Η
Μαρία Α. Ιωάννου γεννήθηκε το 1982 στη Λεμεσό. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έργα της έχουν βραβευθεί σε τοπικούς και διεθνείς διαγωνισμούς συγγραφής και έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Τον Ιούλιο του 2011 εξέδωσε την πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «
Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Διατηρεί ιστολόγιο στη διεύθυνση:
www.ioannoumaria.blogspot.com/ Συμμετείχε στον
2ο διαγωνισμό διηγήματος "ΛογωΤέχνης 2011" με θέμα "Ιστορίες Διαδικτύου", που διοργάνωσε η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία
ArtSpot, με το διήγημά της "Ηλεκτρονικός Βαρυποινίτης". Η Κριτική Επιτροπή
(αποτελούμενη από τους Εύη Λαμπροπούλου, Δημήτρη Μαμαλούκα, Έλενα Μαρούτσου, Δημήτρη Σωτάκη και Γιάννη Φαρσάρη) την τίμησε με
Έπαινο, καταλαμβάνοντας την
5η θέση στο διαγωνισμό.
Τίτλος Διηγήματος: "Ηλεκτρονικός Βαρυποινίτης"
Φοβάμαι πως δε θα βγω ποτέ από δω μέσα γιατρέ. Τρέμω στην ιδέα πως κάποια στιγμή τα πολύχρωμα καλώδια θα μεταμορφωθούν σε ηλεκτροφόρα πλοκάμια και θα με κάψουν βίαια, αδίστακτα. Η ταφή μου στο recycle bin θα είναι το θέμα της ημέρας για όλα τα δεδομένα και τις εικόνες του desktop. Θα γελάνε με φατσούλες τα καλώδια-δολοφόνοι γιατρέ, κι ενώ εγώ θα βρίσκομαι σε μια κατάσταση αναμονής λίγο πριν το τέλος, αυτά θα μου ρίχνουν τόνους από μπάζα, συμπιεσμένα γράμματα και μισοφαγωμένα εικονίδια. Κάποια θα με βρίσκουν στο κεφάλι, θα τo ανοίγουν στα δύο και θα καταβροχθίζουν σαν όρνεα το λιγοστό μυαλό που μου έχει απομείνει. Έχω ερωτευτεί το google γιατρέ στο χω ξαναπεί; Κάνω τραμπολίνο σε χιλιάδες γράμματα καθημερινά μόνο και μόνο για να το βλέπω να μου ξεδιπλώνει την πολυπλοκότητα του. Αν και είναι σχετικά στενάχωρα εδώ μέσα – vive la technologie! – δεν υπάρχει ομορφότερη στιγμή από το να ξυπνά κανείς μέσα σε έναν εικονικό ωκεανό χωρίς κύματα ή σ' έναν αμμόλοφο που θυμίζει Σαχάρα χωρίς όμως την καυτερή και αφιλόξενη της άμμο. Είναι μέρες που αράζω μέσα σε κάποιον ανώνυμο folder – υποψήφιο για θανατική ποινή όπως κι εγώ. Δε μπορείς να φανταστείς τι κουβέντες μπορείς να ανταλλάξεις μ' έναν άλλο βαρυποινίτη που πλησιάζοντας στο τέλος της ηλεκτρονικής ζωής του εύχεται να μην είχε γεννηθεί ποτέ μα ταυτόχρονα χαίρεται που εγκαταλείπει την αδίστακτη μοναξιά του. Κάποτε σκαρφαλώνω πάνω στα εικονίδια, χωρίς να λαχανιάζω, για να θαυμάσω τη θέα από ψηλά – το γραφείο μου που είναι πλημμυρισμένο από στυλό Bic και μουντζουρωμένα χαρτάκια και τη μάνα μου που κάθεται στο βάθος σε μια πολυθρόνα, περιμένοντας με να βγω από δω μέσα. Κάτι τέτοιες στιγμές η θέα μου δεν είναι και τόσο ευχάριστη, θέλω να κλάψω πραγματικά μα ο εικονικός κόσμος δε με αφήνει, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να της αφήσω μια λυπημένη φατσούλα στο msn μα η μάνα μου δεν ξέρει να το χρησιμοποιεί οπότε η φατσούλα μένει απλά εγκλωβισμένη κι αυτή, χωρίς κάποιον παραλήπτη. Ήταν πολλές οι φορές που προσπάθησα να της εξηγήσω γιατί παραμένω κλειδωμένος εδώ μέσα, πως εδώ τα συναισθήματα είναι λιγότερο επώδυνα και πως ο θάνατος προσδιορίζεται από το απλό πάτημα ενός κουμπιού και τίποτα φρικιαστικό, πως η θλίψη της απώλειας δεν μπορεί να εκτονωθεί με δάκρυα αλλά με διάσπαρτα δεδομένα που ταξιδεύουν από ιστοσελίδα σε ιστοσελίδα, αποπροσανατολισμένα κι αυτά, μηχανικά. Αύριο θα κάνω google την Τζαμάικα και θα ξεχαστώ για μια ακόμη φορά. Είναι ωραία και χαλαρά εκεί και καπνίζουν ασύστολα μαριχουάνα. Ένα κουμπί φοβάμαι κι αυτό είναι το delete. Σκέφτηκα πολλές φορές να το πατήσω να τελειώνουμε μ' αυτήν την ιστορία μα άλλαξα γνώμη, μαγεμένος από τα applications του facebook και τις εναλλαγές που μου δείχνουν πως η ζωή συνεχίζεται ότι και να γίνει και πως στο ίντερνετ δεν υπάρχει η λέξη θάνατος μα μια ανεξήγητη αίσθηση αιωνιότητας. Οι φίλοι μου απορούν γιατί τους στέλνω μόνο e-mail, γνωστοί και άγνωστοι συνεχίζουν τα συλληπητήρια μα εγώ κουράστηκα με αυτό το παραλήρημα του κόσμου που εξιτάρεται από την φρίκη και δε μπορεί να νιώσει ούτε το 1% από τον πόνο που νιώθω εγώ. Σήμερα ανακάλυψα ένα κορίτσι με βαθύ ντεκολτέ και της έστειλα ένα e-mail γνωριμίας. Δε γνωρίζει πως εδώ και λίγο καιρό κατοικώ μέσα στον υπολογιστή μου αλλιώς θα μου απαντούσε και θα με ρωτούσε «μα πώς κοιμάσαι εκεί μέσα;», «έχει σουπερμάρκετ να ψωνίζεις;», «μα μόνο μέσω ίντερνετ θα συναντιόμαστε;», «μα δεν είσαι ο γιος του...που πέθανε στο...», «εκεί μέσα νερό βρίσκεις να πιεις;», «σ' αρέσουν τα τρισδιάστατα πορνό;», «δε σιχαίνεσαι να βλέπεις το βυζί ή τον κώλο κάποιου από τόσο κοντά;», «θες να σου στείλω φωτογραφίες μου;», «θες να κάνουμε cyber sex;», «συλλυπητήρια...», «η ζωή συνεχίζεται...», «θα τιμωρηθούν οι ένοχοι...», «καλή σου τύχη...». Μα δεν έχεις ξανακατοικήσει μέσα σε έναν υπολογιστή γιατρέ; Να ξέρεις πως όσο έχεις ρεύμα ή μπαταρία δεν σκοτεινιάζει ποτέ. Προτείνω να μετακομίσεις εδώ μέσα μαζί μου. Θα έχεις την καλύτερη θέα του κόσμου! Ξέρεις όμως τι μου λείπει; Η βροχή. Η αίσθηση της σταγόνας στο μέτωπο, η γεύση της στο στεγνό ουρανίσκο, το άγγιγμά της που δεν έχει καμία σχέση με το άψυχο εσωτερικό ενός υπολογιστή σε αποσύνθεση. Κι ο ήλιος μου λείπει γιατρέ. Όχι ο ήλιος που σκοτώνει αλλά αυτός που φωτίζει πραγματικά και όχι εικονικά τον ουρανό. Μου λείπει κι αυτός γιατρέ. Μου λείπει το ότι δεν έκανα save ούτε μια φωτογραφία του ή που δεν τον έπεισα ποτέ να κάνει profile στο facebook. Αλλιώς θα τον έβλεπα εδώ μέσα και όχι στη φωτογραφία του πάνω στο γραφείο μου που τώρα μένει έρημο χωρίς εμένα. Ξέρεις γιατρέ εδώ μέσα σπάνια πεθαίνει κανείς – μένει πατέρας σου για πάντα ακόμη και μετά θάνατον – κάποτε δεν αντέχεις άλλο, θες απλά η εικόνα να χαθεί, μα είναι φορές που την επιζητάς, είναι φορές που κλεισμένος σε μια οθόνη και ζωσμένος από καλώδια και δίσκους εύχεσαι να μπορούσες να διαπεράσεις το γυαλί και να φιλήσεις τη μάνα σου παρηγορητικά στο μάγουλο. Μα είναι αργά γιατρέ. Ούτε εσύ, ούτε η μάνα σου, ούτε κι οι υπόλοιποι θα είναι ποτέ ίδιοι. Μόνο ο υπολογιστής κι η εικονική του πραγματικότητα που σε γιατρεύει – που νομίζεις πως σε γιατρεύει. Οπότε μη με ξαναρωτήσεις γιατί κλείστηκα εδώ μέσα. Εδώ πετάς γιατρέ. Εδώ τουλάχιστον ακόμη πετάς.