Blackmail - Σκότωσα για την Τιμή μου

Ενώ αναλωνόμαστε στο να γράφουμε κριτικές για νέες ταινίες προσπαθώντας να τις αξιολογήσουμε ει το δυνατόν καλύτερα και να δώσουμε μια εικόνα στον αναγνώστη του αν είναι η ταινία που κυκλοφόρησε καλή, κακή, διασκεδαστική ή μη, με καλλιτεχνική αξία ή μη, πέφτουμε μερικές φορές απρόσμενα πάνω σε κάποιες παλιές ταινίες που μας υπενθυμίζουν του γιατί βρισκόμαστε στο βήμα του «κριτικού» (ή απλά αξιολογητή όπως θεωρώ προσωπικά). Μία εξ? αυτών είναι και το «Blackmail» (Σκότωσα για την Τιμή μου, ο Ελληνικός τίτλος) του Άλφρεντ Χίτσκοκ, της προ-Χολυγουντιανής περιόδου του, που γύρισε το 1929. Βλέποντας την σήμερα ανακαλύπτεις την αναπόδραστη συνέπεια της αναγνώρισης εκ νέου των ανθρώπων και του έργου τους, που έθεσαν τις βάσεις του σινεμά, έστω για το είδος τους, που ογδόντα χρόνια μετά κανείς δεν μπόρεσε να τις αποφύγει γιατί πολύ απλά οι βάσεις που τέθηκαν τότε βασίστηκαν σε απλούς και αιώνιους πανανθρώπινους κανόνες.

Ο Χίτσκοκ ήξερε πως η ανθρώπινη αντίληψη λειτουργούσε και λειτουργεί πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Το μόνο που νοιάζει έναν θεατή όταν κάποιος του εξιστορεί μια ιστορία είναι το «τι θα συμβεί μετά». Βασιζόμενος σε αυτόν τον κανόνα έφτιαξε το Blackmail, την πρώτη του ομιλούσα ταινία και παράλληλα την πρώτη του Βρετανικού κινηματογράφου, η οποία ταυτόχρονα αποτέλεσε και την πρώτη του ουσιαστικά μεγάλη επιτυχία. Το ότι ήταν η πρώτη made in UK ομιλούσα ταινία είναι ολοφάνερο τόσο από την χρήση της μουσικής, ειδικά των πρώτων παντελώς βωβών έξι λεπτών αλλά με άκρως δραματική μουσική υπόκρουση, όσο και από την κινησιολογία των ηθοποιών κατά τη διάρκεια της ερμηνείας των ρόλων τους. Η επιτυχία του φιλμ όμως, καθώς και η αναμφισβήτη διαχρονική της αξία, οφείλεται στην χειρουργικής ακρίβειας σκηνοθεσία του Άλφρεντ Χίτσκοκ.

Ο φόνος γίνεται στο 32ο λεπτό. Ο εκβιασμός ξεκινάει στο 52ο λεπτό. Και η ταινία διαρκεί μόλις 82 λεπτά. Προσθέστε τώρα δίπλα σε αυτά τα (τυχαία?) νούμερα την δεξιοτεχνία του Χίτσκοκ όπου ήξερε σε κάθε σκηνή και σε κάθε σετ, στα λιγοστά εσωτερικά και εξωτερικά σετ που είχε (πράγμα περιοριστικό και με ρίσκο για ταινία «θρίλερ» γιατί όταν ξέρεις τους χώρους και τους χαρακτήρες υπάρχει ο κίνδυνος να βαρεθείς γρήγορα) το που να τοποθετήσει και πως να κινήσει την καμερά του. Και τέλος δώστε βάση στα μικρά τρικ και στοιχεία που επαναλάμβανε κατά διαστήματα ως ερεθίσματα για τον θεατή και που αύξαναν το σασπένς, όπως ο πίνακας με τον παλιάτσο και το παγωμένο ακίνητο χέρι του θύματος. Με λίγα λόγια με αυτή του την ταινία ο Χίτσκοκ, όπως και ο Φριτς Λανγκ με το αριστουργηματικό «Μ» (Ο Δράκος του Ντίσελντορφ) του 1931, έθεταν τους κανόνες των ταινιών θρίλερ, που έκτοτε κανείς δεν θα μπορούσε να αγνοήσει.

Ακόμα και σήμερα λοιπόν το Blackmail είναι ένα μικρό μάθημα κινηματογράφου κυρίως περί τοποθέτησης κάμερας όσον αφορά την προώθηση της πλοκής και παράλληλα της εμβάθυνσης όλο και πιο πολύ στην ψυχολογία των πρωταγωνιστών, που αλλάζει συνεχώς καθώς αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες που βλέπουμε να αντιμετωπίζουν μέσα σε λιγότερο από 24 ώρες πραγματικού χρόνου! Χαρακτηριστικές είναι οι σκηνές όπου ο θύτης μέσα σε απόλυτη βουβαμάρα προσπαθεί να συνειδητοποιήσει το τι πραγματικά έχει διαπράξει, όπως επίσης και η σκηνή που ο εκβιασμός έχει μόλις πάρει σάρκα και οστά, μέσα σε ένα ψιλικατζίδικο, και οι εμπλεκόμενοι επίσης βουβοί σκέφτονται τι πρέπει να γίνει. Και στις δύο σκηνές η κάμερα βρίσκεται μακριά, σε ένα τέλειο κάδρο όπου βλέπουμε σχεδόν όλο το χώρο όπου βρίσκονται οι ήρωες και έτσι η αγωνία μας ανεβαίνει σταθερά και συνεχώς δια μέσου απόλυτης σιωπής. Επίσης κλασική είναι πια και η σκηνή της καταδίωξης μέσα στο Βρετανικό μουσείο.

Αν έχετε δει όλες τις γνωστές ταινίες του Χίτσκοκ αλλά μέχρι σήμερα δεν είχατε δει αυτές με τις οποίες έφτιαξε το σπουδαίο του όνομα προτού μετοικίσει στο Λος Άντζελες, τότε το Blackmail είναι η καλύτερη επιλογή για να ξεκινήσετε να ανακαλύπτετε το πρώιμο έργο του όπου το ταλέντο του, το οραμά του και η πρωτοποριακή του ματιά ως σκηνοθέτη έκανε ήδη την εμφανισή της. Ένα μικρό διαχρονικό διαμάντι που κάνει αίσθηση ακόμα και σήμερα για την οξύνεια του σκηνοθέτη της και την διαχρονικότητα της αγωνίας που περιέχει, παρά τα... ογδόντα χρόνια της ηλικίας της.