαβή. Το χαρακτηριστικό της συλλαβογράμματης γραφής είναι ότι το ίδιο σημείο αποδίδει το σύμφωνο και το φωνήεν. Στις γραφές χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα τα ιδεογράμματα και τα συλλαβογράμματα. Η πρώτη γραφή εμφανίζεται το 3300 π.Χ. στην Μεσοποταμία και ακολουθεί η Αίγυπτος το 3100 π.Χ. με τα ιερογλυφικά. Στην Κρήτη εντοπίζει κανείς την παρουσία των ιερογλυφικών στα Βόρεια το 1900 π.Χ.. Ταυτόχρονα κάνει την εμφάνισή της η Γραμμική Α΄, που διαρκεί από το 1650 έως το 1450 π.Χ., η οποία απαντάται και εκτός Κρήτης. Η Γραμμική Β΄, που εμφανίζεται το 1400 π.Χ. και διαρκεί έως το 1200 π.Χ., θα αποκρυπτογραφηθεί το 1952 από τους Vendris και Chadwick. Στην Α΄ και Β΄ έχουμε τα ίδια σημεία, η γλώσσα όμως είναι διαφορετική. Έτσι, αποκρυπτογραφείται η Β΄ όχι όμως η Α΄. Η Α΄ διαβάζεται χωρίς να γνωρίζει κανείς τι λέει, όπως ακριβώς και τα Ετρουσκικά που έχουν ελληνικούς χαρακτήρες.

Όσον αφορά τις πρώτες ύλες, το υπόστρωμα, τα υλικά πάνω στα οποία έγραφαν οι άνθρωποι μπορεί να πει κανείς ότι ποικίλλουν. Στην προϊστορία συναντά κανείς γραφή σε βράχους, πέτρες, πλάκες ψημένες, ράβδους κ.α. Στις Ινδίες έγραφαν πάνω σε φύλλα φοίνικα. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι σε λινά υφάσματα. Οι Ασσύριοι σε τούβλα που στη συνέχεια τα έψηναν, ενώ σε άλλες εποχές έγραφαν πάνω σε ξύλινες κυρωμένες πλάκες, όστρακα. Οι πραγματικές όμως πρώτες ύλες ήταν ο πάπυρος, η περγαμηνή και το χαρτί.

Ο πάπυρος, ήταν φυτό που καλλιεργούσαν οι Αιγύπτιοι στο Δέλτα του Νείλου και σήμερα το συναντά κανείς στην Αβησσυνία. Στο πλαίσιο της επεξεργασίας του, κόβονταν το στέλεχος του φυτού σε λεπτές λουρίδες, οι οποίες τοποθετούνταν η μια κοντά στην άλλη πάνω σε μια σανίδα. Όταν έφταναν το απαιτούμενο πλάτος, άρχιζε νέα στρώση κάθετη στην πρώτη με μικρότερες λουρίδες που βρέχονταν με νερό για να κολλήσουν. Τα φύλλα από πάπυρο κολλούνταν το ένα με το άλλο, έως 20, και τυλίγονταν σε κύλινδρο, γνωστό ως «ειλητό» και στους Πρωτοβυζαντινούς χρόνους.

Από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και μετά ο πάπυρος υποχωρεί και δίνει την θέση του στην περγαμηνή. Η περγαμηνή και η χρήση της προέρχεται από την Πέργαμο, την αυλή των Ατταλιδών (Ευμένη Β΄ 195-158 μ.Χ.) εξ' ού και το «περγαμηνών ή περγαμηνή». Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν ονόματα όπως «διφθέρα», «δέρμα», «σωμάτιον», «μεμβράνα» (membrana). Το δέρμα τοποθετείτο σε διάλυμα ασβέστη και μετά αποξέονταν οι τρίχες, η επιδερμίδα και τα υπολείμματα κρέατος. Αφού γινόταν ο καθαρισμός του, το δέρμα τεντωνόταν σε τελάρο, ξηραινόταν, λειαινόταν και λευκαινόταν με ελαφρόπετρα και κιμωλία. Διαμορφώνεται, λοιπόν, το «εγχέτριχον» που είναι επεξεργασμένο με λιγότερη επιμέλεια, είναι πιο κίτρινο, έχει ίχνη τριχών και διαφέρει από το «εγχέσαρκον» που είναι η εσωτερική πλευρά της σάρκας του ζώου. Τόσο το εγχέσαρκον όσο και το εγχέτριχον χρησιμοποιείτο ως μέσο-ύλη γραφής. Η καλύτερη περγαμηνή ως ποιότητα ήταν αυτή που προερχόταν από δέρμα μοσχαριού και δη μικρού. Το βιβλίο με την εισαγωγή της περγαμηνής πήρε το συνηθισμένο έως σήμερα σχήμα, γνωστό και ως «Κώδικας» (Codex), που αποτελείται από περγαμηνές που διπλώνονταν στα τέσσερα, τα λεγόμενα «τετράδια». Η λέξη τεφτέρι ή δεφτέρι προέρχεται από την ελληνική διφθέρα. Η περγαμηνή ήταν ακριβό υλικό και γι' αυτό πολλοί κατέφευγαν σε «παλύμψηστους» κώδικες (πάλι αποξεομένοι, codex rescriptus), ενώ σε πιο υψηλής ποιότητας κώδικες, η περγαμηνή βάφονταν με πορφύρα (εμβαπτισμένοι κώδικες) και στη συνέχεια τα κείμενα γράφονταν πάνω της με ασημένια ή χρυσά γράμματα (μέχρι τον 9ο αιώνα μ.Χ. κυριαρχούσε η μεγαλογράμματη γραφή).

Από τον 12ο αιώνα μ.Χ., αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του το χαρτί για οικονομικούς λόγους. Πρόκειται για κινέζικη εφεύρεση που την γνώριζαν οι Άραβες ήδη από τα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., οι οποίοι έμαθαν την τέχνη της κατασκευής χαρτιού από Κινέζους αιχμαλώτους. Την εποχή του Χαρούν Αλ Ρασίντ στη Βαγδάτη, το χαρτί που αντικατέστησε την περγαμηνή, φτιαχνόταν από στουπί λιναριού, κάνναβη και αμυλόκολλα. Με τις κατακτήσεις των Μουσουλμάνων, η χρήση του χαρτιού εξαπλώθηκε από το Αλγέρι και το Μαρόκο στην Ισπανία, την Ιταλία το 1278 και στην Γαλλία το 1312. Στην Ευρώπη, από τον 13ο αιώνα μ.Χ. και μετά το χαρτί παρασκευαζόταν από κουρελόπανα και δη άσπρα που στοιβάζονταν σε στέρνες και έμεναν να σαπίσουν. Στη συνέχεια διαλύονταν μέσα σε βραστό νερό, δημιουργώντας έναν πολτό που τοποθετούνταν σε καλούπια τα οποία είχαν στον πάτο μια σχάρα. Έτσι, δημιουργούνταν οι υδάτινες γραμμές στη σελίδα, οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια χαράζονταν πάνω στην περγαμηνή. Σταδιακά διαμορφώνονται δύο τύποι χαρτιού. Από την μία πλευρά υπάρχει το «Ανατολικό», που χρησιμοποιείται από τους Βυζαντινούς, είναι υποκίτρινο, λείο, καλά στιλβωμένο, χοντρό αλλά εύκαμπτο, έχει υδάτινες οριζόντιες γραμμές και ακανόνιστες κάθετες ραβδώσεις. Και από την άλλη, υπάρχει το «Δυτικό», που δημιουργείται από τους χαρτόμυλους Fabriano το 1282 και έχει κιτρινωπό έως λευκό χρώμα, ζαρωμένη τραχιά επιφάνεια, δεν είναι συμπαγές, φέρει υδάτινες οριζόντιες γραμμές, κάθετες ραβδώσεις σε ακανόνιστες αποστάσεις και έχει και υδατόσημα. Η μορφή αυτή του χαρτώου κώδικα επικρατεί έως και σήμερα.

Από τα μέσα του 15ου αιώνα, το βιβλίο με την εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Johannes Gutenberg, γνώρισε μεγάλη εξέλιξη. Ο Louis ΧΙΙ, έλεγε ότι η τυπογραφία είναι μια εφεύρεση περισσότερο θεία παρά ανθρώπινη. Τα τυπωμένα βιβλία αυτής της περιόδου είναι γνωστά ως «incunabula».Το πρώτο τυπογραφημένο βιβλίο είναι η Αγία Γραφή το 1445, ενώ το πρώτο ελληνικό βιβλίο που τυπώθηκε στο Μιλάνο είναι η Γραμματική του Λάσκαρη το 1476. Τον 17ο και 18ο αιώνα το βιβλίο γνώρισε τεράστια διάδοση στη Δύση. Παράλληλα, τον 17ο αιώνα, αρχίζουν να τυπώνονται δειλά οι πρώτες εφημερίδες με σταδιακή εξέλιξη στον χώρο της τυπογραφίας, σελιδοποίησης, τυπογραφικών στοιχείων και εικονογράφησης. Τον 18ο αιώνα ανακαλύπτεται η λιθογραφική μέθοδος για την εκτύπωση εικόνων που υπήρξε η βάση της εκτύπωσης όφσετ. Σήμερα, με την τελειοποίηση της τυπογραφίας (τηλε-εκδόσεις, ταχυπιεστήρια) το βιβλίο εκδίδεται σε πολλά αντίτυπα και γίνεται κοινό κτήμα. Με την πάροδο του χρόνου παρατηρεί κανείς ότι πέρα από το όνομα του συγγραφέα και του εκδότη, μπαίνει στη σελίδα τίτλου ή και στον κολοφώνα, το όνομα του εικονογράφου και ακόμη και του τυπογράφου που διεκδικεί επάξια θέση στη δημιουργία του βιβλίου.

Το βιβλίο με τη διάδοσή του γίνεται φορέας της προόδου και του πολιτισμού, ένα «παράθυρο στον κόσμο». Ωστόσο, στις μέρες μας, όλο και περισσότερο παρατηρείται μια απομάκρυνση του ανθρώπου από το βιβλίο. Οι αιτίες ποικίλλουν. Παλιά, θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί πολιτικούς και θρησκευτικούς λόγους π.χ. Ιερά Εξέταση και λογοκρισία. Η λογοκρισία θα σταματήσει με την Γαλλική Επανάσταση. Πάντως, από το 1499 έως το 1789 κάθε βιβλίο έπρεπε να φέρει έγγραφη βασιλική και εμπορική άδεια προκειμένου να τυπωθεί και να κυκλοφορήσει. Υπήρχαν, όμως, κάποια παράνομα κέντρα στην Ολλανδία και την Γενεύη που τύπωναν βιβλία τα οποία δεν είχαν την επίσημη άδεια. Η Ολλανδία και η Γενεύη ήταν περιοχές που κυριαρχούσε ο Προτεσταντισμός και στον προτεσταντικό χώρο υπήρχε μεγαλύτερη ανεξιθρησκία, ανοχή και ελευθερία. Στην Ελλάδα, το βιβλίο γνωρίζει άνθιση στην περίοδο της Τουρκοκρατίας για προπαγανδιστικούς λόγους, αλλά και κατά την εποχή του Ορθού Λόγου, στο πλαίσιο της μετακένωσης των ιδεών του Διαφωτισμού συμβάλλοντας στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης. Ωστόσο, το βιβλίο θα υποστεί μια ύφεση το 1834 με τη Δικτατορία του Μεταξά καθώς και την περίοδο 1967-1973 με την λογοκρισία που ασκούσε το καθεστώς της Δικτατορίας. Σήμερα, οι λόγοι που εξηγούν την απομάκρυνση του αναγνωστικού κοινού από τα βιβλία, είναι η αδιαφορία, το κακό γούστο, οι νέοι ρυθμοί ζωής, η έλλειψη ελεύθερου χρόνου και τα νέα τεχνολογικά μέσα που έρχονται να αντικαταστήσουν το κλασικό βιβλίο, στο πλαίσιο του νέου τρόπου ζωής, καθιστώντας αβέβαιο το μέλλον του.

Χρυσοβαλάντης Στειακάκης
(Ιστορικός τέχνης)

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

• Bringhurst, R. Στοιχεία της τυπογραφικής τέχνης, Μτφρ. Ματθιόπουλος Γ., Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2001.
• Cronyn, J. M. The elements of Archaeological Conservation, Κορνουάλλη, Tj Press Padstow, 1990.
• Γανιάρη, Α. - Φ. Βιβλιοδεσία, τέχνη και τεχνική, Αθήνα, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ, 1983.
• Γανιάρη, Φ. «Η βιβλιοδεσία στη Δυτική Ευρώπη», στο Επτά ημέρες Καθημερινή, τόμος ΛΗ΄, Αθήνα, 2001, σ. 92-95.
• Γανιάρης, Α. «Η τέχνη της Βιβλιοδεσίας», περ. Ζυγός, τχ. 22-23, 1957, σ. 38 κ.εξ.
• Δρούλια, Λ. κ.α. Το Ελληνικό βιβλίο 1476-1830, Αθήνα, Εθνική τράπεζα της Ελλάδος, 1986.
• Doizy, M. A. – Fulacher, P. Papiers et Moulins, des origines a nos jours, Παρίσι, Art & Metiers du Livere Editions, 1997.
• Hunger, H. O κόσμος του βυζαντινού βιβλίου, Μτφρ. Βασίλαρος Γ., Αθήνα, εκδ. Καρδαμίτσα, 1995.
• Κάσδαγλης, Ε. Χ. (επιμέλεια ). Γιάννη Κεφαλληνού. Αλληλογραφία και Κείμενα, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1991.
• Κωνσταντίνου, Ι. Το χειρόγραφο, το βιβλίο, τα ιστορικά αρχεία, τεχνολογία υλικών, πρόληψη φθορών, συντήρηση, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1988.
• Λιοντής, Κ. «ο γνωστός ως ...Δαίμων», στο Επτά ημέρες Καθημερινή, τόμος ΛΗ΄ , Αθήνα, 2001, σ. 65-66.
• Ματέϋ, Γ. «Η αρχιτεκτονική του βιβλίου», περ. Ζυγός, τχ. 22-23, 1957, σ. 28 κ.εξ.
• Polaston, L. X. Le Papier 2000 ans d' histoire et de savoir-faire, Παρίσι, Imprimerie Nationale editions, 1999.
• Πελτικόγλου, Β. κ.α. Διατήρηση και συντήρηση των βιβλιακών και αρχειακών συλλογών (οδηγός για βιβλιοθηκονόμους και αρχειονόμους), Ναύπακτος, εκδ. Παπαχαραλάμπειος Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου, 2000.
• Ταφακέα, Χ. - Καρδούτσος, Δ. – Ροδόπουλος, Γ. «Το τεχνικό μέρος του βιβλίου», στο Επτά ημέρες Καθημερινή, τόμος ΛΗ΄, Αθήνα, 2001, σ. 174-176.
• Τσελίκας, Α. «Βιβλιοδετική διακοσμητική», στο Επτά ημέρες Καθημερινή, τόμος ΛΗ΄, Αθήνα, 2001, σ. 75-79.
• Χούλης, Κ. «Η βιβλιοδεσία στη Βυζαντινή και Μεσοβυζαντινή περίοδο», στο Επτά ημέρες Καθημερινή, τόμος ΛΗ΄, Αθήνα, 2001, σ. 70-74.

Στειακάκης Βαλάντης

Ο Χρυσοβαλάντης Στειακάκης είναι Ιστορικός Τέχνης - Δρ. στις «Σπουδές στην Ελληνικό Πολιτισμό» και μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα τεχνοκριτικής και έχει εργαστεί και εργάζεται ως εκπαιδευτής για το μάθημα της ιστορίας της τέχνης σε Δημόσια και Ιδιωτικά Ι.Ε.Κ. της Αθήνας και της Κρήτης, σε Σ.Δ.Ε. και Κ.Δ.Β.Μ. της Κρήτης, σε Κολλέγιο - Παράρτημα Αγγλικού Πανεπιστημίου στην Κρήτη, καθώς και στη Σχολή Ξεναγών της Αθήνας. Παράλληλα, έχει εργαστεί ως επιμορφωτής στα Εικαστικά Εργαστήρια του Εκπαιδευτικού Tομέα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, αλλά και ως αρχαιολόγος στην Κρήτη. Ταυτόχρονα, επιμελείται εικαστικές εκθέσεις και παραμένει ερευνητικά ενεργός, μετέχοντας σε διεθνή και εθνικά συνέδρια ιστορίας της τέχνης, εκδίδοντας μελέτες, αρθρογραφώντας και παραθέτοντας διαλέξεις - ομιλίες που άπτονται ζητημάτων αισθητικής.