Δευτέρα, 07 Φεβρουαρίου 2011 18:05

Διήγημα "Η τέχνη της ζωής" - Έπαινος στον Διαγωνισμό «ΛόγωΤέχνης»

Γράφτηκε από  Κωνσταντίνα Καψούρη

H Κωνσταντίνα Καψούρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972 όπου και κατοικεί. Αποφοίτησε από το 2ο γενικό Λύκειο Αργυρούπολης. Σπούδασε Δημοσιογραφία στο ΙΕΚ Ιπποκράτειος και Εφαρμοσμένη ? Μηχανογραφημένη Λογιστική στο IST College. 
Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά. Αρθρογράφησε επί σειρά ετών στην "Αθλητική Ηχώ", στο περιοδικό "Γυναίκα" και άσκησε μαχόμενη δημοσιογραφία στον 90,2 ραδιοφωνικό σταθμό. Έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς πεζά σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Είναι παντρεμένη και μητέρα δυο παιδιών ηλικίας 6 και 3 ετών. Αποτελεί ενεργό εθελοντικό μέλος διαφόρων Μη Κερδοσκοπικών Οργανώσεων με κεντρικό άξονα το παιδί.

 

Τίτλος Διηγήματος "Η τέχνη της ζωής"

ΚΑΜΒΑΣ
??Ε άει σιχτήρ? είπε και κλώτσησε έναν κουβά μπογιά. Κοίταξε ολόγυρα το δωμάτιο. Καμβάδες μουτζουρωμένοι, πινέλα ξεραμένα και άπλυτα..

Είκοσι χρόνια προσπαθούσε? να πείσει τον εαυτό του πως ζωγράφιζε την τέχνη? και τι πούλησε; ?πέντε πίνακες όλους κι όλους?

Και που κατήντησε; ?μονάχος, σ? ένα μουχλιασμένο ρετιρέ στην Πατησίων. Χασκογέλασε.

?Άει σιχτήρ? ξανάπε, κλωτσώντας αυτήν την φορά ένα μπουκάλι αμερικάνικο ουίσκι ..

Είχε να ζωγραφίσει μήνες? τελειώσαν και τα λεφτουδάκια πού ?χε, πεθύμησε τη δουλειά του στο δημόσιο, το γραφειάκι που άφησε για να γίνει ζωγράφος τρανός?

?Α ρε όνειρα? ?είπε ?τι νά ?φταιγε; ?γιατί δεν πουλούσε; ?μήπως ?μήπως γιατί σ? όλα του τα έργα ήταν παρούσα εκείνη;?

Μήπως γιατί ζωγράφιζε μόνο το πρόσωπό της;?

ΤΑΝΓΚΟ
?δεν φαντάστηκε τέτοια ζωή ?όχι, σίγουρα όχι ?ξεκινώντας με μια βαλίτσα από το χωριό, Άφησε μάνα, πατέρα δεν γνώρισε ποτέ, έφυγε να ζήσει, να ερωτευτεί?

Οι άντρες, της έλεγε η μάνα, θέλουν την γυναίκα παστρικιά ?και κείνη ίσιωνε το σεντόνι στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Νο 217, δεύτερος όροφος?

Εκεί φιλοξενούσε τα αντρικά κορμιά που ίδρωναν πάνω της κάθε νύχτα, αναστενάζοντας και ξεφυσώντας ...και κείνη ακίνητη, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι?

Δεν ερωτεύτηκε ?σιχάθηκε τους άντρες ?την σκληρή σάρκα που άτεχνα και βίαια ακουμπούσε πάνω της ?μόνο, όταν ερχόταν το ξημέρωμα και έμενε μόνη?

Τότε ?είχε ένα κασετοφωνάκι, το κρυβε στοργικά, το καθάριζε, σαν μωρό παιδί το κρατούσε ?είχε και μια κασετούλα ...με κάτι σπανιόλικα παλιά ταγνκό ?την έβαζε και την ξανάβαζε, χαράκωσε πια ο ήχος από τα χρόνια?

Στροβιλιζόταν γύρω, ζαλιζόταν και γελούσε ?και τα ξέχναγε όλα ?την μάνα στο χωριό, τον πατέρα που την παράτησε μωρό στην κούνια? τα παιδιά της γειτονιάς που την φωνάζαν ?μούλικο? ?τους ιδρωμένους άντρες στα σεντόνια της ...όλους ...όλους;; ?όχι ?έναν τον θυμόταν ?έναν τρελό γέρο ζωγράφο?

ΚΑΜΕΡΑ
Θά ?ταν δεν θά ?ταν 15 χρονών, αμούστακο ακόμη ?ψιλόλιγνο αγόρι, καχεκτικό, μοναχικό, αλλά μυαλό ξουράφι, πρώτος στο Γυμνάσιο.

Τού ?χαν τάξει οι γονείς του, με το πρώτο δεκάρι στο ενδεικτικό θα του αγόραζαν μια κάμερα ...ίδρωσε, ξεφύσηξε, το δεκάρι του το κέρδισε ...και κέρδισε και μια κάμερα τελευταίας τεχνολογίας.

Δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ ?βγήκε βόλτα στην Αθήνα. Και κλακ, κλικ, κλακ, κλικ, ζάλισε την νύχτα, ζαλίστηκε και κείνο..

Φωτογράφισε όλες τις γυναίκες που περνούσαν μπροστά του ...γελάγαν εκείνες και ποζάρανε στο ντροπαλό αγόρι με τα αθώα μάτια?

Σκεφτόταν, μήπως κάποια από αυτές ήταν η μάνα του. Η πραγματική του μάνα ?τ? άφησε μικρό δεν μπορούσε να το αναθρέψει ...δεν ήξερε τίποτα για κείνην, μόνο ότι ήταν μια γυναίκα απ? αυτές του δρόμου ...έτσι του παν ?που ζούσε σ? ένα ξενοδοχείο κεντρικό, πλανεύοντας τους αθηναίους?

Μόνο μια φωτογραφία τράβηξε διαφορετική από τις άλλες ?ήταν ένας άντρας ?διπλωμένος στα δύο απ? το κρύο, κουκουλωμένος σ? ένα βρώμικο παλτό ...στα χέρια του έσφιγγε μια θήκη από βιολί.

ΒΙΟΛΙ
Δεν ήταν Έλληνας. Αλλά τι σημασία είχε; Κι όμως, είχε? Τον απέρριψαν, τον μίσησαν, τον σιχάθηκαν, τον κλώτσησαν σαν το βρωμιάρικο σκυλί που κανείς δεν θέλει συντροφιά του.

Στη χώρα του ήταν μουσικός. Τιμήθηκε... τα δάχτυλά του ήταν μαγικά..

Εδώ δεν κοίταξε κανείς τα δάχτυλά του? Μόνο τα χέρια του κοιτάξαν. Και τά ?βαλαν να χτίζουν, να ασπρίζουν, να πλένουν τζάμια, να καθαρίζουν?

Τώρα αυτά τα χέρια γεμίσαν κάλους και ρόζους σκληρούς? Σκόνταφτε το δοξάρι, δεν μπορούσε να το κρατήσει ίσια? Δεν τον ένοιαξε που κοιμόταν σ? ένα παγκάκι στην Κυψέλη? Δεν τον ένοιαξε που το παλτό του τρύπησε και τον περόνιαζε το κρύο..

Μόνο που να, δεν μπορούσε πια να παίξει. Αυτό, ήταν το μεγαλύτερό του παράπονο?

Και κοιμήθηκε πάνω στο παγωμένο ξύλο, κι ονειρεύτηκε την αγαπημένη του μελωδία? Έπαιζε σ? ένα θέατρο εκεί στα μέρη του?

ΜΑΣΚΑ
Η ζωή τους ήταν το θέατρο?.Τι θέατρο δηλαδή, ένα παράπηγμα με καραβόπανο, πέντε σανίδια όλα κι όλα για σκηνή και καμιά τριανταριά καρέκλες? Όμως για κείνους η ζωή ξεκινούσε στα σαπισμένα σανίδια και τελείωνε εκεί.

Τό ?χαν φτιάξει ωραίο κείνο το θεατράκι. Μια υποψία λουλουδιού αριστερά και δεξιά της σκηνής, ένα χαλάκι χειροποίητο στην είσοδο. Πότε πότε γέμιζε? Έβλεπες παιδιά, νέους, γέρους, γυναίκες σκεπασμένες από την κορφή έως τα πόδια. Και παίζαν έργα ευρωπαϊκά, αστεία, παιδικά. Είχαν κι έναν βιολιστή να τους συνοδεύει?

Καμιά φορά παίζαν και κανά πολιτικό. Με καρδιοχτύπι... Αλλά το τολμούσαν... Πάντα φορούσαν μάσκες ?να μην φαίνονται τα πρόσωπα, κινδύνευαν ?ώσπου ήρθε εκείνο το βράδυ.

Εκείνο το βράδυ, δέκα δεκαπέντε κουκουλοφόροι έβαλαν φωτιά στο θεατράκι?

Κείνοι δεν φύγαν. Πως ν? αφήσουν την ίδια τη ζωή τους ?άρπαξαν κι αυτοί φωτιά ...οι σάρκες απ? το πρόσωπο ξεκόλλησαν, όμως κείνοι δεν αφήσαν το θεατράκι τους ?παλέψαν να το σώσουν ?Και τό ?σωσαν. Σώθηκαν κι εκείνοι. Παραμορφώθηκαν? Δεν ξανάβγαλαν τις μάσκες ποτέ?

Πολλοί έγραψαν για αυτούς ?για το όνειρό τους ?για το κακό που τους βρήκε.

ΠΕΝΑ
Κλεινόταν στο δωμάτιό της κι έγραφε ?έγραφε ?ατελείωτα ?Ναι, αυτό ήταν η διέξοδός της, έτσι ξέδινε?

Οι σελίδες σκόρπιες στο πάτωμα, οι λέξεις έφτιαχναν χαλί. Λέξεις που χόρευαν και σειρά δεν είχαν.

Είχε άνετη ζωή, νέα ακόμη, όλα τά ?χε ?και λεφτά, και οικογένεια, και καλή δουλειά, και ομορφιά? Μπούχτιζε όμως? Βαριόταν? Ωχ και ωχ συνέχεια?

Μόνο με τα μολύβια της και τα χαρτιά της αισθανόταν καλά. Άνοιγε την ψυχή της κι έγραφε για ταξίδια μακρινά, για ταίρια χαμένα, για χώρες που δεν ήξερε, για ανθρώπους που δεν γνώριζε?

Να, τώρα άκουσε για ένα ζευγάρι αλλοδαπών ηθοποιών που σχεδόν κάηκαν ολόκληροι στην προσπάθειά τους να σώσουν την σκηνή τους?

Έγραφε γι? αυτούς? Για το ανομολόγητο πάθος τους, για τη μίζερη ζωή τους, για την αδυναμία τους να γλυτώσουν από το κακοριζικό τους?

?Έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρό της ?η ματιά σταμάτησε όπως κάθε μέρα στο άγαλμα? ?Της φάνηκε πως της γέλασε? ?Δεν βαριέσαι? ?είπε ?ένα κομμάτι γκρίζο μάρμαρο είναι?

ΑΓΑΛΜΑ
Έτσι γεννήθηκε? από ένα κομμάτι γκρίζο μάρμαρο? Άγνωστος ο γλύπτης, το δώρισε στον δήμαρχο της Αθήνας κι εξαφανίστηκε?

Και κείνο, στημένο περήφανα στο βάθρο του, χάζευε την πόλη και τους ανθρώπους της? Μα πόσα είχε δει..

Είδε ανθρώπους να πληγώνουν ανθρώπους? ?Είδε αφεντικά να εξουσιάζουν και να τρομοκρατούν, είδε γυναίκες να προδίδουν στα πεταχτά την αγάπη τους, είδε πονηρούς να εξαπατούν, είδε αθώους να κατηγορούνται?.

Είδε έναν ζωγράφο, στερεμένο πια από έμπνευση και κέφι, να περιφέρεται εκεί που κάποτε ζούσε η μούσα του..

Είδε μια πόρνη να στροβιλίζεται γελώντας γύρω από μια μισοσκισμένη κουρτίνα?

Είδε δυο παιδικά μελαγχολικά μάτια να ψαχουλεύουν τις πέτρες που ίσως πατούσε η μάνα του?

Είδε έναν μαυριδερό μουσικό να σιγοτραγουδά τρίζοντας τα δόντια του από το κρύο..

Είδε εφημερίδες να δείχνουν καμμένα πρόσωπα και κορμιά στις χώρες που χουν πόλεμο?

Είδε μια γυναίκα να το κοιτά αφηρημένα από το παράθυρο γράφοντας για αλήθειες και ψέμματα ?

?Κι ας ήταν μόνο ένα κομμάτι γκρίζο μάρμαρο.

Η συμμετοχή της στο Διαγωνισμό "ΛογωΤέχνης" της έδωσε έναν έπαινο, με το διήγημα ?Η τέχνη της ζωής?. Στις 12 Δεκεμβρίου 2010, στην Εκδήλωση Βράβευσης των Νικητών του Λογοτεχνικού Διαγωνισμού «ΛόγωΤέχνης», παρέλαβε τον έπαινο και το δώρο της.