Ο Γιώργος Μπουζιάνης, με τη μουσικότητα του χρώματός του, τόνωσε τον ξεθυμασμένο γερμανικό Εξπρεσιονισμό του Μεσοπολέμου, καθιστώντας επίκεντρο της θεματικής του τη γυναίκα και μάλιστα τη γυναίκα θεατρίνα, χορεύτρια, τραγουδίστρια ή ακροβάτισσα. Δηλαδή κατεξοχήν δίνει υπόσταση στην ποικιλία και την αστάθεια της ζωής, αλλά από μια ηλικία και μετά και στην άφευκτη πραγματικότητα της καταστροφής. Ο Μουρέλος γράφει, ότι κανένα άλλο πλάσμα δεν είναι περισσότερο ενδεδειγμένο από τη γυναίκα που γερνά να ενσαρκώσει την απελπισία και το χαμό, το αναπότρεπτο της αλλαγής, θλίψη για την ομορφιά του κορμιού που έχει χαθεί, που δεν κρατά τίποτα από την παλιά του σαγήνη και μαζί φρικίασμα του θανάτου, φρικίασμα που γεννά το προμήνυμα του άγνωστου που πρόκειται να έρθει και που δεν έχει ακόμα φανερωθεί.
Στο επίπεδο της τεχνοτροπίας και των μορφολογικών χαρακτηριστικών, τίποτα στο έργο του δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη λαϊκή τέχνη, την βυζαντινή ή την αρχαία παράδοση. Στο επίπεδο της θεματικής θα μπορούσε κανείς να βρει μια σύνδεση με την αρχαία παράδοση, από τον έκδηλα ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα που έχει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, με την εμμονή του στην απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής. Αυτό που διαφοροποιεί τον Μπουζιάνη από τους εξπρεσιονιστές, είναι πρώτα και κύρια το διαφορετικό πολιτισμικό συνεχές που επισημαίνεται στο έργο του. Εγγενές στοιχείο του εξπρεσιονισμού, είναι τα επίμονα χαρακτηριστικά της βόρειο-ευρωπαϊκής εκδοχής της γοτθικής τέχνης διαχρονικά. Στη μορφολογία, η παραμόρφωση, στο περιεχόμενο, η έκδηλη τάση να κυριαρχεί στο εικαστικό πεδίο η εντύπωση της βίας.
Στον δραματικό και απόλυτα προσωπικό κόσμο του Μπουζιάνη, τον γεμάτο μυστήριο και παρορμήσεις του υποσυνειδήτου, τα μικρά και ασήμαντα αντικείμενα αποτελούν αφορμές για να μορφοποιηθούν έντονες εσωτερικές καταστάσεις. Με αυτά, ο καλλιτέχνης εκφράζει την ύψιστη αγωνία για την αναπόφευκτη φθορά, την κοινή μοίρα όλων που υπάρχουν. Αναδύονται πρόσκαιρα από το χάος, σε ένα στροβίλισμα χρωμάτων, για να ξαναγυρίσουν και να διαλυθούν σε αυτό.
Στην «Καθιστή γυναίκα», 1930, ο χώρος παρουσιάζεται σαν ένα μόρφωμα που έχει ισότιμο ρόλο στη σύνθεση με την εικονιζόμενη μορφή. Ο συμβατικός ρόλος των περιγραμμάτων, που θα ήταν να καθορίζουν τα όρια της μορφής μέσα στο περιβάλλον της, έχει αγνοηθεί. Το χρώμα τα υπερκαλύπτει, δεν τα παρακολουθεί. Αυτή η άρση του παραδοσιακού ρόλου που έχει το σχέδιο και η αυτονόμησή του από το χρώμα, χαρακτηριστικό μοντερνιστικής σύνθεσης, είναι μια προσπάθεια του Μπουζιάνη να διασώσει ένα μέρος από την αρχική δυναμική του έργου και ένα κομμάτι από την αρχική του χειρονομία. Είναι μια τάση που αργότερα γίνεται κυρίαρχη στα μεγάλα του έργα με λάδι και που αποτελεί την τελική φάση της τεχνοτροπικής του εξέλιξης. Έργα που έχουν για οργανικό στοιχείο της σύνθεσής τους την ιδιότυπη και αγωνιώδη «καλλιγραφία» της γραμμής, σε ισοτιμία με το σχέδιο.
Η αποσύνδεση του σχεδίου από τον παραδοσιακό του ρόλο μπορεί να γίνεται στο μοντερνισμό είτε για διακοσμητικούς λόγους, είτε για λόγους που έχουν τη βάση τους σε ψυχολογικές αιτίες. Και στις δύο περιπτώσεις η αποσύνδεση αποτελεί αντικειμενικά μια πρακτική εκδημοκρατισμού των εκφραστικών μέσων της σύνθεσης. Το σχέδιο παύει να υπηρετεί το χρώμα και προβάλλεται ισότιμα με εκείνο στη ζωγραφική επιφάνεια, υπογραμμίζοντας την αυτονομία του, ή καλύτερα διατηρώντας την αυτονομία του και στο έργο με χρώμα. Παραδοσιακά το σχέδιο θεωρείτο το πνευματικό στοιχείο της σύνθεσης, ενώ το χρώμα το αισθησιακό. Ανάλογα με το πιο από τα δύο στοιχεία υπερτερούσε στο τελικό έργο, μπορούσε κανείς να πει για σχεδιαστικά ή ζωγραφικά στοιχεία και να αποδίδει το ανάλογο στιλ, επομένως να τα χαρακτηρίζει πιο πνευματικά ή πιο γήινα. Ο μοντερνισμός καταργεί αυτού του είδους τις διαχωριστικές γραμμές, βγάζοντας το σχέδιο από το ρόλο του και τοποθετώντας το πλάι στο χρώμα, ιεραρχώντας έτσι τις δυνάμεις της σύνθεσης.
Φωτογραφίες έργων:
https://mail.artmag.gr/art-history/artists-faces/item/3744-george-bouzianis-part-ii#sigProGalleria3f13101293
Βιβλιογραφία:
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 11ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Αντώνης Κωτίδης, 1993, Μοντερνισμός και «Παράδοση» στην ελληνική τέχνη του μεσοπολέμου, University Studio Press, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών Θεσσαλονίκη
- Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 3ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών Θεσσαλονίκη
- Ιστοσελίδα της Wikipedia