Παρασκευή, 09 Μαΐου 2014 10:34

Οι γλυπτικές φόρμες του ήχου

Γράφτηκε από την 

Στις εικαστικές τέχνες, όταν μιλάμε για ένα έργο τέχνης ή όταν καλούμαστε να το περιγράψουμε σε κάποιον αναφερόμαστε, τις περισσότερες φορές, σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που περιγράφουν την φυσική παρουσία του στον χώρο. Περιγράφουμε την υλικότητά του, τις διαστάσεις του, τα φορμαλιστικά του στοιχεία, καθώς και όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την υπόστασή του μέσα σε ένα συγκεκριμένο χωρικό πλαίσιο. Μιλάμε έτσι για ένα αντικείμενο με απτά χαρακτηριστικά.

Σε αυτή την αντίληψη σχετικά με την φυσική παρουσία ενός αντικειμένου το οποίο έχει συγκεκριμένες προδιαγραφές και χαρακτηριστικά, προκειμένου να χαρακτηριστεί εικαστικό αντικείμενο, προσπάθησε να αντιπαρατεθεί η εννοιολογική τέχνη από την αρχή σχεδόν της εμφάνισής της στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, μετά το 1966.

Σύμφωνα με το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα, και παρά τις ποικίλες εκφάνσεις του μέσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους, από το σημείο της σύλληψης ενός έργου μέχρι και την στιγμή της καλλιτεχνικής του παραγωγής, κεντρική θέση της διαδικασίας έχει η ιδέα πάνω στην οποία βασίζεται ο καλλιτέχνης. Η ιδέα βασιλεύει τόσο κατά τη διαδικασία της σύλληψης μιας εικαστικής έκφρασης όσο και αργότερα, όταν το έργο τελικά εκτεθεί σε κάποιο χώρο.

Για την εννοιολογική τέχνη, δεν έχει σημασία αν βλέπουμε το αντικείμενο μέσα στον περιβάλλοντα χώρο, εάν το έργο έχει φυσικές διαστάσεις ή απλώς αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή του βάσει κάποιου βιωματικού μηχανισμού. Εκείνο που έχει νόημα και ουσία, είναι η ιδέα πίσω από τη διαδικασία της σκέψης του καλλιτέχνη, γεγονός που συνέδεσε και το καλλιτεχνικό ρεύμα της εννοιολογικής τέχνης με το πεδίο της φιλοσοφίας. Ο καλλιτέχνης δεν είναι ένας τεχνίτης που κατασκευάζει ένα αντικείμενο με τα χέρια του, αλλά ένας στοχαστής, που «γεννά» την ιδέα και στοχεύει να την επικοινωνήσει στο ευρύ κοινό.

One and Three Chairs by Joseph KosuthOne and Three Chairs by Joseph Kosuth

Όπως ένα λογοτεχνικό κείμενο, ένα ποίημα, ή ένα μουσικό κομμάτι υφίστανται έχοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αισθητικής αξίας και ομορφιάς, χωρίς να έχουν φυσική- απτή υπόσταση, έτσι και ένα εικαστικό έργο τέχνης που εκτίθεται σε κάποιο χώρο τέχνης, άνευ οπτικής ή φυσικής υπόστασης, βρίσκεται εκεί για ένα συγκεκριμένο λόγο. Για να προβληματίσει το φιλότεχνο κοινό και να το προκαλέσει να συμμετέχει στην πνευματική εμπειρία της ανακάλυψης του νοήματος πίσω από την αρχική ιδέα του καλλιτέχνη. Αυτή η ιδέα είναι επιφορτισμένη με το βάθος και το εύρος που ορίζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης.

Μια ενδιαφέρουσα έκφραση της σύγχρονης τέχνης αποτελούν τα ηχητικά έργα τέχνης. Συχνά τέτοια έργα ανήκουν και στο πεδίο της εννοιολογικής τέχνης. Με τη βοήθεια της ανάπτυξης των νέων τεχνολογικών μέσων, αποτελούν μια καλλιτεχνική πραγματικότητα η οποία συνδυάζει μια ποικιλία διαφορετικών καλλιτεχνικών πρακτικών. Η τέχνη αυτή εμπλέκεται με θέματα ακουστικής και ψυχοακουστικής, και εξερευνά θεματικές που σχετίζονται με το ανθρώπινο σώμα, τη γλυπτική, το βίντεο και ένα σύνολο άλλων θεματικών που αναπτύσσουν μια σύγχρονη «ομιλία» στην τέχνη.

Από τη φύση της, η ηχητική τέχνη είναι διεπιστημονική και συγγενεύει άμεσα με πολλά σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα όπως είναι η ηχητική ποίηση, το πειραματικό θέατρο, η μινιμαλιστική τέχνη και η εννοιολογική τέχνη. Η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή των ακουστικών έργων τέχνης, είναι οι «γλυπτικές φόρμες» που δημιουργούν πολλά από αυτά τα έργα μέσα στον χώρο. Ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο ο επισκέπτης βιώνει πνευματικά τη σύλληψη μιας δυναμικής ιδέας η οποία ξεκινά από την σύλληψη μιας ηχητικής μορφής που αποκτά χωρικές διαστάσεις δημιουργώντας όγκους και μορφές όμοιες με εκείνες της γλυπτικής τέχνης.

Δύο πολύ ενδιαφέροντα ηχητικά έργα τέχνης υπογράφουν και δύο καλλιτέχνιδες με βάση το Βερολίνο. Η Καναδή καλλιτέχνης Janet Cardiff και η Σκοτσέζα καλλιτέχνης Susan Phillipsz. Η ιδέα που κατέχει κοινό έδαφος και στα δύο έργα των καλλιτεχνών το «Forty Part Motet» και το «Part File Score» αντίστοιχα, βρίσκεται στην εγκατάσταση ηχείων που μεταδίδουν μουσικά κομμάτια από δύο γνωστούς μουσικοσυνθέτες μέσα σε άδειους σχεδόν χώρους μεγάλων διαστάσεων.

Οι καλλιτέχνιδες με τα έργα τους απευθύνουν κάλεσμα στους θεατές ώστε να πάρουν θέση μέσα στον χώρο όπου εκτίθενται τα έργα, να ταξιδέψουν πνευματικά και να «οραματιστούν» τις μορφές που σχηματίζουν και δημιουργούν οι μουσικοί ήχοι μέσα στον περιβάλλοντα χώρο.

Η Janet Cardiff γεννημένη το 1957 στον Καναδά ζει μόνιμα στο Βερολίνο. Στο έργο της «Forty Part Motet», που ανήκει στην μόνιμη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης του Καναδά, του Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και του Inhotim της Βραζιλίας, η καλλιτέχνης τοποθέτησε σαράντα ηχεία χωσμένα σε ομάδες των οκτώ. Το κάθε ηχείο παίζει από μια ηχογραφημένη φωνή που τραγουδά το «Spem in alium, 1573» του συνθέτη Thomas Tallis.

janet cardiff forty part motetForty Part Motet, Janet Cradiff, Baltic

Η εγκατάσταση των ηχείων επιτρέπει στον θεατή να κινείται ελεύθερα στον χώρο και να μπορεί να ακούσει «δειγματοληπτικά» κάθε διαφορετική φωνή αυτής της πολυφωνικής μουσικής. Η ίδια η καλλιτέχνης σχολιάζει: «ενώ ακούς ένα κονσέρτο κάθεσαι συνήθως μπροστά από τη χορωδία, στη παραδοσιακή θέση του κοινού». Με αυτό το κομμάτι η ίδια θέλει το κοινό να μπορεί να βιώσει ένα μουσικό κομμάτι από τη θέση των χορωδών.

Η καλλιτέχνης δηλώνει ότι εκείνο που την ενδιαφέρει είναι «ο τρόπος με τον οποίο ο ήχος πιθανός κατασκευάζει φυσικά έναν γλυπτικό χώρο και το πώς ο θεατής επιλέγει τη διαδρομή του μέσα σε αυτόν τον φυσικό κι όμως εικονικό χώρο». Τοποθέτησε τα ηχεία σε οβάλ διάταξη ώστε ο θεατής να μπορεί να βιώνει πραγματικά τη γλυπτική κατασκευή μέσα από το κομμάτι του Thomas Tallis.

Το έργο μεταδίδει πραγματικά μια έντονη συναισθηματική εμπειρία. Ο θεατής εισέρχεται σε έναν χώρο και βιώνει κάτι απρόσμενο. Αντικρίζει ένα σύνολο ταξιθετημένων μαύρων ηχείων στον χώρο τα οποία σε ένα δεύτερο επίπεδο είναι αρκετά ώστε να επιδράσουν δυναμικά στον ψυχισμό του. Ο θεατής έχει την απόλυτη ελευθερία είτε να κινηθεί και να επιλέξει την πορεία του μέσα στον χώρο, είτε να σταθεί σε ένα μόνο σημείο και να αφήσει τον ήχο της μουσικής να τον οδηγήσει σε ένα πνευματικό ταξίδι αποκαλύπτοντάς του μορφές και εικόνες που εκ πρώτης όψεως δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές.

Με παρόμοιο τρόπο ευρηματικότητας λειτουργεί και το έργο της Σκοτσέζας καλλιτέχνιδος που ζει επίσης στο Βερολίνο, της Susan Phillipsz (γεν. 1965). Στην περίπτωση του έργου της Phillipsz έρχεται να προστεθεί και ένα στοιχείο ιστορικής σημασίας μιας και το έργο της δημιουργήθηκε για τον Ιστορικό Διάδρομο του μουσείου Hamburger Bahnhof - Museum für Gegenwart του Βερολίνου. Το έργο κάνει μια έντονη αναφορά στην προηγούμενη λειτουργία του κτιρίου ως σταθμό τραίνων και την αρχιτεκτονική δομή του διαδρόμου με τους είκοσι τέσσερις πυλώνες.

Η καλλιτέχνης με την εγκατάστασή της δημιουργεί μια σχέση ανοιχτού διαλόγου ανάμεσα στον σταθμό του τραίνου ως τόπο αφίξεων και αναχωρήσεων, αποχαιρετισμών και επανασυνδέσεων, με την διαρκώς εν κινήσει ζωή του συνθέτη Hanns Eisler (1898- 1962) του οποίου τη μουσική χρησιμοποιεί για το έργο της.

IMGP2179Ιστορικός Διάδρομος, Hamburger Bahnhof - Museum für Gegenwart, Βερολίνο

Βασισμένη σε συνθέσεις τριών ταινιών του Eisler, η Philipsz ανέπτυξε μια ηχητική εγκατάσταση με είκοσι τέσσερα κανάλια ήχου με τον κάθε τόνο να παίζεται ξεχωριστά μέσα από τα είκοσι τέσσερα ηχεία κατά μήκος του Ιστορικού Διαδρόμου. Παράλληλα στους τοίχους του διαδρόμου βρίσκονται και δώδεκα εκτυπώσεις με μουσικά κομμάτια του Eisler να επικαλύπτονται από σελίδες από τα αρχεία του φακέλου του μουσικού στο FBI. Η καλλιτέχνης προσπαθεί να μεταφέρει την αισθητική του Eisler αναφορικά με την «απομακρυσμένη μορφή» ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να συγκινήσει τον θεατή με θέματα όπως είναι «το ταξίδι της ζωής», και η εμπειρία της απομάκρυνσης.

part file score3Part File Score

Ο χώρος του πάλαι ποτέ σταθμού των τραίνων, επιφορτισμένος με εμπειρίες και συναισθηματικές σκηνές ανθρώπων μιας άλλης εποχής, σήμερα γεμίζει ολόκληρος από τους ήχους της μουσικής που επέλεξε η Philipsz. Ο ήχος σχηματίζει εικόνες «κατασκευασμένες» που παίρνουν σάρκα και οστά στην φαντασία του θεατή. Κι εδώ, όπως και στην περίπτωση της Cardiff, η γλυπτικές φόρμες που δημιουργεί ο ήχος παίρνουν διαστάσεις πραγματικές, σχεδόν απτές, με το συναίσθημα να κυριαρχεί και να δρομολογεί την εικαστική εμπειρία.

Ο ήχος, τα συναισθήματα, οι εμπειρίες που επανέρχονται στο προσκήνιο, η έκπληξη που προκαλεί η μεταμόρφωση ενός φαινομενικά κενού χώρου σε έναν χώρο γεμάτο κίνηση, είναι μόλις κάποια από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιδέα πίσω από τα έργα των δύο αυτών καλλιτεχνών. Ο ευρηματικός τρόπος της διάταξης των ηχείων μέσα στους μεγάλους μουσειακούς χώρους τους οποίους γεμίζει απρόσμενα ο ήχος της μουσικής μας κάνει να αναλογιστούμε σε βάθος τη σημασία της ιδέας πίσω από ένα έργο τέχνης και την υψηλή αισθητική αξία που μπορεί να το χαρακτηρίζει.

Μέσα από την εμπειρία αυτού του είδους των εκθέσεων συναντάμε τον τρόπο με τον οποίο η πνευματικότητα κυριαρχεί έναντι της υλικότητας. Τα δύο αυτά έργα, αποτελούν ένα δυνατό παράδειγμα ως προς την σχέση του ήχου με την τέχνη της γλυπτικής και σημειώνουν τις γλυπτικές φόρμες που δύναται να δημιουργήσει ο ήχος μέσα στον χώρο.
Είναι μια υπενθύμιση της σημασίας της διεπιστημονικότητας και το αποτέλεσμα σε βιωματικό επίπεδο αποτελεί μια μοναδική εμπειρία για τον θεατή.

Αναστασία Βουτσά (Εικαστικός- Μουσειολόγος)

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

  • Baltic- Centre for Contemporary Art- Newcastle Upon Tyne, UK (https://www.balticmill.com).
  • Bandt, R,. Sound Sculpture: Intersections in Sound and Sculpture in Australian Artworks, Sydney, Craftsman House, 2001.
  • Berwick, C., (Bloomberg.com) Forty Harmonius Voices Drown Out Your Woes, Cardiff at MoMA, 2016.
  • Cox, C., Beyond Representation and Signification: Toward a Sonic Materialism, Journal of Visual Culture, 10(2), 2011.
  • Goldie, P., Schellekens, E., Philosophy and Conceptual Art, Oxford University Press, 2007.
  • Hamburger Bahnhof Museum für Gegenwart – Berlin (http://www.smb.museum/museen-und-einrichtungen/hamburger-bahnhof/home.html).

 

Αναστασία Βουτσά

Είμαι απόφοιτη του τμήματος Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με εξειδίκευση στη Γλυπτική και τις Εγκαταστάσεις. Το μεταπτυχιακό μου (Master of Arts) στο Πανεπιστήμιο του Newcastle του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι στο πεδίο της Μουσειολογίας και συγκεκριμένα της επιμέλειας εκθέσεων (art curatorship). Έχω εργαστεί σε Μουσεία και Κέντρα Σύγχρονης Τέχνης σε Ελλάδα και Αγγλία ενώ ασχολούμαι με την εκπαίδευση τέχνης και τις επιμέλεια έργων τέχνης ως ανεξάρτητη επιμελήτρια εκθέσεων.