Ο Πήτερ Σέλερς ήταν ένας αξεπέραστος κωμικός, που ειδικά τη δεκαετία του ?60 έβαλε τη σφραγίδα του σε μερικές από τις σημαντικότερες κωμωδίες του Βρετανικού αλλά και του Αμερικάνικου κινηματογράφου. Σχετικά με αυτές που γύρισε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο Μπλέηκ Έντουαρντς ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο μεγαλούργησαν παρέα. Μετά τους δύο Ροζ Πάνθηρες ήρθε και το Πάρτυ.
Όλες τις κωμωδίες λίγο πολύ όλοι μας ξεκινάμε να τις περιγράφουμε σε τρίτους σαν ένα καλό ανέκδοτο. Για παράδειγμα για το «Πάρτυ» θα λέγαμε πως είναι ένας Ινδός ηθοποιός στο Χόλυγουντ, που κατα λάθος προσκαλείται σε ένα πάρτυ μεγαλοπαραγωγού και τα κάνει μαντάρα. Για αυτή την κωμωδία όμως η περιγραφή μας οφείλει να ξεκινήσει τελείως διαφορετικά και για την ακρίβει κάπως έτσι: ήταν ο Μπλέηκ Έντουαρντς, που έγραψε κάποτε μια ιστορία και την έκανε μετά σενάριο και ήρθε και ο Πήτερ Σέλερς για να υποδυθεί τον κύριο χαρακτήρα και έτσι έγινε μια αξέχαστη κωμωδία που σε κάνει σχεδόν επί εκατό λεπτά να γελάς συνέχεια.
Η λέξη-κλειδί στην προηγούμενη περιγραφή είναι η λέξη «χαρακτήρας». Ο χαρακτήρας του Πήτερ Σέλερς είναι μια απόλαυση. Οχι μονο για την προφορά της αγγλικής γλώσσας, όχι μόνο για το γέλιο του, το βαδισμά του και όλα αυτά που προσδίδουν οι ηθοποιοί με την φυσιολογία τους σε έναν χαρακτήρα αλλά γιατί είναι ένας χαρακτήρας που ο Σέλερς δούλεψε για να είναι όσο σουρεαλιστικός και εξίσου άλλο τόσο ρεαλιστικός χρειάζεται για να βγάζει γέλιο ακόμα και με το τίποτα. Πρόκειται σαφέστατα για μία από τις σημαντικότερες κωμωδίες που γυρίστηκαν ποτέ και βασίστηκαν στις μούτες και τις γκάφες κυρίως του κεντρικού ήρωα, οι οποίες είναι και πολύ καλοδουλεμένες σεναριακά και πολύ καλά εκτελεσμένες από όλους τους συντελεστές (υπάρχει και άφθονος αυτοσχεδιασμός).
Ο Μπλέηκ Έντουαρντς ήξερε καλά πως αν η κάμερα γύρναγε μόνο γύρω από τον Χρούντι Μπάχτσι (Πήτερ Σέλερς) τότε μπορεί και να υπήρχε μια σχετική κατρακύλα στο γέλιο που σταδιακά θα προσέφερε, εξ ου και το τρικ της προσθήκης επιπλέον ηρώων όπως ο σερβιτόρος, που πίνει ό,τι ποτό έχει ο δίσκος του το οποίο θα πήγαινε... στράφι. Έτσι σταδιακά δεν έρχεται καμμία κατρακύλα αλλά εν αντιθέσει κλιμακώνεται η... υστερία. Η κλιμάκωση της αδιάκοπης τρέλας, γκάφας, υστερίας αλλά και απόλαυσης για τον θεατή λήγει όταν ο Έντουαρντς αποφασίζει ένα τέταρτο πριν το τέλος του φιλμ να κάνει το πάρτυ πραγματικό... πάρτυ ή πανυγήρι όπως θα λέγαμε και μεις (με τη διαφορά οτι αντί για κλαρίνα έχει την μουσική του Χένρι Μαντσίνι), αφιερώνοντας κυριολεκτικά αρκετά λεπτά στο να δείξει ένα τεράστιο σπίτι με πολλούς... κομπάρσους, μέσα σε ένα απόλυτο χάος. Εκεί ο θεατής σταματά να γελά γιατί ό,τι είναι να συμβεί σε αυτό το σπίτι έχει ήδη συμβεί και παραμένει κυριολεκτικά ένας ουδέτερος θεατής απέναντι σε ό,τι βλέπει μέχρι και την τελευταία σκηνή όπου ο Πήτερ Σέλερς δίνει μαθήματα... στο φλερτάρισμα.
Υπάρχουν κωμωδίες που βλέπεις μια φορά και γελάς για μια ζωή (Monty Python & the Holy Grail), κωμωδίες που θα μπορούσες να βλέπεις μια φορά στο τόσο κάθε χρόνο γιατί δεν γερνάνε μέρα (Marx Brothers) και κωμωδίες που μια φορά τη πενταετία είναι καλό να της ξαναβλέπουμε για να θυμόμαστε τα καλά του τότε και τα κακά του σήμερα στο genre της κωμωδίας, χωρίς να πετάμε και τη σκούφια μας για την συνολική τους ποιότητα. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία ανήκει «Το Πάρτυ». Αυτό το φιλμ αν δεν είχε τον Πήτερ Σέλερς θα το θυμόμασταν σαν μία ταινία με έναν κωμικό γκαφατζή Ινδό ηθοποιό. Τώρα την θυμόμαστε σαν μία από τις καλύτερες του Βρετανού ιδιοφυή κωμικού.