Στα δεκαεπτά της ξαφνικά συνειδητοποίησε και αποφάσισε ότι θέλει να γίνει ζωγράφος, καθώς, όπως η ίδια χαρακτηριστικά σημείωνε, «Μ? άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ η ποίηση. Κοντά στ? αδέλφια μου ζωγράφιζα κι εγώ. Κρυφά ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινότανε τόσο άπιαστα μεγάλο, που δεν μπορούσε λογικά να χωρέσει το μυαλό μου. Ό,τι έβλεπα έλεγα: ?Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω?. Και πολλές φορές έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασία. Δεν ήξερα ότι άλλο πράμα ήταν η τέχνη. Και μια μέρα σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ένα ερώτημα ?Kι αν γίνω ζωγράφος;? Χίλιες καμπάνες χτυπήσανε μέσα μου κι έχασα τον κόσμο. Από τότε δεν είχα τίποτε άλλο στο μυαλό μου νύχτα μέρα?».
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εγγραφή της (1936) στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο ζωγραφικής με τον Παρθένη, όπου «ήταν η πρώτη φορά που αντιλήφθηκε ότι ένα σχέδιο έχει φως και σκιά με μία γραμμή μόνο», και στο Εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού, όπου αγάπησε τη χαρακτική καθώς εξασκήθηκε στην ξυλογραφία, την τυπογραφία και την τέχνη του βιβλίου.
Οι δημιουργίες της Κατράκη μπορούν να χωριστούν σε δύο περιόδους από την άποψη της τεχνικής. Μέχρι και λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 χάραζε στο ξύλο και μετά στην ίδια την πέτρα επί τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια, μια τεχνική πρωτότυπη, στην οποία αναγνωρίζεται η «απόλυτη καλλιτεχνική δεξιοτεχνία» της χαράκτριας, συνδυασμένη με «οξυδερκή ελευθερία». Αυτή η επιλογή απελευθέρωσε τη χαρακτική από τους καταναγκασμούς της τυπογραφίας και της διαφήμισης και έφερε το έργο της, σε ό,τι αφορά το ύφος και την τεχνοτροπία, πιο κοντά στις αρχέγονες προϊστορικές μορφές και συνθέσεις. Όπως έλεγε και εκείνη «Πάντα μου άρεσε ένα πράγμα. Να μιλάει το υλικό μόνο του τη δική του γλώσσα».
Μετά το πρώτο βραβείο της 33ης Μπιενάλε της Βενετίας (το 1966), η καλλιτέχνις εξορίστηκε το 1967 από τη χούντα στη Γυάρο. «Πώς να περιγράψω την κόλαση στα Γιούρα;» σημειώνει η ίδια. «Έμεινα εννιάμιση μήνες εκεί, τότε μάλιστα είχε διαδοθεί ότι τρελάθηκα? Ήταν ένα νησί περίεργο. Σε όλο το διάστημα που έμεινα δεν είδα ούτε ένα πουλί να περνάει? Οι θάλαμοι βρομάγανε και μας έφερναν νερό με βαρέλια από μηχανόλαδο καραβιών. Πείνα, δίψα, άλλοι δαρμένοι, άλλοι τραυματισμένοι, ήταν κάτι το φρικιαστικό. Στην αρχή έφτιαχνα καπέλα από άγρια βούρλα? Ύστερα ανακάλυψα τα βότσαλα». Υπήρξε μία τραγική περίοδος της ζωής της που την περιέγραψε γλαφυρά στις ενότητες «Πλατυτέρα», «Δάσος», «Καταστάσεις», «Αναμονή», «Παναγία», «Ίκαρος», «Συντεταγμένες», αλλά και σε σχέδια που φιλοτέχνησε επιτόπου στη Γυάρο, καθώς και στα πιο ελεύθερα σε σχέδιο βότσαλα που μάζευε η ίδια στην παραλία του νησιού του μαρτυρίου.
Είναι γεγονός ότι τα έργα της Κατράκη αναφέρονται σε πανανθρώπινες και διαχρονικές αξίες, φορείς σκέψεων και στόχων, ιδανικών και συναισθημάτων που αποδίδονται με πρωτοφανή μνημειακότητα όσον αφορά, κυρίως, στην ανθρώπινη μορφή, η οποία ανυψώνεται σε καθολικό σύμβολο. Υπάρχουν πολλοί μελετητές που ανάγουν τις επιμηκυσμένες, αρχετυπικές μορφές των συνθέσεών της στα κυκλαδικά ειδώλια, κάτι που ενισχύεται από τη μελέτη και το ενδιαφέρον της για την κυκλαδική τέχνη. Τα θέματα των έργων είναι έμφορτα εννοιών, όπως η μοναξιά της ύπαρξης, η επαφή και το αλληλέγγυο, η πυκνή ουσία της ζωής και το αναπόφευκτο του θανάτου.
Την πορεία της συνθέτουν πολυάριθμες εκθέσεις, ατομικές και ομαδικές, όπως η συμμετοχή της στη Διεθνή Έκθεση του Καΐρου, η έκθεση Grekist Konst στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Στοκχόλμης, η πρώτη έκθεση της ομάδας «Στάθμη» στο Ζάππειο κ.α., λευκώματα, ποιήματα και βιβλία που εικονογράφησε, προσωπικοί αγώνες μέσω της τέχνης με σκοπό τη συμβολή της στην Εθνική Αντίσταση, καθώς και εθνικές και διεθνείς διακρίσεις.
Την ουσία της τέχνης της αποτύπωσε εύστοχα η Ελένη Βακαλό, το 1980, με τα εξής λόγια: «Φτάσαμε σ? ένα κεντρικό θέμα για την ερμηνεία της δουλειάς της Βάσως. Ότι είναι έργο γυναικείο. Συνήθως, όταν το λένε αυτό, εννοούν τις εντελώς διαφορετικές ιδιότητες από κείνες που ίσα-ίσα έδειξε η Βάσω σε όλο της το έργο... Το λεπτό, το εύθραυστο, το συναισθηματικό ή και αισθηματολογικό, η μικρή κλίμακα, το κεντίδι, αποδίδονται συνήθως στη γυναικεία τέχνη. Το μνημειακό, η αδρότητα, η δύναμη της τέχνης στης Βάσως, αντίθετα, από αυτή την άποψη την κάνουν σπάνια αρρενωπή... Ιδού τι είναι βαθύτατα γυναικείο. Η σωματική αίσθηση της πλατιάς αγκαλιάς που αποδέχεται και μας κάνει έτσι να νοιώθομε, να σκεφτόμαστε, να πράττομε, με σταθερό μέγεθος αυτή την αποδοχή των συγκεκριμένων, όσων στην ύλη, στη γη, στους ανθρώπους».
Βιβλιογραφία
- Βακαλό Ελ., Κριτική εικαστικών τεχνών, τομ. Α΄, Αθήνα 1996.
- Μπόλης Γ., Βάσω Κατράκη. Σύγχρονοι Έλληνες Εικαστικοί, Τα Νέα, Αθήνα 2009.
- Σταυρόπουλος Κ., Βάσω Κατράκη. Κορυφαία ερμηνεύτρια της ανθρώπινης τραγωδίας, κατάλογος έκθεσης, Πινακοθήκη Πιερίδη, Αθήνα 1998.
- www.vassokatraki.gr