Amour

 

Η τελευταία ταινία του Μίκαελ Χάνεκε ‘Αγάπη’ κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας στη φετινή διοργάνωση των βραβείων.  Η πρωταγωνίστριά της ταινίας, η εξαιρετική Εμμανουέλ Ρίβα, είχε επίσης προταθεί στην κατηγορία του Α’ γυναικείου ρόλου. Παρόλο που τα Όσκαρ συνήθως μας παραπέμπουν στον εμπορικό κινηματογράφο, η συγκεκριμένη ταινία αποτέλεσε έκπληξη, αφού στο σύνολό της είναι ένα κινηματογραφικό κομψοτέχνημα. Η υπόθεση του έργου είναι, θα λέγαμε, ένα υπαρξιακό πείραμα, που θέτει υπό συζήτηση το ανεπίλυτο ζήτημα: τι είναι τελικά αγάπη;  Ο πολύ αξιόλογος δραματουργός και σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε (ο οποίος έχει σπουδάσει θέατρο, φιλοσοφία και ψυχολογία) μας ανοίγει για άλλη μια φορά τα μάτια, σε έναν κόσμο σκοτεινό, αλλά πέρα για πέρα ρεαλιστικό. Ο Χάνεκε καταπιάνεται σχεδόν εμμονικά με ‘δύσκολα θέματα’, αυτά που το φανατικό κοινό των μπλοκμπάστερ και η βιομηχανία του θεάματος δεν συμπαθούν καθόλου. Η ταινία είναι συγκινητική αλλά ταυτόχρονα ψυχρή και δύσπεπτη για στομάχια που λιγουρεύονται ποπ-κορν. Δεν έχει χάπι εντ και δεν αποκρύπτει το γεγονός ότι μιλά για τον θάνατο.

Διαβάστε περισσότερα: Amour

2012

Όπως είχα πει και στο πρώτο μου άρθρο στο Artmag - ?To Know Us (and Our Movies) Better? - πιστεύω πως αυτό που «έχει τη μεγαλύτερη σημασία στον κάθε ένα από εμάς τους θεατές είναι να γνωρίζουμε, όταν κάτσουμε στο κάθισμα κάποιου σινεμά ή στο σαλόνι μας, για ποιο λόγο δημιουργείται ένα έργο τέχνης!» (αναφερόμενος στα κινηματογραφικά έργα). Κι αυτό γιατί θα έχει ως αποτέλεσμα το να «αναπτύξουμε την ικανότητα ανάγνωσης ενός φιλμ και να εξελίξουμε και τον τρόπο που απολαμβάνουμε μία ταινία». Εν προκειμένω όταν πάμε να δούμε ταινία του Ρόλαντ Έμεριχ οφείλουμε να ξέρουμε πολύ καλά τι πάμε να δούμε αν θέλουμε στο τέλος να είμαστε δίκαιοι. Ο σκηνοθέτης των ?Stargate?, ?Independence Day?, ?Godzilla?, ?Μετά την Επόμενη Μέρα?, ?10.000 π.Χ? έχει «εκπαιδεύσει» τόσα χρόνια και τον εαυτό του και το κοινό σε ταινίες υπερπαραγωγές, επικές περιπέτειες, με σκοπό ένα και μόνο πράγμα: την ψυχαγωγία. Όχι να πάει το σινεμά ένα βήμα παραπέρα σαν μορφή τέχνης! Αλλά απλούστατα να μας ψυχαγωγήσει! Τις περισσότερες φορές είναι η αλήθεια πως ο Έμεριχ σκηνοθέτησε εφετζίδικες μετριότητες, που τις είχαμε ξεχάσει το επόμενο πρωί. Με το «2012» πάντως είναι προφανές πως προσπαθεί να μας αποδείξει, πέρα από το να μας διασκεδάσει για δυόμισι ώρες, πόσο καλά έχει εκπαιδευτεί σε αυτό το είδος ταινιών.

Το στόρυ εν τάχη έχει ως εξής: Το 2009 έρχονται οι πρώτες ενδείξεις. Επιστήμονες ανακαλύπτουν ότι καθώς ο ήλιος έρχεται σε πλήρη ευθυγράμμιση με τους πλανήτες του γαλαξία μας η Γη επηρεάζεται και αρχίζουν αλυσιδωτές αντιδράσεις γεωλογικών και γεωφυσικών φαινομένων, που θα επηρεάσουν, αργά ή γρήγορα, τον πυρήνα και κατ? επέκταση τον φλοιό της Γης και ό,τι? κατοικεί πάνω από αυτόν. Το 2012 φτάνει και η αντίστροφη μέτρηση για την εμφάνιση των κατακλυσμιαίων φαινομένων αρχίζει. Οι καταστροφές διαδέχονται η μία την άλλη και το σύνθημα είναι ένα: ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Ποιος από τους επιστήμονες και τους κυβερνώντες των εθνών θα προσπαθήσει να αλλάξει το ρου των γεγονότων και πως είναι εφικτό κάτι τέτοιο;

Ο λόγος που φτιάχτηκε λοιπόν το 2012 δεν είναι να καμαρώσουμε ωραίους διαλόγους και καλούς ηθοποιούς. Είναι το θέαμα και μόνο! Παρόλα αυτά, αν και δεν πρόκειται να κάνω κάποια εκτενή αξιολόγηση των ηθοποιών, πρέπει να παραδεχτούμε πως δόθηκε τουλάχιστον η απαραίτητη προσοχή και στα δύο αυτά κομμάτια της παραγωγής (σενάριο ? καστ). Από τη μια το σενάριο μπορεί να περιέχει τα γνωστά κλασσικά αμερικάνικα κλισέ που προωθούν τα ιδανικά πατρίς - θρησκεία - οικογένεια αλλά οπωσδήποτε όχι στον εκνευριστικό βαθμό που το έκαναν παλιότερα, και απολύτως επιτυχημένα, άλλες ταινίες του είδους. Εδώ κρατιούνται «κάπως» τα προσχήματα (και τουλάχιστον ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μεταμορφώνεται σε μικρό Βούδα που σταματάει τσουνάμι αλλά είναι καθ? όλα θνητός). Αν ενοχλείται κάποιος από αυτά τα κλισέ θα τον συμβούλευα να το ξανασκεφτεί. Ας δώσουμε συγχωροχάρτι στη μανιέρα των αμερικάνικων στούντιο που είναι και σε αυτό το φιλμ παρούσα γιατί αν μη τι άλλο μπορούμε να την «καταπιούμε» μιας και πέραν αυτού του κλασσικού «ελαττώματος» το υπόλοιπο θέαμα θα μας ΥΠΕΡ-ανταμείψει.

Όσο για τους ηθοποιούς: Τζον Κιούζακ, Τσιγουίτελ Ιτζαοφόρ (Children of Men), Αμάντα Πητ, Θάντι Νιούτον (Mission Impossible 2), Ντάνυ Γκλόβερ, Γούντυ Χάρελσον, όλοι αυτοί υπάρχουν για να προωθούν την? ολική καταστροφή του πλανήτη! Το μόνο που επιδέχεται κριτικής είναι το αρκετά επιτυχημένο καστ, κάτι το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα να μην μας ξενίζει κάποιος (πλην ίσως του Ντάνυ Γκλόβερ στον ρόλο του Προέδρου των ΗΠΑ) και να μην βρίσκουμε κάποιον τελείως απαράδεκτα ξύλινο σε βαθμό που να μας? χαλά τη διάθεση (βλ. λήμμα Κηάνου Ρηβς στο περσινό απαράδεκτο «Τη Μέρα που η Γη Σταμάτησε»). Ως εδώ όλα καλά και ανεκτά, όλοι καλοί και σοβαροί!

Τι κάνει το «2012» μοναδικό κι απολαυστικό; Τα μεγέθη που βλέπουμε στις σκηνές καταστροφής και η διάρκεια τους. Οι σκηνές καταστροφής που περιέχει αυτό το φιλμ απλούστατα δεν έχουν προηγούμενο. Μετά τον «Πόλεμο των Κόσμων» του Σπίλμπεργκ όπου το πρώτο μισό του ήταν μία πραγματικά αξιόλογη ταινία καταστροφής με εντυπωσιακές σεκάνς (το δεύτερο μισό χάλασε τη σούπα), έρχεται το «2012» και σπρώχνει τα πάντα σε τεχνικό επίπεδο στα όρια του. Θα αντικρύσετε πραγματικά τα πάντα! Σεισμούς, ηφαίστεια, τσουνάμι. Ο ρεαλισμός κάθε φαινομένου και των συνεπειών του δεν περιγράφεται. Η κάθε σκηνή βγάζει τόση ένταση, που καμμία άλλη ταινία του είδους στο παρελθόν δεν είχε φτάσει. Και το αποτέλεσμα όλου αυτού του επιτυχημένου (τεχνικά) εγχειρήματος είναι η μετουσίωση αυτού του φιλμ σε μία εξουθενωτική αλλά κι απολαυστική κινηματογραφική εμπειρία!

Ενώ η ταχύτητα του φιλμ δεν αλλάζει κατά τη διάρκεια του, είναι προφανές πως την τελευταία μία ώρα, που η δράση επικεντρώνεται σε ένα χώρο και μόνο, η ένταση παθαίνει μία μικρή καθίζηση σε σχέση με ό,τι άλλο έχει προηγηθεί. Ο Έμεριχ με τον Χάραλντ Κλόζερ όμως (που συνέγραψε το σενάριο με τον πρώτο παρότι είναι συνθέτης κανονικά) χειρίζονται αρκετά καλά αυτή την «καθίζηση» και με κάποια μικρά τεχνάσματα την διατηρούν σχετικά αμείωτη μέχρι και το τέλος. Τουλάχιστον δεν φτάσαμε να πούμε enough is enough? Κάθε άλλο κιόλας, που θέλω μετά από αυτή την θέαση να την ξαναδώ για τις πέρα από κάθε φαντασία και περιγραφή εντυπωσιακές σκηνές καταστροφής!

Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε άλλο στην κριτική αξιολόγηση αυτού του φιλμ διότι τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά. Η ταινία απευθύνεται στους λάτρεις όχι μόνο του είδους, αλλά πάνω από όλα της μεγάλης οθόνης. Επίσης απευθύνεται σε αυτούς που δεν ενοχλούνται από τη υπέρογκη χρήση των ψηφιακών εφέ στις ταινίες, αλλά ούτε και από τις γνωστές δραματουργικές «εξισώσεις» του Χόλυγουντ, που τάχα συγκινούν τον θεατή και τον ταυτίζουν με το δράμα των ηρώων. Αν κάποιος δεν αρέσκεται στην θέαση εφετζίδικων υπερπαραγωγών τότε να απομακρυνθεί από το εκδοτήριο πάραυτα. Οι υπόλοιποι να προσεγγίσουν το γρηγορότερο την κοντινότερη αίθουσα με την μεγαλύτερη οθόνη και τον εγγυημένα καλό ήχο, και να προσδεθούν. Το «2012» είναι η τρανταχτή απόδειξη πως στο Χόλυγουντ ότι γράψει κάποιος σε ένα χαρτί μπορεί πλέον να γίνει εικόνα. Κι εγώ για αυτό έχω να πω: «μαγκιά τους»! Το σίγουρο είναι ένα: βγαίνοντας από την αίθουσα θα κοιτάτε αν τα βουνά, οι λόφοι και τα κτίρια της περιοχής είναι στη θέση τους? Αυτό για ταινία του είδους αξίζει αναμφισβήτητα τέσσερα αστέρια.

La guerre est déclarée

Η ταλαντούχα σκηνοθέτης Βαλερί Ντονζελί, φτιάχνει μια γλυκιά και συγκινητική ιστορία (πραγματικά αυτοβιογραφική), η οποία παρόλο που ανήκει στην δραματική κατηγορία αποφεύγει το μελό και αποδεικνύει ότι ακόμα και στις χειρότερες αναποδιές της ζωής μπορείς να κάνεις χιούμορ. Χιούμορ που λειτουργεί λυτρωτικά και ταυτόχρονα εκπαιδευτικά. Μαζί με τον Ζερεμί Ελκάιμ, γράφουν το κείμενο και πρωταγωνιστούν στην ταινία σαν ζευγάρι. Σημαντικό ρόλο παίζει και η υπέροχη μουσική που προσθέτει βάθος στις ψυχολογικές διακυμάνσεις των πρωταγωνιστών και παρακινεί τον θεατή να συμπάσχει. Πολύ ωραία φωτογραφία, ‘χορογραφική’ σκηνοθεσία και ερμηνείες απέριττες και αληθινές, χωρίς θεατρινισμούς. Επίσημη συμμετοχή της Γαλλίας, Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στα Όσκαρ, συμμετοχή στο Φεστιβάλ Σάντανς.

Ιστορία: Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα είναι δυο νέοι ηθοποιοί, οι οποίοι ερωτεύονται κεραυνοβόλα, συζούν και κάνουν ένα παιδάκι. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, παρουσιάζει προβλήματα στην ανάπτυξη του, τα οποία στην αρχή αποφεύγουν να δουν οι δυο νέοι γονείς. Όμως τελικά, όταν το παιδί εξετάζεται, αποδεικνύεται ότι έχει όγκο στον εγκέφαλο. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα οι δυο γονείς δεν σταματούν να ‘πολεμούν για τη νίκη’. Πολεμούν ενάντια στην αρρώστια, στην απελπισία, στον θάνατο, υπέρ της αγάπης, της πίστης, της ζωής.

Η κινηματογράφηση της Ντονζελί είναι πότε γρήγορη και έντονη, και θυμίζει μουσικό βίντεο κλιπ και πότε αργή και συναισθηματική, σχεδόν ονειρική. Το ξετύλιγμα της υπόθεσης, εδώ μιας πραγματικής ιστορίας, είναι η απεικόνιση μιας κανονικής ζωής, δύο συνηθισμένων νέων, με τη ρουτίνα της, τις χαρές της και τις εκπλήξεις της, ευχάριστες ή δυσάρεστες. Διαδραματίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, είτε είναι ερωτικές, είτε οικογενειακές, με τρόπο απλό και επίκαιρο. Προβληματίζεται όχι μόνο γύρω από το ιατρικό πρόβλημα του μικρού Άνταμ,αλλά και γύρω από τις κοινωνικές σχέσεις γενικότερα, όπως τον οικογενειακό ιστό και τις ηθικές προκαταλήψεις. Η οικογένεια, χτίζεται τόσο εύκολα όσο και γκρεμίζεται. Τα λεφτά δεν παίζουν ρόλο στη δημιουργία της αλλά ούτε και στην προστασία της. Είτε μπουρζουά, είτε ‘χίπικης’ ιδεολογίας, πολεμούν όλοι μαζί τον ίδιο εχθρό, με σύμμαχο την αληθινή αγάπη και φιλία. Η οικογένεια είναι η εστία του πολιτισμού. Τέλος η Ντονζελί φαίνεται να ευχαριστεί ιδιαίτερα το κρατικό γαλλικό σύστημα υγείας και περίθαλψης, το οποίο την βοήθησε πάρα πολύ, και με το δίκιο της.

Shame

Ο Μπράντον είναι ένας άντρας 30 και κάτι, που ζει μόνος του στην μεγαλούπολη Νέα Υόρκη. Είναι σεξομανής και συναισθηματικά ανίκανος. Ξαφνικά μετακομίζει μαζί του η ασταθής αδερφή του και τότε ο κόσμος του Μπράντον, κλονίζεται. Ο σκηνοθέτης Στίβ Μακ Κουίν, εξετάζει τη φύση της ανθρώπινης ανάγκης, τις εμπειρίες που μας διαμορφώνουν και το πώς τελικά ζούμε τις ζωές μας. Μια ρεαλιστικά δραματική ταινία και μια εξαιρετική ερμηνεία που θυμίζουν τον Μάρλον Μπράντο, στο ‘Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι’. Ωραία κινηματογράφηση, ‘σκοτεινή’ και συναισθηματική φωτογραφία, που αντικατοπτρίζει τον ψυχισμό του μελαγχολικού πρωταγωνιστή. Η ταινία έχει πάρει πλήθος υποψηφιοτήτων και βραβείων παγκοσμίως, όπως σκηνοθεσίας, ερμηνείας κλπ

Τολμηρά ερωτική, η ταινία είναι αυστηρά ακατάλληλη για ανηλίκους, λόγω των πολλών γυμνών και περιγραφικών σεξουαλικών σκηνών, που όμως αντί για ερεθισμό, προκαλούν λύπηση για το άτομο του πρωταγωνιστή. Η υπόθεση διαπραγματεύεται τα πάντα γύρω από το σεξ. Το σεξ σαν απεγνωσμένη προσπάθεια επικοινωνίας, εξιλέωσης, αναπόφευκτη ανάγκη για ανθρώπινη επαφή, που όμως δυσλειτουργεί και επαναλαμβάνεται μηχανικά, όπως στις ταινίες πορνό. Ο Μπράντον είναι ένας μοναχικός γιάπις που καταφεύγει στον πληρωμένο 'έρωτα' και στις ευκαιριακές περιπτύξεις με άγνωστες γυναίκες σε βαθμό ψύχωσης. Κάνει σεξ, όχι έρωτα. Οι σχέσεις της μιας βραδιάς είναι μόνιμο φαινόμενο και το πάθος που έχει με το σεξ, έχει καταντήσει αρρώστια. Παρ’ όλα αυτά είναι ένας συμπαθής χαρακτήρας, υπεράνω υποψίας. Όταν ξαφνικά, εμφανίζεται η αδερφή του στο προσκήνιο, ο Μπράντον δεν μπορεί να κρυφτεί. Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα υποβόσκει, χωρίς όμως να φανερώνεται ξεκάθαρα. Η Σίσι είναι μια κακομαθημένη μεγαλοκοπέλα που εκμεταλλεύεται τους άλλους για να ζήσει, όπως το παράσιτο ζει εις βάρος του ξενιστή. Εξαρτάται από τον αδελφό της, με τον ίδιο αρρωστημένο τρόπο που εξαρτάται κι απ' τον εραστή της. Πολλά μπορούν να γραφούν για αυτή την αξιόλογη ταινία, που σκιαγραφεί τις ανθρώπινες σχέσεις επίκαιρα και περίτεχνα. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Στίβ Μακ Κουίν, χαρίζει στον πρωταγωνιστή Μάικλ Φασμπέντερ, μια χρυσή ευκαιρία, να αναδείξει το ταλέντο του, που όπως φαίνεται είναι μεγάλο. Ο Φασμπέντερ αν και άντρας ‘με τα όλα του’, αποπνέει θηλυκή ευαισθησία και συναισθηματισμό, που τον κάνουν να φαίνεται ευάλωτος, με αποτέλεσμα να γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός στο γυναικείο κοινό. Η συμπρωταγωνίστριά του Κάρεϋ Μάλιγκαν, παίζει εξίσου πετυχημένα το ρόλο της ενώ υπονοεί πολλά περισσότερα, απ΄ όσα φανερώνει η ταινία. Το τέλος μας αφήνει να φανταστούμε το παρελθόν και να μαντέψουμε το μέλλον. Γιατί είναι ο Μπράντον τόσο μόνος; Μήπως είναι κατά βάθος ερωτευμένος με την Σίσι; Μήπως είναι μισογύνης; Ή μήπως είναι απλά ένας κοινός εγωιστής;