Για την τέχνη του Μπαρόκ του 17ου αιώνα ωστόσο, ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει το στοιχείο της υπερβολής. Στα έργα της εποχής αποτυπώνονται έντονα και εκφραστικά συναισθήματα. Οι αναλογίες των μορφών- τις οποίες αναδείκνυε εμφατικά η τέχνη της Αναγέννησης- περνούν πλέον σε δεύτερη μοίρα και τη θέση του παίρνουν η κίνηση και η έκφραση των μορφών.
Κύριος εκφραστής της τέχνης του Μπαρόκ υπήρξε ο αρχιτέκτονας, γλύπτης και σκηνογράφος Gian Lorenzo Bernini. Τα έργα του είχαν σκοπό να προκαλέσουν την έκπληξη και τον θαυμασμό του θεατή. Το φως και η οργάνωση της σύνθεσης στον χώρο είχαν πολύ μεγάλη βαρύτητα στο σύνολο των έργων του καθώς και στην παρουσίαση τους. Η σκηνογραφική υπόσταση των γλυπτών του Bernini αποτέλεσε την υπογραφή του δίνοντας τις περισσότερες φορές δραματική υπόσταση στα γλυπτά του.
Με την άνθιση της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού κατά τον 18ο αιώνα, ξεκινάει στην Ευρώπη μια εποχή με έντονες αλλαγές στις αντιλήψεις των ανθρώπων απέναντι στον κόσμο και την ζωή. Αυτές οι αντιλήψεις, που βασίζονται στον ανθρώπινο ορθολογισμό, φέρνουν μαζί τους ένα πνεύμα εμπιστοσύνης στον ίδιο τον άνθρωπο και στην προσωπική του πρόοδο. Μέσα σε αυτά τα χρονικά πλαίσια εμφανίζεται το καλλιτεχνικό ρεύμα του Νεοκλασικισμού το οποίο εξέφρασε τους βασικούς προβληματισμούς και τις ιδέες της εποχής ενώ διήρκησε μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα εξέλιξης της εποχή του Διαφωτισμού η κεντρική κοσμοθεωρία αναφορικά με την τέχνη ήταν η ηθική και κοινωνική «αναγέννηση» του ανθρώπου. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από την επαναφορά των ιδανικών της αρχαίας Ελληνικής τέχνης. Έτσι, οι καλλιτέχνες του Νεοκλασικισμού μιμούμενοι τα βασικά στοιχεία της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, μιμούνταν και το ήθος, και την απλότητα τη ίδιας της φύσης.
Η γλυπτική του Νεοκλασικισμού ήταν έντονα επηρεασμένη από τις προσεγγίσεις το Βίνκελμαν, ο οποίος ήταν ο βασικός θεωρητικός της εποχής. Σύμφωνα με τον Βίνκελμαν, η ομορφιά και η αρμονία βρίσκονταν στα ιδεώδη της αρχαίας Ελληνικής και Ρωμαϊκής τέχνης. Η απλότητα, η ισορροπία και η αρμονία είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά αυτά. Όπως και στα αρχαία πρότυπα, η τέχνη του Νεοκλασικισμού βρίσκονταν στην «ιδέα» παρά στην εικονιστική απεικόνιση της κίνησης και της χροιάς. Οι καλλιτέχνες της εποχής, αναζητώντας την «αιωνιότητα» της ανθρώπινης μορφής, απέφευγαν τις πολλές λεπτομέρειες στη φόρμα και στην υφή των γλυπτών τους.
Το καλλιτεχνικό ρεύμα που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα είναι εκείνο του Ρομαντισμού το οποίο εκφράστηκε στα γεωγραφικά εδάφη της Αγγλίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας με ιδιαίτερο τρόπο σε κάθε ένα μέρος ξεχωριστά. Ο Ρομαντισμός, ως αντίποδας της σοβαρότητας και της αυστηρότητας που αναζητούσε στα αρχαία πρότυπα ο Νεοκλασικισμός, αναζητά πλέον το στοιχείο της παρόρμησης και προσπαθεί να δώσει περισσότερη έμφαση στο συναίσθημα.
Τα έντονα χαρακτηριστικά του Ρομαντισμού φαίνονται πρώτα στην τέχνη της ζωγραφικής. Στη γλυπτική, η εξελίξεις προχωρούν με πιο αργούς ρυθμούς με τα πρώτα έργα που εκφράζουν την διάθεση για απομάκρυνση από τις αρχές του Νεοκλασικισμού να εμφανίζονται γύρω στα 1831 στην ετήσια Έκθεση Καλών Τεχνών του Παρισιού.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα που εκδηλώνουν την προσπάθεια να αποδοθεί το δυναμικό και ελεύθερο πνεύμα του Ρομαντισμού έρχεται «δια χειρός» Jean Baptiste Carpeaux. Ο Carpeaux, στο έργο του «Ο Χορός» (1868) επιτυγχάνει την αποτύπωση της κίνησης, της χαράς και της αισιοδοξίας. Οι μορφές είναι αποδοσμένες με έντονα ρεαλιστικό τρόπο και έκδηλη χαρά πράγμα που προκάλεσε πολλά αρνητικά σχόλια ανάμεσα σε κάποιους από τους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Ο 19ος αιώνας αποτελεί μια περίοδο μεγάλων αντιθέσεων. Χαρακτηρίζεται από μεγάλες αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε προοδευτικούς και συντηρητικούς, σε φτωχούς και πλούσιους, κλπ. Υπήρχαν έντονες αντιθέσεις σε όλα τα επίπεδα. Μέσα σε αυτό το αντιτιθέμενο κλίμα, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στον χώρο της τέχνης έγινε και πάλι ο άνθρωπος και οι νέες συνθήκες της ζωής του.
Αυτή η στροφή στην ανθρώπινη καθημερινότητα οδήγησε, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τους καλλιτέχνες να απομακρυνθούν από το χαρμόσυνο και αισιόδοξο κλίμα του Ρομαντισμού και να αρχίσουν να ασχολούνται με τις καθημερινές ανθρώπινες σκηνές, δηλαδή την ωμή πραγματικότητα. Κάπως έτσι γεννιέται το καλλιτεχνικό ρεύμα του Ρεαλισμού.
Ο Ρεαλισμός έφερε τεράστια επανάσταση στον χώρο της τέχνης. Σε αντίθεση με τη ρεαλιστική τάση της περιόδου του Μπαρόκ που προσέβλεπε σε μια θεματική και εικαστική ελευθερία της απόδοσης της μορφής, το καλλιτεχνικό ρεύμα του Ρεαλισμού στοχεύει στο να αποδώσει τη ζωή και τον άνθρωπο όπως είναι. Χαρακτηριστική διαφορά ως προς τα προϋπάρχοντα καλλιτεχνικά ρεύματα αποτελεί η θεματολογία του ρεύματος μιας και δεν δανείζεται ιστορικές σκηνές και εξιδανικευμένες φιγούρες αλλά περιγράφει τον καθημερινό άνθρωπο, τον εργάτη, τον άνθρωπο που προσπαθεί να επιβιώσει.
Ακόμη μια φορά η ζωγραφική του Ρεαλισμού προηγείται της γλυπτικής. Οι πρώτες ρεαλιστικές γλυπτικές εκφράσεις εμφανίζονται μετά το 1880. Όπως και στη ζωγραφική, η ρεαλιστική γλυπτική παρουσιάζει εικονιστικά τον άνθρωπο που πάσχει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανθρώπινης οδύνης αποτελεί το έργο του Βέλγου καλλιτέχνη Constantin Meunier που προβάλει την εργατική τάξη μέσα από τη σύνθεση του θρήνου της πενθούσας συντρόφου ενός εργάτη που έχει σκοτωθεί σε εργατικό ατύχημα.
Ως συνέχεια του ρεύματος του Ρεαλισμού ήρθε ο Ιμπρεσιονισμός που δημιουργήθηκε από μια γενιά νέων καλλιτεχνών όπως ο Cezanne, ο Monet, ο Renoir, και άλλοι ανάμεσα στο 1830 και το 1853. Οι καλλιτέχνες του Ιμπρεσιονισμού ήθελαν να μεταδώσουν στον θεατή την εντύπωση του κόσμου αλλά αυτή τη φορά όπως την αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι.
Ο Ιμπρεσιονισμός αποτελεί ένα καλλιτεχνικό ρεύμα με τολμηρές αφαιρετικές τάσεις, τολμηρές διαφορές ως προς τη σύνθεση, διαφορές στην απόδοση του βάθους και έντονη απουσία στο εικονιστικό πλάσιμο των μορφών. Δεδομένου του σκοπού να μεταδοθεί η πρώτη εντύπωση των πραγμάτων, οι ιμπρεσιονιστές καλλιτέχνες δούλευαν σε εξωτερικούς χώρους, στο ύπαιθρο και έδιναν μεγάλη βαρύτητα στο φως της ημέρας.
Στους καλλιτέχνες αυτής της εποχής ανήκει και ο γλύπτης Auguste Rodin ο οποίος θεωρείται και ο πατέρας της σύγχρονης γλυπτικής. Ο Rodin βασισμένος στις γνώσεις του περί της ανθρώπινης μορφής και καθοδηγούμενος από τη μελέτη του από τα κλασικά έργα της αρχαιότητας έδωσε μεγάλη έμφαση στην εικονιστική απόδοση της ανθρώπινης μορφής καταφέρνοντας ταυτοχρόνως να παρακολουθεί και τις εξελίξεις των ιμπρεσιονιστών καλλιτεχνών της εποχής χωρίς όμως ο ίδιος να θεωρηθεί ποτέ ιμπρεσιονιστής καλλιτέχνης.
Οι αρχές του Ιμπρεσιονισμού περιγράφονται με ακρίβεια στα έργα του γλύπτη Medardo Rosso. Ο Rosso, προσπάθησε να αποδώσει το εφήμερο στοιχείο της καθημερινής ζωής. Για να το επιτύχει αυτό χρησιμοποιεί εύπλαστο κερί με σκοπό να δημιουργήσει την εντύπωση μορφών που ρέουν δημιουργώντας απροσδιόριστες επιφάνειες . Χαρακτηριστικό του έργο είναι «ο Εκδότης» του 1894 που είναι κερί πάνω σε γύψο και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Ο Ιμπρεσιονισμός φέροντας τους καλλιτέχνες σε επαφή με την πραγματική ζωή τον απελευθέρωσε ταυτοχρόνως και από τις ισχυρές προκαταλήψεις του ακαδημαϊσμού. Έτσι επέτρεψαν σε καλλιτέχνες όπως ο Cezanne, ο Van Gogh ή ο Gauguin να στραφούν και σε άλλες κατευθύνσεις. Αυτές οι κατευθύνσεις οδήγησαν στο ρεύμα το Μετα-ιμπρεσιονισμού θέτοντας τον ακρογωνιαίο λίθο για την τέχνη του 20ου αιώνα.O Μετα- ιμπρεσιονισμός συνέχισε να ενδιαφέρεται για την καθημερινή ζωή αλλά απαρνήθηκε το στοιχείο της «πρώτης εντύπωσης» του ιμπρεσιονισμού αναζητώντας κυρίως τα περισσότερο μόνιμα στοιχεία της καθημερινής ζωής.
Εάν θα θέλαμε να περιγράψουμε με μια λέξη την τάση που επικρατεί στην κοινωνία του 19ου αιώνα, αυτή τα ήταν η «αστικοποίηση». Αυτή η τάση της μετακίνησης στα μεγάλα αστικά κέντρα έφερε πολλές αλλαγές αλλά και σημαντικές καινοτομίες. Η έννοια του «καινούριου» αποτυπώθηκε και στον χώρο της τέχνης.
Η τέχνη που επικρατεί αυτή την εποχής, η Art Nouveau (Νέα Τέχνη) χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση των προτύπων της αρχαιότητας. Οι καλλιτέχνες δεν ενδιαφέρονται πια για συμμετρία αλλά στρέφονται σε πιο ανάλαφρες γραμμές και δίνουν περισσότερη έμφαση στα διακοσμητικά στοιχεία των έργων εμπνεόμενοι από το φυτικό και ζωικό βασίλειο. Σταδιακά αρχίζουν να φαίνονται και οι πρώτες συντεχνίες που εισάγουν τις εφαρμοσμένες τέχνες με το κίνημα «arts and crafts» που ξεκινά από την Αγγλία.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914 έφερε μεγάλες αλλαγές και αναταραχές στον Ευρωπαϊκό κόσμο που βούλιαζε όλο και περισσότερο στην αβεβαιότητα παρασύροντας σε μια δίνη τεσσάρων ετών όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες καθώς και τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Το τέλος του δεν επανέφερε τα πράγματα στην αρχική τους ισορροπία αλλά επέφερε μια ολοκληρωτική πολιτιστική αλλαγή. Έτσι δημιουργήθηκαν οι συνθήκες της τέχνης του 20ου αιώνα.
Μέσα σε αυτό το πολεμικό κλίμα γεννιέται η τέχνη του 20ου αιώνα με τα πολλά εναλλασσόμενα καλλιτεχνικά της ρεύματα. Οι καλλιτέχνες αναζητούν την πραγματικότητα και προσπαθούν να εκφράσουν μέσα από τα έργα τους να επικοινωνήσουν και να αναζητήσουν την αλήθεια.
Στη προσπάθειά τους αυτή πειραματίζονται εκφραστικά χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα, όπως συμβαίνει με το καλλιτεχνικό ρεύμα του Φωβισμού. Αναζητούν τρόπους να εκφραστούν όπως γίνεται στον Εξπρεσιονισμό ή πειραματίζονται με το να ξεφύγουν εντελώς από την εικονιστική προσέγγιση όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο κίνημα του Κυβισμού.
Οι καλλιτέχνες της Μοντέρνας Τέχνης δεν ανατρέχουν στην παρατήρηση της φύσης και στην ρεαλιστική απόδοσή της. Αναζητούν πρότυπα σε μακρινούς πολιτισμούς, στην πρωτόγονη τέχνη, στην τέχνη των παιδιών και γενικότερα σε οτιδήποτε διαφορετικό από τις πάλαι ποτέ σταθερές αξίες του Ευρωπαϊκού δυτικού πολιτισμού.
Οι πρώτοι καλλιτέχνες που ανατρέχουν σε αυτά τα πρότυπα είναι κατά κύριο λόγο ζωγράφοι όπως ο Matisse ή ο Picasso. Το έργο του Paul Gauguin «Οβίρι» (1891- 1894) εκτέθηκε στο Σαλόν του Φθινοπώρου ως ένδειξη μιας νέας γλυπτικής τέχνης με δικούς της κανόνες που δεν συνάδουν με τις αρχές της ακαδημαϊκής γλυπτικής και πλησιάζουν φορμαλιστικά σε μη δυτικούς πολιτισμούς.
Τα έργα του Pablo Picasso άσκησαν μια από τις ισχυρότερες επιρροές στην γλυπτική του 20ου αιώνα. Ο Picasso δεν βασίστηκε ούτε στις παραδοσιακές θεματολογίες, ούτε και στα παραδοσιακά υλικά της τέχνης. Χρησιμοποίησε ένα πλήθος υλικών όπως το ξύλο, το μέταλλο, το σχοινί ή άλλα έτοιμα αντικείμενα και τα συναρμολόγησε μεταξύ τους («assemblage»).
Έτσι, για πρώτη φορά στον χώρο της γλυπτικής το έργο δεν έχει λαξευτεί ή πλαστεί αλλά έχει συναρμολογηθεί από άλλα έτοιμα αντικείμενα προκειμένου να επιτευχθεί η τελική του μορφή. Αυτές είναι και οι αρχές της τέχνης του Κολάζ που επηρέασε το σύνολο της τέχνης του 20ου αιώνα. Οι μορφές τόσο στο σύνολο της τέχνης όσο και συγκεκριμένα στην τέχνη της γλυπτικής ξεκινούν να γίνονται πιο αφηρημένες και πολύ λιγότερο εικονιστικές.
Η Ευρωπαϊκή πρωτοπορία ήταν γνωστή και στο Αμερικανικό κοινό. Το 1936 υπήρξαν κάποιες καθοριστικές για τον χώρο της τέχνης εκθέσεις με έργα του Κυβισμού, του Ντανταϊσμού, του Σουρεαλισμού και άλλων καλλιτεχνικών ρευμάτων. Η πιο έντονη επιρροή όμως στο Αμερικανικό κοινό ασκήθηκε κατά την περίοδο του μεσοπολέμου με τους διαφόρους λόγιους και καλλιτέχνες Ευρωπαίους να μεταναστεύουν στην ελεύθερη Αμερική. Ο καλλιτέχνης Marcel Duchamp βρίσκονταν στο Αμερικανικό έδαφος ήδη από το 1915 αναζητώντας μια νέα πνοή για την τέχνη.
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με την Αμερική να βρίσκεται σε σαφώς καλύτερη οικονομική κατάσταση από αυτή της γηραιάς ηπείρου ο βασικότερος καλλιτεχνικός πόλος μεταφέρεται στην πλέον ισχυρότερη Αμερική. Το καλλιτεχνικό ρεύμα της Αφαίρεσης που δεν είχε καταφέρει να εκτιμηθεί στο Ευρωπαϊκό έδαφος εκτιμάται πλέον στην Αμερική και η τέχνη παίρνει νέες κατευθύνσεις.
Ένας καλλιτέχνης αυτής της χρονικής περιόδου είναι και ο Βρετανός Henry Moore του οποίου το έργο και η συμβολή στον χώρο της γλυπτικής αναγνωρίστηκε παγκοσμίως. Ο Moore ασχολείται με την ανθρώπινη μορφή αναζητώντας μέσα της αρχέγονα σχήματα. Δημιουργεί ανθρωπόμορφα γλυπτά με έμφαση στη φόρμα παρά στην εικονιστική τους προσέγγιση χρησιμοποιώντας κοιλότητες, καμπύλες και τρύπες προκειμένου να τα αποδώσει.
Ένας καλλιτέχνης, από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του 20ου αιώνα, ήταν ο Alberto Giacometti. Ο καλλιτέχνης είχε έντονες επιρροές από τον Κυβισμό, τον Κονστρουκτιβισμό αλλά και τον σουρεαλισμό. Οι μορφές του είχαν τραχιά υφή και ήταν σκελετώδεις. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στο έργο του Giacometti, που αποτελεί και μεγάλη καινοτομία στον χώρο της γλυπτικής.
Ο καλλιτέχνης προσπάθησε να αποδώσει την μορφή με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται στην πραγματικότητα ο θεατής και έτσι εισήγαγε την έννοια της «απόστασης». Οι ψηλόλιγνες μορφές του δημιουργούν μια αίσθηση διαφάνειας και μοναχικότητας όπως φαίνονται στο μάτι του θεατή από μακριά. Ακόμα και εάν τις πλησιάσουμε παραμένουν να φαίνονται αποστασιοποιημένες.
Για να προχωρήσουμε παρακάτω, θα πρέπει πρώτα να θέσουμε τα όρια ανάμεσα στην ιστορία της τέχνης από την περίοδο που χοντρικά ονομάζουμε Μοντερνισμό μέχρι και την Σύγχρονη Τέχνη (contemporary art) που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Αυτός ο διαχωρισμός, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θέματα που προβληματίζει τους ειδικούς της τέχνης σήμερα μιας και είναι κάπως παράδοξο να μιλάμε με ιστορικούς όρους για την τέχνη που εξελίσσεται χρονολογικά μέσα στην εποχή που βιώνουμε.
Έτσι λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας που ασχολείται με την τέχνη, ιδιαίτερα μέσα στη δεκαετία του '60, χρησιμοποιεί το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σαν χρονική περίοδο- κλειδί για να περιγράψει την αλλαγή της ιστορίας της τέχνης ως μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικό- πολιτικής αλλαγής που ενδυνάμωσε τις Ηνωμένες πολιτείες κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του πολέμου ιδιαίτερα με το τέλος της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας.
Από τα γραπτά των ιστορικών, των επιμελητών καθώς και των ίδιων των καλλιτεχνών συμπεραίνουμε πως η τέχνη που σήμερα ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη (contemporary art) δεν είναι εύκολο να περιγραφεί με ιστορικούς όρους. Ιδιαίτερα από το τέλος της δεκαετίας του ΄60 και μέσα στη δεκαετία του '70 οι κοινωνικές δομές και οι πολιτικές αλλαγές είναι τόσο έντονες που στρέφουν του καλλιτέχνες να αναπτύξουν νέους τρόπους εικαστικής έκφρασης χρησιμοποιώντας τις περισσότερες φορές μια καινούρια εικαστική γλώσσα που περιλαμβάνει έντονα τα στοιχεία της διαμαρτυρίας.
Σε ένα νέο επίπεδο, οι σύγχρονοι καλλιτέχνες εκφράζονται με το ίδιο τους το σώμα (performance art) και έτσι δεν μιλάμε πλέον για μια «μιμητική» παραστατική τέχνη αλλά για μια τέχνη «ζωντανή». Αυτή η στροφή στη σημασία της χειρονομίας στο έργο του καλλιτέχνη βρίσκει τις ρίζες της στο έργο του Γάλλου καλλιτέχνη Marcel Duchamp. Ο Duchamp εισήγαγε την έννοια της ιδέας ως κεντρικό σημείο της καλλιτεχνικής πρακτικής και όρισε το αντικείμενο ως αυτόνομο έργο τέχνης το οποίο ορίζει ο καλλιτέχνης.
Αυτή η «στροφή» στην απεικόνιση της ιδέας με τρόπο έμμεσο και μη παραστατικό κυριάρχησε σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου. Φυσικά, εξακολουθούν να υπάρχουν σύγχρονα εικονιστικά παραδείγματα και μορφές τόσο στην ζωγραφική όσο και στη γλυπτική. Ένα παράδειγμα εικονιστικής γλυπτικής αποτελούν τα έργα του Αυστριακού ζωγράφου, γλύπτη και φωτογράφου Manfred "KILI" Kielnhofer «Οι Φρουροί του χρόνου», τα οποία έχουν έντονη εικονιστική διάθεση αλλά συνδυάζουν ταυτόχρονα και την προσπάθεια της απόδοσης των βαθύτερων σκέψεων του καλλιτέχνη στο έργο του.
Αναστασία Βουτσά (Εικαστικός- Μουσειολόγος)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
- Gombrich, E.H., (16th ed) The Story of Art, Phaidon Press Limited, London, 1964.
- Jones, A. (ed), A Companion to Contemporary Art Since 1945, Blackwell Publishing, 2006.
- Kloss, W., A History of European Art, The Teaching Company, 2005.
- Schneider, L., (5th ed) A History of Western Art, McGraw, New York, 2011.
- Κοκκόρου- Αλευρά, Γ., (3η έκδοση) Η Τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας; Σύντομη Ιστορία 1050- 50 π.Χ., Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1990.