Τρίτη, 20 Οκτωβρίου 2015 16:22

Δωρικός και Ιωνικός ρυθμός στην αρχιτεκτονική των αρχαϊκών χρόνων

Γράφτηκε από τον 
Δωρικός και Ιωρικός ρυθμός στην αρχιτεκτονική των αρχαϊκών χρόνων Δωρικός και Ιωρικός ρυθμός στην αρχιτεκτονική των αρχαϊκών χρόνων

Στη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου -7ος – 6ος αιώνας π.Χ.- δύο είναι οι βασικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί που αναδύονται επηρεάζοντας τις εξελίξεις στο πεδίο της αρχιτεκτονικής των επόμενων χρόνων.

Οι απαρχές του δωρικού ρυθμού εντοπίζονται στο Άργος και στην Κόρινθο συνδεόμενες με την κάθοδο των Δωριέων. Ο Ιωνικός ρυθμός αρχίζει να εμφανίζεται από την αυγή του 6ου π.Χ. αιώνα, μετά τη διείσδυση των Δωριέων, στα παράλια της μικρασιατικής Ιωνίας -από όπου και προέρχεται το όνομά του- καθώς και στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και στην Αττική.

Παρατηρώντας κανείς τόσο τον αυστηρό, λιτό δωρικό, όσο και τον πιο ανάλαφρο και κάπως πιο διακοσμητικό ιωνικό, διαπιστώνει κάποιες βασικές διαφορές ανάμεσά τους, οι οποίες έγκεινται αρχικά στην ανωδομή, καθώς στον δωρικό ναό λείπει η ευθυντηρία, η απόλυτα οριζόντια στρώση λίθων που έχει ο ιωνικός. Αντίθετα, και στους δύο ρυθμούς υπάρχει η κρυπίδα και ο στηλοβάτης που ακολουθεί και πάνω στον οποίο πατά ο κίονας. Ο κίονας αποτελείται από τη βάση, η οποία διακρίνεται μόνο στον ιωνικό και όχι στο δωρικό ρυθμό. Στη συνέχεια έπεται ο κορμός ο οποίος, έχοντας περισσότερες ραβδώσεις στον ιωνικό από ότι στον δωρικό, επιστέφεται από το κιονόκρανο που φέρει τον εχίνο και τον άβακα. Το ιωνικό κιονόκρανο διαθέτει τους χαρακτηριστικούς έλικες που το κάνουν να ξεχωρίζει από το πιο αφαιρετικό δωρικό. Ακριβώς πάνω από τον κίονα ακολουθεί ο θριγκός που περιλαμβάνει το επιστήλιο, τη ζωφόρο και το γείσο. Το επιστήλιο στον ιωνικό ρυθμό διαιρείται σε τρεις ζώνες, ενώ στον δωρικό είναι ενιαίο. Η ζωφόρος στον δωρικό ναό αποτελείται από τρίγλυφα και μετόπες με ανάγλυφες παραστάσεις διαδοχικά, κάτι που απουσιάζει από τον ιωνικό ρυθμό. Το γείσο είχε καθαρά προστατευτικό ρόλο, από τα νερά της βροχής. Πάνω από το γείσο, στις στενές πλευρές του ναού, υψώνονταν το αέτωμα με ανάγλυφη ή ολόγλυφη διακόσμηση. Τις γωνίες των αετωμάτων κοσμούσαν αγάλματα, τα ακρωτήρια, ενώ σε όλες τις πλευρές του κτηρίου πάνω από το γείσο υπήρχε η σίμη για τη συγκέντρωση των νερών της στέγης. Ίδια κάτοψη και ανωδομή-θριγκό με τους ιωνικούς ναούς παρουσιάζουν και τα οικοδομήματα που σε μεταγενέστερους χρόνους -από την ελληνιστική εποχή και μετά- θα υιοθετήσουν το κορινθιακό κιονόκρανο το οποίο είναι ακόμη πιο διακοσμημένο σε σύγκριση με το ιωνικό καθώς φέρει φύλλα ακάνθου, ορατά από όλες του τις πλευρές.

Στειακάκης Χρυσοβαλάντης
(Ιστορικός Τέχνης)

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

  • Gombrich, E. H., Το χρονικό της τέχνης, Μτφρ. Κάσδαγλη Λ., Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ, 19992.
  • Κοκκορού-Αλευρά, Γ., Η τέχνη της αρχαίας Ελλάδας. Σύντομη Ιστορία (1050-50 π.Χ), Αθήνα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1995.
  • Χόνορ, Χ. - Φλέμινγκ, Τζ., Ιστορία της τέχνης, τόμος 1, Μτφρ. Παππάς Α., Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1991.

Στειακάκης Βαλάντης

Ο Χρυσοβαλάντης Στειακάκης είναι Ιστορικός Τέχνης - Δρ. στις «Σπουδές στην Ελληνικό Πολιτισμό» και μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα τεχνοκριτικής και έχει εργαστεί και εργάζεται ως εκπαιδευτής για το μάθημα της ιστορίας της τέχνης σε Δημόσια και Ιδιωτικά Ι.Ε.Κ. της Αθήνας και της Κρήτης, σε Σ.Δ.Ε. και Κ.Δ.Β.Μ. της Κρήτης, σε Κολλέγιο - Παράρτημα Αγγλικού Πανεπιστημίου στην Κρήτη, καθώς και στη Σχολή Ξεναγών της Αθήνας. Παράλληλα, έχει εργαστεί ως επιμορφωτής στα Εικαστικά Εργαστήρια του Εκπαιδευτικού Tομέα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, αλλά και ως αρχαιολόγος στην Κρήτη. Ταυτόχρονα, επιμελείται εικαστικές εκθέσεις και παραμένει ερευνητικά ενεργός, μετέχοντας σε διεθνή και εθνικά συνέδρια ιστορίας της τέχνης, εκδίδοντας μελέτες, αρθρογραφώντας και παραθέτοντας διαλέξεις - ομιλίες που άπτονται ζητημάτων αισθητικής.