Παρασκευή, 18 Μαρτίου 2011 00:00

... Οι δικοί μας ξένοι

Γράφτηκε από τον 

Σε λίστα με τα «1.000 μυθιστορήματα που όλοι πρέπει να διαβάσουν» της «Guardian» φιγουράριζαν τα ονόματα δύο ελλήνων ομογενών της Αμερικής. Του βραβευμένου με Πούλιτζερ Τζέφρι Ευγενίδη και του Τζορτζ Πελεκάνος.

Μέχρι και ο Ομπάμα δήλωσε θαυμαστής του τελευταίου, πιθανότατα γιατί θίγει το θέμα των φυλετικών και ταξικών ανισοτήτων στα αστυνομικά μυθιστορήματά του, που διαδραματίζονται στις υποβαθμισμένες περιοχές της Ουάσιγκτον, με τις συμμορίες των μαύρων και την εγκληματικότητα να κυριαρχούν.

Παιδιά δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών, κατάφεραν να βρουν στην Αμερική τη δική τους γη της λογοτεχνικής επαγγελίας κερδίζοντας διεθνή αναγνώριση και βραβεία. Μπορεί να μη μιλούν καλά τα ελληνικά και να γράφουν στην αγγλική γλώσσα, ωστόσο υπεραμύνονται της διπλής ταυτότητάς τους. Εάν το ξένο υπερτερεί έναντι μιας ελληνικότητας που δύσκολα προσδιορίζεται δεν τους απασχολεί. Σε μια παγκοσμιοποιημένη εποχή τα ζητήματα που θίγουν στα βιβλία τους ακολουθούν την ίδια πλεύση, αναπόφευκτα όμως φιλτράρονται από προσωπικά βιώματα.

Ο 54χρονος Τζορτζ Πελεκάνος δηλώνει υπερήφανος για τη σπαρτιάτικη καταγωγή του, για όσα του δίδαξαν οι γονείς του, αλλά και για τις νεανικές εμπειρίες του. Σήμερα κάνει τις ιδέες του πράξεις υιοθετώντας τρία παιδιά από τη Γουατεμάλα και τη Βραζιλία, ενώ αγωνίζεται εναντίον των προκαταλήψεων και για τους έγχρωμους αλλά και για τους ορθόδοξους χριστιανούς.

Οι «New York Times» παρομοίασαν με τον Ομηρο τον Τζέφρι Ευγενίδη, ο οποίος βραβεύτηκε για το «Middlesex» με Πούλιτζερ το 2003. Πλημμυρίζει άλλωστε το μυθιστόρημα από αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και το όνομα της κεντρικής ηρωίδας, που είναι Ελληνοαμερικανίδα, παραπέμπει στη μούσα των ποιητών. Ωστόσο οι ανατροπές δίνουν τον τόνο: Η Καλλιόπη είναι ερμαφρόδιτη. «Δεν πιστεύω στην ουσία των αρχαίων όπως έρχεται σήμερα σε εμάς», έχει δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του στην «Ε», στον Γ. Τριανταφύλλου, ο 51χρονος συγγραφέας που έχει συνεργαστεί με τη Σοφία Κόπολα για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του «Αυτόχειρες παρθένοι». «Η απόσταση μεταξύ της χρυσής εποχής της Αρχαίας Ελλάδας και της σημερινής ζωής των Ελληνοαμερικανών είναι τόσο μακρινή, που είναι αστείο. Είναι η απόσταση ανάμεσα στη Σαπφώ και το σουβλάκι!»

Εάν ο Ευγενίδης ανατέμνει με γλυκόπικρο χιούμορ τις ρίζες του, ο επίσης Ελληνοαμερικανός Ντέιβιντ Σεντάρις (τα τελευταία χρόνια ζει στη Γαλλία) τις αποδομεί με την καταλυτική σάτιρά του. Εντονα καυστικός, ανελέητα σαρκαστικός, δεν παύει να περιγράφει οικογενειακά στιγμιότυπα, χαρακτηριστικά «ελληνικά», που αποκαλύπτουν το συντηρητισμό της μεσαίας τάξης.

poetry-prompts-language-lovers

Η μεσαία τάξη, της Αυστραλίας όμως, που θέλει να φαίνεται ανοιχτόμυαλη, πολυπολιτισμική, πλούσια, σέξι, βρίσκεται στο στόχαστρο και του Χρήστου Τσιόλκα στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Το χαστούκι». Αυτοβιογραφικό θεωρείται το «Κατά μέτωπο» (έγινε ταινία από την επίσης ομογενή Αννα Κόκκινος) όπου σκιαγραφεί έναν δεύτερης γενιάς Ελληνα της Αυστραλίας, ο οποίος βρίσκεται σε σύγχυση από τις προσδοκίες των γονιών του, τις εκρήξεις της λίμπιντο και τη διπλή ταυτότητά του.

«Ως παιδί μεταναστών», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου, «έμαθα πολύ νωρίς ότι δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα κουλτούρας, ούτε ενότητα ταυτότητας. Αυτό δεν το κατάλαβα απόλυτα παρά μόνο όταν ταξίδεψα στην Ελλάδα, ως ενήλικας πια. Αν και αγαπάω την Ελλάδα, έμεινα άφωνος μπροστά στον εύκολο πατριωτισμό που διαπίστωσα ότι υπάρχει. Ο κόσμος φαίνεται πως διαθέτει μια απροβλημάτιστη άποψη για το τι σημαίνει να έχεις μια εθνική ταυτότητα, η οποία δεν σημαίνει τίποτα σε κάποιον σαν και μένα, που είμαι παιδί δύο κόσμων».

Από τους ελληνοαμερικανούς συγγραφείς περισσότερο «ελπιδοφόρος» θεωρείται ο Ντιν Μπακόπουλος. Ετσι τον χαρακτήρισε το «Time» όταν το 2005, στα 30 του, έβγαλε το πρώτο του μυθιστόρημα «Σε παρακαλώ, μη γυρίσεις από το φεγγάρι» που αποτυπώνει τα αδιέξοδα των μεταναστών στο Ντιτρόιτ, όπου μεγάλωσε. Τώρα, ετοιμάζει το δεύτερο με τίτλο «My american unhappiness», που επίσης περιλαμβάνει αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, οι άγγλοι κριτικοί δεν τσιγκουνεύονται τους επαίνους για τον Πάνο Καρνέζη («Λαβύρινθος», «Το μοναστήρι», κ.ά.). Γεννημένος στην Ελλάδα, ανήκει στη νέα γενιά των συγγραφέων που πηγαίνουν στο εξωτερικό για σπουδές και τελικά προτιμούν να εγκατασταθούν εκεί και να επωφεληθούν από μια πολύ μεγαλύτερη αγορά. «Αναμφίβολα με βοήθησε το ότι γράφω στα αγγλικά» έχει παραδεχτεί στο «7». «Είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι αυτή τη στιγμή η lingua franca σε όλους τους τομείς. Με ευνόησε και το ενδιαφέρον που υπάρχει στην Αγγλία για άλλες κουλτούρες, ίσως λόγω της αποικιοκρατίας του παρελθόντος».

poetry2

Κι άλλοι συγγραφείς ζουν για πολλά χρόνια στην Αγγλία, η Ελένη Γιαννακάκη, ο Ευγένιος Τριβιζάς. Ο Βασίλης Αλεξάκης μοιράζεται ανάμεσα στη Γαλλία και την Ελλάδα και σε δύο γλώσσες. Καθένας σκέφτεται, αισθάνεται και γράφει διαφορετικά. Ο «Σουηδός» Θοδωρής Καλλιφατίδης είδε αλλαγές όχι μόνο στον χαρακτήρα, αλλά και στον τρόπο σκέψης, διά μέσου της νέας γλώσσας του. Για τον Περικλή Μονιούδη, που γεννήθηκε στην Ελβετία και ζει στο Βερολίνο, η ελληνική γλώσσα είναι πλέον μια εικόνα, όχι πραγματικότητα. Και για τον Αρη Φιορέτο, με έλληνα πατέρα και αυστριακή μητέρα, που γράφει στα σουηδικά, η χώρα μας δεν είναι καν μια ανάμνηση, αλλά μια επινόηση: «Ο καθένας είναι Ελληνας με τον δικό του τρόπο. Η γλώσσα δεν πάει χέρι χέρι με την ταυτότητα. Στη Σουηδία είμαι Ελληνας, στην Ελλάδα Σουηδός, στη Γερμανία Αυστριακός».

Πηγή: Έντυπη Έκδοση Επτά, Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011 / Συντάκτης: ΠΑΡΗ ΣΠΙΝΟΥ