Η εξομολόγηση ενός πανθομολογουμένως μεγάλου ζωγράφου ότι αδυνατεί να αντιγράψει τη φύση, μάς δημιουργεί, όπως είναι φυσικό, πολλές απορίες κι ερωτηματικά. Πώς είναι δυνατόν ένας τόσο ταλαντούχος καλλιτέχνης όπως ο
να εκφράζει μια τέτοια παραδοχή; Ας μη βιαστούμε όμως να εξάγουμε συμπεράσματα. Αν διαβάσουμε προσεκτικά τη συνέχεια των όσων υποστηρίζει, θα κατανοήσουμε πλήρως τα λεγόμενά του. Ιδού λοιπόν το πλήρες κείμενο:
«Δεν μπορώ να αντιγράψω πιστά τη φύση. Αντίθετα, νιώθω την ανάγκη να την ερμηνεύω, να την προσαρμόζω στο πνεύμα του έργου. Όλες μου οι χρωματικές συνθέσεις πρέπει να οδηγούν σε μια ζωντανή χρωματική συγχορδία, σε μια αρμονία ανάλογη μ? εκείνη της μουσικής σύνθεσης».
Συμπληρωματικά προς αυτό, παραθέτω ένα ακόμη χωρίο συναφές: «Στις νεκρές φύσεις καθήκον του ζωγράφου είναι να αποδώσει με χρώματα τα αντικείμενα που επέλεξε για τη σύνθεσή του, λαμβάνοντας υπόψη του τις μεταβαλλόμενες αξίες του κάθε χρώματος ξεχωριστά, αλλά και σε σχέση με τα υπόλοιπα χρώματα. Η ακριβής αντιγραφή των αντικειμένων που αποτελούν τη νεκρή φύση, δεν είναι τέχνη. Αυτό που μετράει είναι να εκφράσεις τα συναισθήματα που δημιουργεί, την αίσθηση που προκαλεί, τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα αντικείμενα».
Για τον φωβιστή ζωγράφο των αρχών του εικοστού αιώνα, η πιστή φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας δε συνιστά τέχνη, ακριβώς επειδή σε μια τέτοια διαδικασία ο καλλιτέχνης δεν κομίζει στο έργο τίποτε προσωπικό. Τίποτε που φέρει την προσωπική του σφραγίδα. Το ζητούμενο λοιπόν για τον Ματίς είναι η ερμηνεία της φύσης μέσω της τέχνης, η απόδοση του τρόπου με τον οποίο ο εκάστοτε καλλιτέχνης προσλαμβάνει τα εξωτερικά ερεθίσματα, φιλτράροντάς τα μέσα από το πρίσμα της προσωπικής του ματιάς. Η προσωπική του ματιά είναι εκείνη που θα υποδείξει στον καλλιτέχνη τα χρώματα που θα χρησιμοποιήσει στη σύνθεσή του και όχι η ίδια η πραγματικότητα. Εκείνη θα το υποδηλώσει τις λεπτές χρωματικές διακρίσεις που θα υπογραμμίσουν τις διακριτές σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων στο χώρο.
Ο θεωρητικός της τέχνης Νέλσον Γκούντμαν, Ν., στο έργο του Γλώσσες της τέχνης (2005), υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει «αθώα ματιά» έναντι στην εξωτερική πραγματικότητα. Απεναντίας, ισχυρίζεται ότι «η ματιά είναι πάντα πεπειραμένη, προσκολλημένη πάντα στο παρελθόν της, καθώς και σε παλαιότερες παρεμβολές της ακοής, της όσφρησης, της γεύσης, της αφής, της καρδιάς και του μυαλού. Δεν λειτουργεί ως αυτοδύναμο και αυτόνομο όργανο, αλλά ως πειθήνιο μέλος ενός πολύπλοκου και ιδιότροπου μηχανισμού. Όχι μόνο το πώς, αλλά και το τι βλέπει, ρυθμίζεται από την ανάγκη και την προκατάληψη». Πολλές ψυχολογικές έρευνες κατατείνουν στην επαλήθευση της παραπάνω άποψης αναφορικά με την επίδραση που ασκείται στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος βλέπει και πολύ περισσότερο νοηματοδοτεί τα πράγματα από γνωστικές και άλλες δομές που έχει εσωτερικεύσει στο παρελθόν.
Αν λοιπόν δεχτούμε ότι η πραγματικότητα δεν είναι μία, και άρα ορθή, αντιθέτως υπάρχουν πολλές εκδοχές της, η τέχνη αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται καλλιτεχνικά η εκδοχή του καλλιτέχνη, η οποία, βεβαίως, θα ερμηνευτεί από τους θεατές ? αποδέκτες του έργου τέχνης με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, βάσει των εμπειριών και της παιδείας που εκείνοι με τη δική τους σειρά φέρουν. Ο Γκούντμαν, Ν. (2005) επισημαίνει ότι το μάτι «επιλέγει, απορρίπτει, οργανώνει, διαφοροποιεί, συνδέει, ταξινομεί, αναλύει, κατασκευάζει. Περισσότερο παίρνει και φτιάχνει παρά καθρεφτίζει. Αυτά που παίρνει και φτιάχνει δεν τα βλέπει γυμνά, ως αντικείμενα χωρίς ιδιότητες».
Η όποια ομοιότητα ανάμεσα στην εικόνα του έργου που παριστάνει ένα αντικείμενο και στο ίδιο το αναπαριστώμενο αντικείμενο αποκτά σημασία μόνο εφόσον αναγνωρίσουμε ως προς τι ομοιάζουν τα δύο αντικείμενα, την ιδιαίτερη σχέση που έχουν μεταξύ τους. Και σ? αυτό ακριβώς το σημείο παρεμβαίνουν οι συμβάσεις που έχουν ισχύ μέσα σε συγκεκριμένο κοινωνικό ? πολιτισμικό πλαίσιο. Για παράδειγμα χαρακτηρίζουμε ένα έργο ως ρεαλιστικό, καθώς ο πολιτισμός μας συμβατικά δέχεται ότι η φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας αποτελεί ρεαλιστική απεικόνιση.
Αναρωτήθηκε όμως κανείς μήπως η απεικόνιση που χαρακτηρίζεται ρεαλιστική δεν είναι στην ουσία παρά μια πράξη επίδειξης της τεχνικής κατάρτισης ενός δημιουργού που δεν επιθυμεί ή πολύ χειρότερα δεν έχει να καταθέσει το πλήρες συναίσθημά του έναντι της πραγματικότητας που συνθέτει; Και μήπως ο τελευταίος λόγω του ότι δεν έχει οικοδομήσει καμία ουσιαστική σχέση με τα πράγματα, είναι λιγότερο ρεαλιστικός καλλιτέχνης από κάποιον άλλο που μετουσιώνει το βίωμα του από την εξωτερική πραγματικότητα, ανασυνθέτοντάς κι όχι μεταφέροντάς την πιστά στο έργο του;