Στη Σαμία των Γιάννη Βαρβέρη και Εύη Γαβριηλίδη, πρωταγωνιστούν και πάλι οι Αλκίνοος Ιωαννίδης, Κώστας Δημητρίου, Σπύρος Σταυρινίδης και Σταύρος Λούρας. Το ρόλο της Σαμίας, υποδύεται η Στέλα Φυρογένη.
Η Σαμία είναι ένα από τα τέσσερα σωζόμενα έργα του αρχαίου συγγραφέα της Νέας Κωμωδίας Μενάνδρου. Μέσα από μια σειρά παρεξηγήσεων, το έργο πραγματεύεται τα μπερδέματα που δημιουργεί ανάμεσα σε δύο οικογένειες ένα εξώγαμο παιδί. Η παράσταση είναι τοποθετημένη στην Αθήνα των αρχών του 20ου αιώνα, και ο συνδυασμός της πρωτότυπης μετάφρασης του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, της φινετσάτης σκηνοθεσίας του Εύη Γαβριηλίδη, της υπέροχης μουσικής (Μιχάλης Χριστοδουλίδης), της κομψότητας των κουστουμιών (Γιώργος Ζιάκας) και της μαγείας του χορού (Ισίδωρου Σιδέρη) προσφέρουν ένα αστραφτερό, δροσερό και ευχάριστο, θέαμα.
Ο σκηνοθέτης Εύης Γαβριηλίδης αναφέρει για τη συνεργασία του με τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη: «το κοινό μας εγχείρημα με τον αξέχαστο ποιητή και φίλο Γιάννη Βαρβέρη να αναλογίσουμε το Μένανδρο γλωσσικά με την απλή καθαρεύουσα και σκηνοθετικά με τα αθηναϊκά ήθη των αρχών του αιώνα, σας παραδίδει σήμερα τη Σαμία ως πολύχρωμο κωμειδύλλιο με άσματα. Είναι μια εργασία κεφιού όλων μας και μεγάλης αγάπης προς μια αισθητική όπου βασιλεύει η χάρις. Επίσης, είναι μια δουλειά τρυφερής νοσταλγίας για έναν κόσμο από τον οποίο έχει απομείνει μονάχα ένα υπέροχο άρωμα. Αφιερώνω την παράσταση στο φίλο, συνεργάτη και σπουδαίο ποιητή Γιάννη Βαρβέρη».
Ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης στην εισαγωγή του στην έκδοση της μετάφρασης του έργου του Σαμία του Μενάνδρου αναφέρει: «Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε όταν, περί τα τέλη του 1992, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου και ο σκηνοθέτης Εύης Γαβριηλίδης μού ζήτησαν να προχωρήσω στη μετάφραση της Σαμίας, κωμωδίας με την οποία εκπροσωπήθηκε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου το καλοκαίρι του 1993, αλλά και με την οποία επανεμφανίστηκε στο θέατρο του Λυκαβηττού τον Αύγουστο του 1994.
Οι επί του θέματος προπαρασκευαστικές συζητήσεις με το συγκεκριμένο σκηνοθέτη μας είχαν από καιρό οδηγήσει στην ιδέα ότι ο Μένανδρος, εισηγητής μιας ευρύτατης θεατρικής φόρμας που επηρέασε τη ρωμαϊκή κωμωδία, την κομέντια ντελ άρτε μέχρι και το βουλεβάρτο, όφειλε να επιδοτηθεί σκηνικά με μιαν, ίσως αυθάδη, ένεση δροσιάς, μια και ο σοφός πρόγονος, συγκρινόμενος με τους επιδέξιους μιμητές του, δεν έπρεπε να φαίνεται ισχνότερος. Έτσι, σκεφτήκαμε ότι μια γλώσσα κοντά σ' εκείνην του Κορομηλά και του κωμειδυλλίου του, γλώσσα που θα φορούσε τον ανάλογο παραστασιακό μανδύα, θα συνιστούσε ίσως πρόταση "αποναφθαλινοποίησης" του υπέροχου μενανδρικού υλικού. Στην προσέγγιση αυτή, σοβαρό επιχείρημα αποτέλεσε και η πεποίθηση πως τα συντηρητικά αθηναϊκά ήθη της κοινωνίας του 320 π.Χ. έχουν αρκετές αναλογίες με τα κοινωνικά ήθη, και άρα και με τον γλωσσικό κώδικα του αθηναϊκού κωμειδυλλίου. Προκρίναμε, λοιπόν, ως γλωσσικό όχημα μια βάση για το κοινό καθαρεύουσα, διακοσμημένη με ομοιοκατάληκτα χορικά ανάμεσα στις πράξεις, αλλά με τραγούδια αυτοπαρουσίασης των ηρώων – όλα και πάλι στην καθαρεύουσα. [...]
Ένα ας προσέξουμε. η μετάφραση αυτή δεν έγινε επ' ουδενί με σκοπό την παρωδία. Ο γίγας Μποστ ενέδρευε σατανικά απειλητικός από την κουίντα. Αλλά όχι. Θέλησα να αναβιώσω μια εποχή, μαζί με το γλωσσικό της όργανο, πάνω σε ανθρώπους-ηθοποιούς που να την πιστεύουν επειδή τη ζουν. [...]»
- Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης
- Σκηνοθεσία: Εύης Γαβριηλίδης
- Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας
- Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης
- Χορογραφία: Ισίδωρος Σιδέρης
- Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Κουκουμάς
- Διδασκαλία Τραγουδιών: Μάρω Σκορδή
- Βοηθός Σκηνοθέτη: Νάγια Αναστασίαδου
- Βοηθός Χορογράφου: Στέλλα Κρούσκα
- Βοηθός Σκηνογράφου: Κρίστυ Πολυδώρου
Ερμηνεύουν:
Αλκίνοος Ιωαννίδης (Μοσχίων), Στέλα Φυρογένη (Χρυσίς), Κώστας Δημητρίου (Δημέας), Σπύρος Σταυρινίδης (Παρμένων), Δημήτρης Αντωνίου (Νικήρατος), Σταύρος Λούρας (Μάγειρος), Προκόπης Αγαθοκλέους (Περαστικός), Θέα Χριστοδουλίδου (Τροφός), Νιόβη Χαραλάμπους (Πλαγγόνα), Άννα Γιαγκιώζη (Μητέρα Πλαγγόνας)
Χορός:
Νεοκλής Νεοκλέους, Σώτος Σταυράκης, Μαργαρίτα Ζαχαρίου, Αλέξανδρος Παρίσης, Μάριος Κωνσταντίνου, Ανδρέας Κούτσουμπας, Νίκη Δραγούμη, Άντρη Κυριάκου, Ανδρέας Φυλακτού, Κωνσταντίνος Γαβριήλ
Πληροφορίες
Σαμία
του Μενάνδρου
Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου
19 & 20 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013, 21:00
ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
ΘΕΑΤΡΟ
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης για τη ΣΑΜΙΑ
Αρχές του '93 χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Εύης Γαβριηλίδης, φίλος οικογενειακός και δάσκαλος της μητέρας μου παλαιότερα. Μου είπε για την Σαμία, για την Επίδαυρο και μου πρότεινε το ρόλο του Μοσχίωνα. Χωρίς να με έχει δει ποτέ να παίζω, έτσι, από διαίσθηση. Ήμουν 23 χρονών, ένα χρόνο βγαλμένος από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Δεν αισθανόμουν ηθοποιός και δεν είχα καμία διάθεση να γίνω. Ονειρευόμουν τη σκηνοθεσία του κινηματογράφου και, πιο κρυφά, τη μουσική. Μ' έπιασε φόβος μεγάλος, αλλά ο Εύης ήταν επίμονος και σίγουρος ότι θα πάω καλά. Με την ψυχή στο στόμα, συμφώνησα.
Κατέβηκα στη Λευκωσία. Ο ΘΟΚ ήταν ένας χώρος μαγικός, οι άνθρωποί του είχαν ένα μυστήριο βγαλμένο απ' τις παιδικές παραστάσεις που πρωτοείδα στη ζωή μου. Μαζεύτηκαν, πήγα κι εγώ. Από την πρώτη ανάγνωση, έγινε φανερό πως ο αληθινός πρωταγωνιστής δεν θα ήμασταν εμείς, ούτε καν το έργο. Θα ήταν η μετάφραση! Σε αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, έργο από μόνη της, αυτάρκης, λεπτή, συμπαγής και εύθραυστη, με ιδιαίτερες απαιτήσεις αλλά ταυτόχρονα στήριγμα. Έχοντας το λόγο αυτό, δεν είχες να κάνεις πολλά. Ό,τι χρειαζόταν, στο ζητούσε. Σε υποχρέωνε να είσαι καλός.
Παρ' όλ' αυτά, δυσκολευόμουν. Δίπλα μου ηθοποιοί ταλαντούχοι, με τεράστια πείρα, βουτηγμένοι στο θέατρο μια ζωή, φυτρωμένοι στο σανίδι. Άνθρωποι που τους θαύμαζα απ' τη νηπιακή μου ηλικία και τους θαυμάζω ακόμα. Με στήριξε η συμπάθειά τους και η διδασκαλία του Εύη Γαβριηλίδη, αυτή η ικανότητα να σου περνά τη σκέψη, το χιούμορ, τη δροσιά, το πείσμα, τη χαρά και την ευρηματικότητά του. Γιορτή από μόνος του, άρχισε να στήνει μια γιορτή υπέροχη. Είχε όμως πολλά στο κεφάλι του. Έτσι με «ανέθεσε» στον, μακαρίτη πια, αγαπημένο φίλο Τάσο Αναστασίου, που συμμετείχε στην παράσταση χωρίς ρόλο, ερμηνεύοντας σιωπηλά τον εαυτό του και τους άλλους, όπως και στη ζωή του. Τα απογεύματα πηγαίναμε στο σπίτι του και ανάμεσα σε άλλες ασχολίες πλάθαμε τον Μοσχίωνα. Αν έπαιξα αξιοπρεπώς, το οφείλω κυρίως σ' αυτόν.
Ήρθε ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης. Έγραφε τη μουσική σε μια διπλανή αίθουσα κι όποιο κομμάτι τέλειωνε το περνούσαμε επί τόπου. Μου εκμυστηρευόταν απελπισμένος «Οι ηθοποιοί είναι τρελοί! Ανεβαίνουν στη σκηνή και νομίζουν πως είναι άλλοι!» Ήρθε ο Ισίδωρος Σιδέρης μ' έναν χορό ολοζώντανο και πολύχρωμο, ο Γιώργος Ζιάκας με τα ωραία κοστούμια, τα σκηνικά, τα ποδήλατα, τα ηλιοτρόπια, τα βρεφικά καροτσάκια, τις κούκλες. Άρχισε το έργο να παίρνει μορφή. Να συνδέονται τα κομμάτια, τα μέλη, οι άνθρωποι, ο λόγος, το φως. Να αποκτά νόημα το έργο. Να ολοκληρώνεται, να ζητάει να γεννηθεί, να φανερωθεί, να απευθυνθεί. Να έρθει ο κόσμος να το γνωρίσει. Η ομαδική εργασία έδωσε το δώρο της. «Μα, πως μπορείς να είσαι σίγουρος ότι η παράσταση θα είναι καλή, όταν αυτό εξαρτάται από τόσους παράγοντες και τόσους ανθρώπους; Πως μπορείς να είσαι σίγουρος, όταν δεν περνούν όλα από το χέρι σου;» Δεν είσαι σίγουρος! Κι αυτό είναι το σπουδαίο! Γι' αυτό το θέατρο μας ξεπερνά. Πολλαπλασιάζει τις ικανότητες και αξιοποιεί τις ελλείψεις όλων μας, οδηγώντας μας έξω από τα περιορισμένα όρια της σιγουριάς μας. Αξίζουν χίλιες αποτυχίες για να το ζήσεις μια φορά. Κι εγώ, ο τυχερός, το έζησα με τη μία!
Αγία Πετρούπολη, Ιούνιος 2005
(το κείμενο αυτό γράφτηκε κατά παραγγελία και δημοσιεύτηκε το 2005 όταν η ΣΑΜΙΑ ψηφίστηκε στις 10 καλύτερες παραστάσεις της Επιδαύρου).
Ο Αλκίνοος για την πρεμιέρα της Λευκωσίας
Πρεμιέρα χθες βράδυ, στο αγαπημένο θέατρο της Σχολής Τυφλών, στη Λευκωσία, εκεί όπου, νήπιο, είδα τις πρώτες καλοκαιρινές παραστάσεις, τις πρώτες συναυλίες.
Η Σαμία επέστρεψε! Αυτή η ιστορική παράσταση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, αυτή η ανεπανάληπτης ομορφιάς μετάφραση του Γιάννη Βαρβέρη, αυτή η υψηλής αισθητικής σκηνοθεσία του Εύη Γαβριηλίδη, επανέρχεται μετά είκοσι έτη, με τους περισσότερους από τους αρχικούς ηθοποιούς, με τα ίδια παλιά ποδήλατα, τα ίδια σκηνικά, τις ίδιες χορογραφίες, μα ταυτόχρονα ολοκαίνουργια, ολοζώντανη, γεμάτη χαρά, γέλιο, ανοιχτοσύνη, φως, φινέτσα και επίπεδο, να αντισταθεί σε μια εποχή λυπημένη, αγέλαστη, κλειστή, σκοτεινή, αντιαισθητική.
Η Σαμία επιστρέφει, για να φανερώσει έναν εαυτό παραμελημένο, τον μόνο που μπορεί να οδηγήσει πάλι στην ουσία. Αυτός ο εαυτός, αυτός ο τρόπος ύπαρξης, δεν παζαρεύει την ποιότητα, σέβεται το τώρα (δηλαδή το πριν και το μετά), εργάζεται και συνεργάζεται ακούραστα χωρίς να δουλεύει, πιστεύει στην ευλογία του να μοιράζεσαι, χαρίζεται χωρίς ερωτήματα και χωρίς απαιτήσεις. Τύχη μεγάλη μου επέτρεψε να τα ξαναζήσω όλα αυτά, μέσα σε μια ομάδα σπουδαίων ανθρώπων που, σε ένα νησί, στο χείλος του γκρεμού, παλεύουν ομαδικά, άγνωστοι στο μεγάλο ελληνικό κοινό, ανεξαργήρωτοι και απομακρυσμένοι, μα ταγμένοι στο Θαύμα!
Όσοι δεν ζήσατε την εμπειρία μιας παράστασης στην Επίδαυρο, ελάτε να τη ζήσετε! Λίγα πράγματα στον κόσμο μπορούν πια να μας μυήσουν στο αρχέγονα ιερό της ύπαρξής μας. Και αν δεν μπορείτε να έρθετε στις 19 ή στις 20 Ιουλίου, να πάτε μιαν άλλη μέρα, να ζήσετε κάτι άλλο, από τα όσα σημαντικά γίνονται εκεί.
Όσο σπούδαζα στο Εθνικό Θέατρο, τις καλοκαιρινές νύχτες ξάπλωνα σε μια κουβέρτα, κάτω από τα δέντρα της Επιδαύρου (μέχρι σήμερα, όποτε πηγαίνω, κατασκηνώνω). Τη μέρα, στη ζούλα, έμπαινα να δω πρόβα. Τα απογεύματα, τρύπωνα από νωρίς, βλέποντας το φως να γέρνει, νιώθωντας τις αρχαίες πέτρες να δροσίζουν, περιμένοντας το σκοτάδι που θα φώτιζε, με την αρχή της κάθε παράστασης, τον κόσμο όλο. Όσο κι αν αγαπήσει, χαρεί, πονέσει, τραγουδήσει, ταξιδέψει ή προσευχηθεί κανείς, η εμπειρία αυτή παραμένει ανεκτίμητη!
Αλκίνοος.