Ήθελε να επιδοθεί στη μελέτη της φύσεως, που του έδωσε την δυνατότητα να θεμελιώσει τις στέρεες τεχνικές βάσεις του έργου του. Άρχισε ζωγραφίζοντας νεκρές φύσεις και λαϊκούς τύπους, όπως «Ο νεροκουβαλητής», «Ο τρυγητής», «Οι καλεσμένοι», «Η γριά που τηγανίζει αυγά». Ο Βελάσκεθ πήρε σαν μοντέλα του, τους πιο ταπεινούς ανθρώπους, ακόμα και τους παραμορφωμένους και τους σακάτηδες και πέτυχε εξαίρετα πλαστικά αποτελέσματα, αποδίδοντας πλάσματα τερατώδη. Ο ρεαλισμός του Βελάσκεθ δε βρίσκεται μόνο στα θέματα που χρησιμοποιεί, αλλά και στο γεγονός ότι τα συλλαμβάνει, χωρίς να καταφεύγει ποτέ στις πτήσεις της φαντασίας. Είναι λοιπόν, ένας πλήρης ζωγράφος, ικανός να αναπτύξει σε έναν πίνακα όλο το θέαμα που μπορούν να αγκαλιάσουν τα μάτια του. Δεν είναι ένας οραματιστής, όπως ο Ελ Γκρέκο, βλέπει μόνο με τα σωματικά του μάτια. Αλλά η εμμονή αυτή στην αλήθεια, τον οδηγεί πέρα από τον απλό ρεαλισμό. Παρατηρεί με προσοχή το μοντέλο του, τη στάση του, τις γκριμάτσες του, την έκφρασή του. Έτσι, τα πορτραίτα του είναι αληθινά ψυχολογικά ντοκουμέντα.
Η νατουραλιστική διάθεση των πρώτων πινάκων του, με λαϊκά ρωπογραφικά θέματα (bodegones) και σκηνές εσωτερικών χώρων, διατηρήθηκε με θαυμαστή συνέπεια σε όλο του το έργο και εξυψώθηκε σε επίπεδο ηθικής οφειλής απέναντι στην πραγματικότητα. Το 1618 ο Βελάσκεθ παντρεύτηκε την κόρη του Πατσέκο, Χουάνα και το 1622 ταξίδεψε για πρώτη φορά στη Μαδρίτη, όπου εγκαταστάθηκε τον επόμενο χρόνο. Ο Φίλιππος Δ', στον οποίο τον παρουσίασε ο προστάτης του κόμης ντ' Ολιβάρες, αναγνώρισε αμέσως την ιδιοφυία του νεαρού καλλιτέχνη και δεν άργησε να τον ονομάσει ζωγράφο της αυλής.
Η επαφή του με τις πλουσιότατες βασιλικές συλλογές και την αφθονία τους σε αντιπροσωπευτικά αναγεννησιακά έργα, άνοιξε νέους και ευρύτερους ορίζοντες στον Βελάσκεθ και συντέλεσε στη γρήγορη ωρίμανση του ύφους του. Μεγάλη εντύπωση του προξένησαν τα έργα του Τισιανού, για αυτό και τα ερμήνευσε, χωρίς ωστόσο να απομακρυνθεί από τη νατουραλιστική του κατεύθυνση. Από τους πειραματισμούς αυτούς γεννήθηκαν τα πρώτα του αριστουργήματα, όπως ο «Θρίαμβος του Βάκχου ή οι Μέθυσοι». Η προσωπική γνωριμία του με τον Ρούμπενς το 1628 στη Μαδρίτη και το ταξίδι του στην Ιταλία, από τον Απρίλη του 1629 ως το τέλος του 1630, η επίσκεψή του στη Γένοβα, Μιλάνο, Βενετία, Μπολόνια, Ρώμη και τέλος στην Νεάπολη, όπου ξανασυνάντησε τον Ριμπέρα, ολοκλήρωσαν την ωρίμανσή του. Εκεί ζωγράφισε το «Εργαστήριο του Ηφαίστου», τη «Συμπλοκή της Ισπανικής Πρεσβείας» και τις δύο «Απόψεις της επαύλεως Μέντιτσι», με την εκπληκτικά μοντέρνα αντίληψη της τοπιογραφίας.
Τα έργα αυτά είναι η αφετηρία της νέας τεχνοτροπίας του που συνεχίζεται σε ολόκληρη τη μεταγενέστερη παραγωγή του. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ασχολήθηκε κυρίως με την εκτέλεση μιας μεγάλης σειράς προσωπογραφιών των μελών της βασιλικής οικογένειας, αυλικών, γελωτοποιών, νάνων, ακόμη και ζητιάνων, για την οποία θεωρείτε ο οξυδερκέστερος παρατηρητής, ο μεγαλύτερος γνώστης αλλά και ο πιο αντικειμενικός ερμηνευτής της κοινωνίας της εποχής του. Ο Βελάσκεθ ζωγράφισε επίσης και μερικούς θρησκευτικούς πίνακες, «Ο Χριστός μετά τη μαστίγωση», μυθολογικούς ο «Αίσωπος» και ο «Μένιππος», η «Αφροδίτη» και ιστορικούς όπως την περίφημη «Παράδοση της Μπρέντα», το πρώτο ζωγραφικό έργο με πραγματικά μοντέρνα θεώρηση της υπαίθρου. Όλες αυτές οι συνθέσεις διαπνέονται από μια ζωηρή αίσθηση της ανθρώπινης παρουσίας και ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορία.
Από τον Σεπτέμβρη του 1649 ως τον Ιούνιο του 1651 ο Βελάσκεθ, ταξίδεψε και πάλι στην Ιταλία ως μέλος της ισπανικής πρεσβείας προς τη Μαρία- Άννα της Αυστρίας, μνηστή του Φιλίππου Δ' και με την ειδική αποστολή της αγοράς έργων τέχνης για τις βασιλικές συλλογές. Είναι τώρα η σειρά του Ισπανού καλλιτέχνη, να διδάξει την τέχνη του στους Ιταλούς ζωγραφίζοντας εκεί ένα από τα ωραιότερα έργα του, την προσωπογραφία του πάπα Ιννοκέντιου Ι'. Γυρίζοντας στην Ισπανία ονομάζεται επιθεωρητής των βασιλικών ανακτόρων. Παρά τις πολλές ασχολίες του, δημιουργεί ακόμη μερικά από τα ωραιότερα έργα του, τις γεμάτες ζωντάνια σκηνές των εσωτερικών χώρων, τους πίνακες «Las Meninas», (Οι Δεσποινίδες των τιμών) και «Las Hilanderas», (Οι υφάντριες, από τον μύθο της Αράχνης), που κοσμούν το μουσείο του Πράντο.
Με τα έργα αυτά, όπως γράφει ο Ιταλός ιστορικός της τέχνης Λόνγκι, «ο Βελάσκεθ πρόσφερε στην ζωγραφική ορισμένες βασικές και αιώνιες ανακαλύψεις, αλλά υπήρξε και προ παντός ο μεγαλύτερος στην νεότερη εποχή ερευνητής της ατμόσφαιρας, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον θεατή και το αντικείμενο». Ο Βελάσκεθ ήταν πρόδρομος των πολύ μεταγενέστερων αναζητήσεων της ζωγραφικής, για αυτό και το έργο του κίνησε το ζωηρό ενδιαφέρων των καλλιτεχνών του 19ου αιώνα και μάλιστα των εμπρεσιονιστών.
Όταν το σχέδιό του για ένα νέο ταξίδι στην Ιταλία το 1657 ναυάγησε, ο Βελάσκεθ αφοσιώθηκε περισσότερο στα επίσημα καθήκοντά του, επέβλεψε και στην αποκατάσταση και αναδιοργάνωση του Αλκάζαρ της Μαδρίτης και το 1659, έλαβε τη μεγαλύτερη τιμητική διάκριση, το παράσημο του τάγματος του Σαντιάγο.
Το έργο του «Ο νερουλάς της Σεβίλλης», (1619-20), είναι ένα από τα πρώτα του έργα, με θέμα έναν γέρο νερουλά στη Σεβίλλη. Είναι μια εικόνα, τύπου, ηθογραφική, που είχαν ανακαλύψει οι ζωγράφοι στις Κάτω Χώρες για να επιδείξουν τη δεξιοτεχνία τους, στην περίπτωση όμως του Βελάσκεθ έχει όλη την ένταση και τη διεισδυτικότητα, όπως στο έργο του Καραβάτζιο. Ο γέρος με το ρικνό, φθαρμένο πρόσωπο και το τρύπιο παλτό, το μεγάλο πήλινο σταμνί με το στρογγυλό του σχήμα, η επιφάνεια του μικρού γυαλιστερού κανατιού και το φως που παίζει με το διάφανο γυαλί, όλα είναι ζωγραφισμένα τόσο πειστικά, ώστε έχουμε την αίσθηση πως θα τα αγγίξουμε. Όποιος κοιτάζει την εικόνα, δεν σκέφτεται αν τα αντικείμενα που παριστάνει, είναι ωραία ή άσχημα, ή αν το θέμα της είναι σημαντικό ή ασήμαντο. Ούτε τα χρώματα είναι ωραία από μόνα τους. Κυριαρχούν οι τόνοι του καφέ, του γκρίζου και του πράσινου. Η σύνθεση έχει αποδοθεί με αρμονία, που η εικόνα μένει αξέχαστη σε όποιον την κοίταξε.
Το έργο του «Προσωπογραφία νέου», εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι ήταν αυτοπροσωπογραφία, ή άλλοτε πορτραίτο του Ινφάντη Δον Φερνάντο, επειδή ο εικονιζόμενος έχει κάτι από τα χαρακτηριστικά των Βουρβόνων. Οι κριτικοί τοποθετούν το έργο αυτό μεταξύ 1626 και 1631. Η πρώτη από της δύο χρονολογίες είναι η πιθανότερη, αφού ο πίνακας βρίσκεται πιο κοντά προς το νεανικό στυλ του Βελάσκεθ. Η ρομαντική χροιά καθώς και η δύναμη του προσώπου τονίζονται από το ουδέτερο φόντο, όπου διαγράφεται, δίχως τίποτα να το ελαφρώνει, το μπούστο με τη σκούρα, δίχως στολίδια, φορεσιά. Το χέρι, που επισημαίνεται μόνο με γοργές μαύρες πινελιές, χαρακτηρίζει τα πολυσυζητημένα ατελείωτα εφέ του καλλιτέχνη. Αυτό το βλέπουμε σε πίνακές του, που στην πραγματικότητα δεν έχουν συμπληρωθεί, ίσως για λόγους περιστασιακούς, αλλά είναι κάτι σπάνιο. Διαφορετικά, όπως εδώ, καθώς επίσης και σε θρησκευτικά ή μυθολογικά θέματα, ένα τμήμα της εικόνας, που κατά τα άλλα έχει ολοκληρωθεί, αφήνεται στην κατάσταση ενός συνοπτικού σκίτσου. Η εντυπωσιακή αντίθεση ανάμεσα στην εκφραστική ένταση του ευγενικά στοχαστικού προσώπου και στη σκόπιμη αυστηρότητα της μορφής και του χώρου, μας επιτρέπει να σχηματίσουμε τη γνώμη, ότι το χέρι έχει μείνει σκόπιμα μισοτελειωμένο, για να εξουδετερώσει ένα στοιχείο ίσως ενοχλητικό. Ταυτόχρονα, είναι και ένας τρόπος για να κατανοήσουμε τη διαδικασία που ακολουθούσε ο καλλιτέχνης προκειμένου να ζωγραφίσει εικόνες σε μουσαμά.
Το θέμα του πληθωρικού πίνακα «Ο Βαλτάσαρ Κάρλος και ο νάνος του», (1631), είναι ο Δον Βαλτάσαρ Κάρλος, πρωτότοκος γιός του Φιλίππου Δ' και της Ελισάβετ της Γαλλίας. Ο ινφάντης είχε γεννηθεί όταν ο καλλιτέχνης έλειπε στο εξωτερικό και τώρα ήταν δεκαέξι μηνών. Εδώ ο Βελάσκεθ ξεκόβει από τον άκαμπτο παραδοσιακό τύπο των βασιλικών πορτραίτων και δημιουργεί μια ρευστή σύνθεση σε κίνηση και βάθος. Το παιδί που απεικονίζει είναι ντυμένο σαν μεγάλος. Φορά την επίσημη ζακέτα με το εμβληματικό περιλαίμιο. Φαίνεται να κινείται προς τα εμπρός με το χέρι στη λαβή του ξίφους. Πλάι του, πάνω σε ένα πολυτελές μαξιλάρι ακουμπά άκαμπτη η δερμάτινη περικεφαλαία του. Μια αντίρροπη κίνηση προσφέρεται από τον αυλικό νάνο που είναι ντυμένος σαν παιδί. Καθώς ο νάνος κοιτάζει προς τα πίσω για να δει τον βασιλικό κύριό του, κρατά στο ένα χέρι του ένα κρόταλο και στο άλλο ένα μήλο, μια παιχνιδιάρικη, αν όχι ειρωνική αναφορά στα σύμβολα της βασιλείας, το σκήπτρο και τη σφαίρα.
Ο εκπληκτικός πίνακας «Η παράδοση της Μπρέντα», γνωστός και με την ονομασία «Οι λόγχες», δημιουργήθηκε από τον Βελάσκεθ μεταξύ του 1633 και του 1635 σε ανάμνηση της παραδόσεως του ολλανδικού φρουρίου της Μπρέντα, από τον υπερασπιστή του Ιουστίνο του Νασσάου στον Αμβρόσιο Σπινόλα. Η παράδοση πραγματοποιήθηκε στις 5 Ιουνίου 1625 και σύμφωνα με τους όρους αποδόθηκαν στον ηττημένο στρατιωτικές τιμές. Στον πίνακα η μάχη έχει ήδη τελειώσει. Οι πρόσφατες πυρκαγιές σβήνουν βαθμιαία στο εκτεταμένο τοπίο, που κερδίζει σε βάθος με τη σειρά των λογχών του πρώτου επιπέδου. Η επίδραση της βενετσιάνικης ζωγραφικής, ιδιαίτερα του Βερονέζε, είναι φανερή, ενώ ορισμένα χαρακτηριστικά των μορφών θυμίζουν συνθέσεις του Θεοτοκόπουλου. Ο ζωγράφος τοποθετεί το κεντρικό επεισόδιο της συναντήσεως των δύο αρχηγών, στον ελεύθερο χώρο του τοπίου και το υπογραμμίζει, χωρίς να πέφτει στην συμβατικότητα, με την αρμονική κατανομή των μαζών.
Στο έργο του «Γυναίκα που ράβει», δεν είμαστε βέβαιοι ότι το μοντέλο ήταν η Φρανσέσκα, η κόρη του καλλιτέχνη. Ο πίνακας αυτός ταυτίζεται, ίσως με το «κεφάλι γυναίκας που ράβει», όπως αναφέρεται στον κατάλογο του εργαστηρίου του Βελάσκεθ. Περίεργη έκφραση, που σημαίνει πιθανότατα ότι μόνο το κεφάλι ήταν τελειωμένο, ενώ το φόντο, το ρούχο και το κάτω μέρος του πίνακα είχαν αφεθεί στην μορφή του προσχεδίου. Ο Βελάσκεθ αμέλησε να αποτελειώσει αυτό το έργο, αλλά δεν πρόκειται για έργο που αφέθηκε ηθελημένα ημιτελές για λόγους εκφράσεως, εκλογής ή ύφους, όπως συνέβη μερικές φορές, ιδιαίτερα στα πορτραίτα. Μας προσφέρει πολύτιμες ενδείξεις, σχετικά με τη διαδικασία που ακολουθούσε ο καλλιτέχνης, προκειμένου να δώσει μια οριστική μορφή στην έμπνευσή του. Μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη μέθοδο κατασκευής της εικόνας. Οι μεγάλες απλοποιημένες χρωματικές ζώνες στο κάτω μέρος, που κατευθύνονται λοξά προς το φόντο, μας δείχνουν την αρχή της δημιουργίας του κοίλου από όπου προβάλλουν το πρόσωπο, γερμένο στο μισόφωτο και ο όγκος των μαλλιών, όπου η επεξεργασία έχει ολοκληρωθεί. Η ενότητα της ατμόσφαιρας, που είναι γεμάτη ανησυχία, χαρακτηριστική της ζωγραφικής του Βελάσκεθ μετά το 1640, δεν υπάρχει παρά μόνο κατά ένα μέρος, στο κέντρο του πίνακα. Εκτός από το εξαιρετικό ενδιαφέρον του σαν επίδειξη ενός στυλ στη διάρκεια της δημιουργίας του, το έργο αυτό, αν και ατελείωτο, κατορθώνει να μας δώσει ανέπαφη ολόκληρη τη δύναμη της ποιητικής του Βελάσκεθ.
Το πορτραίτο του «Πάπα Ιννοκέντιου Ι'», έχει προκαλέσει πολλές διχογνωμίες και δεν ξέρουμε πώς να το τοποθετήσουμε μέσα στη σειρά των δεκαπέντε πορτραίτων του ποντίφικα, αυθεντικό ή και αντίγραφο, που μερικές φορές υπογράφονται από άλλους καλλιτέχνες. Εκτελέστηκε το 1650 στη Ρώμη, όπου ο βασιλιάς της Ισπανίας Φίλιππος Δ', είχε στείλει τον Βελάσκεθ για να αγοράσει έργα τέχνης. Το πρωτότυπο και οριστικό πορτραίτο, έξοχος πίνακας που παριστάνει τον πάπα καθισμένο σε στάση τριών τετάρτων, βρίσκεται σήμερα στην Πινακοθήκη Ντόρια Παμφίλι της Ρώμης. Ο Βελάσκεθ είχε μελετήσει την τέχνη του Τισιανού, ο τρόπος ωστόσο με τον οποίο το πινέλο του αποδίδει τη γυαλάδα του υφάσματος και η σιγουριά με την οποία αποτυπώνει στον μουσαμά την έκφραση του Πάπα, πείθουν πως εδώ έχουμε έναν ζωντανό άνθρωπο και όχι μια καλομελετημένη φόρμουλα. Τα ώριμα έργα του Βελάσκεθ βασίζονται στην τέχνη της πινελιάς και στην λεπτή αρμονία των χρωμάτων. Είναι γνωστό ακόμα, ότι ο Βελάσκεθ έφερε στην πατρίδα του μια αυτόγραφη επανάληψη του πορτραίτου σε μπούστο και ότι είχε για το έργο αυτό ξεχωριστή προτίμηση. Δεν μπορούμε ωστόσο, να το ταυτίσουμε με τον πίνακα της Ουάσιγκτον, αφού υπάρχει διαφορά, και στις διαστάσεις και στην ιστορία. Εδώ, έχουμε μάλλον μια σπουδή για το οριστικό πορτραίτο. Διαπιστώνονται κάποιες παραλλαγές και η έκφραση του προσώπου διαφέρει ελαφρά, αλλά αισθητά είναι πιο κλειστή και πιο αυστηρή. Άλλη περίεργη λεπτομέρεια, είναι η διαφορά στο χρώμα των ματιών. Εδώ τα μάτια τείνουν προς το καστανό, ενώ στο μεγάλο επίσημο πορτραίτο είναι σχεδόν γαλάζια. Παρά τις διαφορές αυτές, πρόκειται ίσως για ένα πρώτο προσχέδιο, επομένως για έργο όχι μόνο αυθεντικό, αλλά και ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αφού συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία αυτού του περίφημου πορτραίτου. Αξίζει να εκτιμήσουμε την ένταση του τόσο διαπεραστικού βλέμματος, την εξαιρετική ζωντάνια που αναδίνει το πρόσωπο, με τη συνοπτική και ταυτόχρονα φίνα κατασκευή που χαρακτηρίζει τον Βελάσκεθ. Ο καλλιτέχνης πλησιάζει εδώ φανερά το ιδανικό του, τον Τισιανό.
Στο έργο «Η ινφάντα Μαργαρίτα», (1653), η ηλικία της μικρής ινφάντας επιτρέπει να χρονολογήσουμε το πορτραίτο και να το αποδώσουμε στην πιο καλή περίοδο της δημιουργίας του Βελάσκεθ, στη Μαδρίτη. Ο καλλιτέχνης τότε εργαζόταν πολύ εντατικά, πνιγμένος στις επίσημες παραγγελίες, βρέθηκε στην ανάγκη να πάρει βοηθούς και συνεργάτες. Διαφορετική ήταν η περίπτωση του πίνακα αυτού, που αποτελεί ένα από τα πιο προσωπικά και πιο αυθεντικά δείγματα της εργασίας του Βελάσκεθ. Έχει όλη την αμεσότητα και την ειλικρίνεια που χαρακτηρίζουν τη δημιουργία του μεγάλου καλλιτέχνη. Ο τυπικός χαρακτήρας της αυλικής τέχνης, έχει σχεδόν ξεπεραστεί και αυτή η μικρή παιδική μορφή, συγκινητική και αυταρχική, είναι δοσμένη στον πίνακα με τη βαθιά εκείνη ένταση που έδινε στις προσωπογραφίες του ο Βελάσκεθ. Τόλμη και σιγουριά διακρίνουν τα πλούσια χρώματα της φορεσιάς, καθώς ξεκόβει από ένα φόντο που μόλις δηλώνεται από μερικές φευγαλέες λεπτομέρειες. Η μορφή έχει αποδοθεί με μια ευτυχισμένη και πηγαία απλότητα, σε μια ατμόσφαιρα εύθραυστης παιδικής γλυκύτητας. Ένα παλλόμενο φως, λούζει τα μαλακά ξανθά μαλλιά και το πρόσωπο, όπου τα χαρακτηριστικά των Βουρβόνων σχεδόν δεν ξεχωρίζουν.
Στον πίνακα, που είναι γνωστός με το όνομα «Las Meninas», (Οι Δεσποινίδες ή οι Κυρίες των Τιμών), (1656), βλέπουμε τον ίδιο τον Βελάσκεθ να ζωγραφίζει ένα μεγάλο έργο, και αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά, ανακαλύπτουμε, ότι ο καθρέπτης στο πίσω μέρος του εργαστηρίου δείχνει τον βασιλιά και τη βασίλισσα, που ποζάρουν στο ζωγράφο. Βλέπουμε εκείνο που βλέπουν αυτοί, ένα πλήθος κόσμου που μόλις μπήκε στο εργαστήρι. Είναι η μικρή τους κόρη, η ινφάντα Μαργαρίτα, ανάμεσα σε δύο Δεσποινίδες των Τιμών, που η μία της προσφέρει αναψυκτικά, ενώ η άλλη υποκλίνεται στους βασιλείς. Επίσης, βλέπουμε δύο νάνους, μια άσχημη γυναίκα και ένα αγόρι που παίζει με το σκυλί. Οι σοβαροί ενήλικες στο βάθος δείχνουν να επιβλέπουν το σωστό φέρσιμο των επισκεπτών. Την ινφάντα την έφεραν μπροστά στους βασιλείς, ίσως για να διασκεδάσει την ανία της πόζας. Η σημασία της σύνθεσης είναι, πως ο Βελάσκεθ ήθελε να σταματήσει μια πραγματική στιγμή μέσα στο χρόνο, πολύ πριν εφευρεθεί η φωτογραφική μηχανή.
Ο Βελάσκεθ, δεν είχε ανάγκη από τέτοια περιστατικά για να μεταμορφώσει την καταγραφή της πραγματικότητας σε ζωγραφικά αριστουργήματα. Δεν υπάρχει τίποτα το αντισυμβατικό σε ένα πορτραίτο όπως το έργο «Ο Πρίγκιπας Φίλιππος Πρόσπερος της Ισπανίας», (1659), που είναι δύο χρονών. Στο πρωτότυπο, οι διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου, από το πλούσιο περσικό χαλί ως τη βελούδινη καρέκλα, το παραπέτασμα, τα μανίκια και τα ροδαλά μάγουλα του παιδιού, μαζί με τους ψυχρούς και ασημένιους τόνους του άσπρου και του γκρι που σβήνουν στο βάθος, δημιουργούν μια μοναδική αρμονία. Ακόμα και ένα μικρό μοτίβο όπως το σκυλάκι πάνω στην κόκκινη καρέκλα, φανερώνει μια μαστοριά τόσο αβίαστη, όσο και θαυμαστή.
Κύριο έργο του ζωγράφου είχε γίνει πια η μελέτη της φύσης με μάτια πάντα φρέσκα και η ανακάλυψη όλο και καινούριων αρμονιών, χρωμάτων και φωτισμών. Σε αυτή τη νέα επίδοση, οι μεγάλοι ζωγράφοι της καθολικής Ευρώπης, βρέθηκαν να συμφωνούν με τους καλλιτέχνες της προτεσταντικής Ολλανδίας. Ο Βελάσκεθ, σπάνια ζωγράφιζε γυναίκες, σημειώνουμε τα πορτραίτα της γυναίκας του και της κόρης του. Εξαίρεση αποτελεί «Η Αφροδίτη με τον καθρέπτη», επιρροή από την βενετσιάνικη σχολή.
Η γοητεία της ζωγραφικής του βρίσκεται στον πίνακα, αυτόν καθαυτών και όχι στην ομορφιά των αντικειμένων που απεικονίζει. Ο Βελάσκεθ πέθανε στην Μαδρίτη στις 7 Αυγούστου 1660. Θεωρείται ο κορυφαίος ζωγράφος της Ισπανικής Σχολής και ένας από τους μεγαλύτερους του κόσμου.
Βιβλιογραφία:
E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Παλαιά Πινακοθήκη-Μόναχο), (Μουσείο Καλών Τεχνών-Βοστώνη), (Λούβρο-Παρίσι), (Εθνική Πινακοθήκη- Ουάσιγκτον), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι