Τετάρτη, 19 Ιανουαρίου 2011 17:21

Η έννοια του «κιτς» - Πόσο ανεκτική είναι η σύγχρονη κοινωνία στην εικόνα του και τους συμβολισμούς του

Γράφτηκε από  Αλέξανδρος Κεφαλάς

«Το κιτς είναι μέρος της ανθρώπινης μοίρας» είχε πει κάποτε ο Κούντερα. Μα τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο Κιτς; Σίγουρα η λέξη ηχεί οικεία στα αυτιά του Νεοέλληνα που την έχει υιοθετήσει στο καθημερινό του λεξιλόγιο («κιτσαριό»).

Η προέλευση της λέξης είναι πιθανότατα γερμανική (Kitsch) και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1870 στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου για να περιγράψει το κακόγουστο και το υπερβολικό στην τέχνη. Το γερμανικό ρήμα Kitschen σημαίνει μαζεύω λάσπη και ο όρος Kitsch πιθανόν χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς λόγιους για να περιγράψει την συλλεκτική μανία των τουριστών που περιόδευαν κατά εκατοντάδες τότε στην Γηραιά Ήπειρο αγοράζοντας αδιακρίτως έργα τέχνης. Ο όρος είχε για χρόνια λησμονηθεί μέχρι τη δεκαετία του ?30 που άρχισε και πάλι να χρησιμοποιείται. Η χρήση του επεκτάθηκε εν γένει και στην αισθητική των πραγμάτων περιγράφοντας το επιτηδευμένο, ψεύτικο, επιφανειακό, και ευτελές που έχει ως μοναδικό σκοπό το οικονομικό όφελος και την τέρψη του θεατή. Ο Αμερικανός ιστορικός τέχνης Κλέμεντ Γκρήνμπεργκ συγκλίνει σε αυτή την άποψη λέγοντας πως «Το κιτς είναι η επιτομή όλων όσα είναι κίβδηλα στη σύγχρονη ζωή».Συνεπώς συνδυάζοντας τις δύο δηλώσεις (αυτή του Κούντερα και του Γκρήνμπεργκ) καταλήγουμε πως και το κίβδηλο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Εννοιολογικά, λοιπόν, ο όρος ξεφεύγει από τα πλαίσια της αισθητικής αντίληψης στην τέχνη και καλείται πλέον να προσδιορίσει ανθρώπινες καταστάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές.

kitsch1Στην σύγχρονη κοινωνία με τον όρο κιτς συνήθως περιγράφουμε όχι μόνο την έλλειψη καλού γούστου, αλλά την πνευματική και πολιτισμική «σαβούρα» που έχει κατακλύσει κάθε έκφανση της ζωής μας. Το καλό γούστο δεν είναι έμφυτο. Διδάσκεται με την παιδεία και τη μόρφωση. Η απόκτηση του είναι συχνά μια επίπονη και μακροχρόνια διαδικασία. Συνεπώς δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε όσους το στερούνται εν αγνοία τους γιατί δεν είχαν την ευκαιρία και τα μέσα να το διδαχθούν. Το κιτς δεν περιγράφει μια τέτοια απουσία καλού γούστου. Περιγράφει την εσκεμμένη έλλειψη καλού γούστου σε συνδυασμό με το ψέμα και τη χυδαία, σχεδόν, επιμονή όσων είναι άσχετοι με την αισθητική, την τέχνη, την παιδεία και τον πολιτισμό εν γένει, να αποδείξουν πως δεν είναι.

Η σύγχρονη μας μεταμοντέρνα τέχνη είναι ανεκτική αρκετά σε κιτς προσεγγίσεις νεό-ποπ καλλιτεχνών και ακραίων δημιουργημάτων που ακροβατούν μεταξύ υπερβολής και ιλαρότητας. Η απουσία συγκεκριμένων εικαστικών κριτηρίων και ο καταιγισμός από μία πληθώρα καλλιτεχνικών ρευμάτων και τάσεων, καθιστούν συχνά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη διάκριση του κιτς ακόμα και μέσα στην ίδια την τέχνη. Έργα που διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά του κακόγουστου και εξεζητημένου εκτίθενται με περηφάνια στις γκαλερί και στα μουσεία Σύγχρονης Τέχνης. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν είναι σημείο των καιρών μας. Το κίνημα του Μανιερισμού για παράδειγμα (η σύντομη περίοδος μεταξύ Αναγέννησης και Μπαρόκ) όπως και το Ροκοκό που ακολούθησε το Μπαρόκ χαρακτηρίστηκαν ως ανάλαφρα και επιφανειακά κινήματα από πολλούς μελετητές. Τι γίνεται όμως με την κοινωνία μας;

Η σύγχρονη κοινωνία, που ρίχνει το κέντρο βάρος της στα υλικά αγαθά και άγεται και φέρεται από την άκρατη καταναλωτική μανία των μελών της, παρουσιάζει αρκετά σημεία κιτς τόσο στην αισθητική όσο και στην συμπεριφορά της. Οι πολίτες του κόσμου έχουμε γίνει ανεκτικοί σε εικόνες ασχήμιας και χυδαίας συμπεριφοράς βομβαρδιζόμενοι καθημερινά από τα ΜΜΕ με αυτές. Η εικονική αυτή «ανοσία» οδηγεί σιωπηλά στην ανοχή και κατά συνέπεια στην αποδοχή μιας νοσηρής κατάστασης. Η ελληνική τηλεόραση, καθρέφτης για πολλούς της κοινωνίας μας, τα τελευταία χρόνια επιδίδεται σε ένα ανηλεή αγώνα επιβολής κιτς προτύπων. Ο ρόλος της απαίδευτης «ξανθιάς» παρουσιάστριας που έχει την αναγνωρισιμότητα του κοινού και αμείβεται πλουσιοπάροχα για να χασκογελά, για παράδειγμα, όταν προβάλλεται συστηματικά καλλιεργεί αυτόματα στον θεατή ένα νέο σύστημα αξιών: Δεν χρειάζεται να κοπιάσεις για να μορφωθείς, να σπουδάσεις, να καλλιεργηθείς για να επιτύχεις κάτι, τουναντίον. Αν συμμορφωθείς με ένα συγκεκριμένο μοντέλο ανθρώπου, προς τέρψιν και βρώσιν του φιλοθεάμονος κοινού, έχεις επιτύχει.

kitsch3Δεν είναι τυχαίο πως η νέα γενιά υιοθετεί το κιτς όλο και περισσότερο, τόσο στην εμφάνιση όσο και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, πως στον όρο Νεοέλληνας έχουμε αποδώσει αρνητική χροιά, αφού συμβολίζει όλα εκείνα τα στοιχεία που εξάρει η έννοια του κιτς: απουσία αισθητικής, παιδείας, εύκολος πλουτισμός, χυδαία επίδειξη, εξεζητημένη συμπεριφορά. Οι ανατολίτικες επιδράσεις, τόσο εμφανείς στη νεοελληνική κουλτούρα, σε συνδυασμό με την απότομη μετάβαση της χώρας από την αγροτική οικονομία στην αστικοποίηση, και την απελπισμένη αναζήτηση εθνικής αλλά και κοινωνικής ταυτότητας πολύ φοβάμαι πως συνετέλεσαν κι αυτά στην κιτς συμπεριφορά του Νεοέλληνα.

Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε γύρω μας για να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ή κοινωνία μας ανέχεται το κιτς και τους συμβολισμούς του. Το κιτς έχει διεισδύσει και με τα χρόνια εδραιωθεί σε κάθε έκφανση της κοινωνίας, από την αισθητική των πόλεων μας μέχρι τα προϊόντα του πολιτισμού και την ενημέρωση μας. Όλοι μας έχουμε γίνει μάρτυρες κιτς συμπεριφορών: το σεμέν μηχανής πάνω στην πανάκριβη Plasma τηλεόραση, η γκλίτσα μέσα στο μινιμαλιστικό σαλόνι, τα γύψινα αγαλματάκια σε υπερπολυτελείς βίλες νεόπλουτων, τα εξεζητημένα αξεσουάρ και οι κομμώσεις των μόδιστρων που απευθύνονται καθαρά στον χώρο του θεάματος αγνοώντας επιδεικτικά το μέσο πολίτη, η αυτάρεσκη συμπεριφορά απαίδευτων ΤV «περσόνων» στα διάφορα πάνελ κλπ. Τόσο η αισθητική όσο και η κοινωνική συμπεριφορά του Νεοέλληνα βρίθουν από κιτς συμβολισμούς. Όσο λοιπόν ανεχόμαστε άκριτα τα πρότυπα που μας επιβάλλουν το κιτς θα εξακολουθεί να κυριαρχεί στη ζωή μας επιβεβαιώνοντας τον Κούντερα.

 

Βιβλιογραφία:

"Έννοιες της Μοντέρνας Τέχνης" επιμέλεια Νίκος Στάγκος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2003

"A History of Modern Art" H.H. Arnason & Marla F. Prather, 4th edition, Thames & Hudson, 2001.