Επιστρέφει στο Μόναχο και συνδέεται με στενή φιλία με τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Εργάζεται εντατικά και σιγά-σιγά αποκτά φήμη καλού ζωγράφου, ενώ μια σειρά πορτραίτα του δίνουν κάποια οικονομική άνεση και τον βοηθούν να επιβληθεί. Στις αρχές της σταδιοδρομίας του η τεχνοτροπία του είναι νατουραλιστική. Έπειτα, ως τα 1917, ακολουθεί τον εμπρεσιονισμό, έναν εμπρεσιονισμό αυστηρό και βαθύ, όπως είναι και ο εμπρεσιονισμός του Λίμπερμαν.
Τα πορτραίτα αποτελούν το κύριο μέρος στο έργο του Μπουζιάνη. Δεν τον ενδιαφέρει η ανατομία, τα τυπικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου προσώπου, ούτε το ατομικό δράμα της ζωής του. Θέλει να εκφράσει στην καθολικότητά του το δράμα που περιέχει η ύπαρξη του ανθρώπου. Έτσι το πορτραίτο παίρνει ένα νόημα ηθικό και μεταφυσικό. «Ο θείος», η ανθρώπινη μορφή προκύπτει από τη διάλυση κάθε στατικού στοιχείου, για να αναδειχθεί σαν φευγαλέα αίσθηση, ένα μέρος της αιώνια ουσίας.
Γίνεται η αγωνία του καλλιτέχνη, η προσπάθειά του να συλλάβει την κίνηση της εκφράσεως, στην αδιάκοπη και αδέσμευτη εναλλαγή του, να απεικονίσει δυναμικά τη συγκίνησή του σε μια μορφή, που γεννιέται μέσα στην αβεβαιότητα του σχήματος, από τους κυματισμούς των χρωμάτων. Το έργο περιέχει κι όλη τη διαδικασία της διαδοχικής μεταπλάσεως του υλικού, γεννιέται μέσα από τις επάλληλες καμπύλες, από τη δόνηση του φωτός, σαν να αναδύεται από την ανυπαρξία και αποκτά το ζεστό γαιώδες χρώμα της ζωντανής υπάρξεως. Οι ρευστές χρωματικές διαδικασίες συγκροτούν κάποια μορφή, που διεκδικεί μια ασταθή θέση στον χώρο, δονείται από το γεγονός της δημιουργίας της, διατηρεί τη θέρμη της και ζει στους παλμούς μιας αναλαμπής.
Το 1917 γίνεται μέσα του μια ουσιαστική μεταβολή. Η θέα ενός μαραμένου φύλλου αγριοκαστανιάς του αποκαλύπτει σε μια στιγμή το νόημα της φθοράς, τη μοίρα όλων αυτών που υπάρχουν. Από εδώ και πέρα θα συλλάβει τις δικές του συνισταμένες, που θα τον οδηγήσουν προς ένα τρόπο εκφράσεως έντονο και δραματικό, ο οποίος θα τον φέρει κοντά στον εξπρεσιονισμό. Σε έναν δικό του όμως εξπρεσιονισμό, που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα από τα καλύτερα δείγματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Η έκθεση 15 πινάκων που κάνει αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στη γκαλερί Rithalter, τον επιβάλλει τελειωτικά ως ζωγράφο υψηλής ποιότητας. Η ζωή του στη Γερμανία από τώρα και ύστερα είναι μια συνεχής επιτυχία.
Γίνεται μέλος της περίφημης ομάδας Munchener Neue Secession, η γκαλερί Barchfeld του χτίζει ατελιέ στα περίχωρα του Μονάχου και κλείνει μαζί του συμβόλαιο που του επιτρέπει να ζει άνετα μόνο με τη ζωγραφική του. Ο Μπουζιάνης είναι ένας καλλιτέχνης, σε τόσο μεγάλο βαθμό απορροφημένος από τις πλαστικές του αναζητήσεις, ώστε η προσωπική ζωή και οι κοινωνικές του σχέσεις να περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Το 1929 παντρεύεται την ποιήτρια Μαρία Ίμχολτς, που θα του μείνει πιστή σύντροφος σε όλη του τη ζωή και από την οποία θα αποκτήσει ένα γιο. Τον ίδιο χρόνο, με έξοδα της ίδιας γκαλερί, πηγαίνει στο Παρίσι. Η κρίση που μαστίζει την Ευρώπη το 1931 αναγκάζει τη γκαλερί να τον καλέσει πίσω στο Μόναχο, όπου το έργο του γνωρίζει σημαντική επιτυχία. Μερικοί από τους σοβαρότερους τεχνοκρίτες, όπως ο Δρ Χόφφμαν, ο Δρ Πάουλσεν, ο Δρ Νάχοντ, αφιερώνουν εγκωμιαστικά άρθρα στο έργο του και κάνουν διαλέξεις για αυτόν από το ραδιόφωνο.
Για τον Μπουζιάνη, ο δρόμος για την ολοκλήρωση της καλλιτεχνικής πράξης δεν ακολουθούσε τα στάδια, όραση-αντίληψη-νόηση-μορφοποίηση. Η πορεία από το οπτικό ερέθισμα κι την αντιληπτική του μεταγραφή, περνούσε στις υπόγειες διαδρομές του θυμικού. Αυτή η διήθηση μέσα από το θυμικό, έδινε νομοτελειακά μορφές, των οποίων κύριο στοιχείο ήταν η υπονόμευση της αριστοτελικής έννοιας της τέχνης ως μίμησης πραγμάτων. Όταν η τέχνη παύει να αποτελεί μίμηση της οπτικής πραγματικότητας, τότε δύο ορατές επιλογές υπάρχουν για τον καλλιτέχνη, προκειμένου να χτίσει τις μορφές του. Ο ένας είναι η πλήρης αποσύνδεσή του από αυτήν, δηλαδή η αφαίρεση και ο άλλος είναι η αρχή της παραμόρφωσης. Ο Μπουζιάνης διάλεξε τον δρόμο της παραμόρφωσης.
Ανάλογα με τα εκφραστικά μέσα και το υλικό, διακρίνονται τρεις ενότητες στο έργο του Μπουζιάνη. Οι ακουαρέλες, οι οποίες υπάρχουν σποραδικά μέσα στο έργο του από τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, μέχρι το τέλος της ζωής του. η συστηματική ενασχόλησή του με αυτό το υλικό σημειώνεται κυρίως στα δυόμιση περίπου χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι, από το 1929 έως το 1932. Τα λάδια, στα οποία κυριαρχεί το χρώμα και οι όγκοι και εντοπίζονται από τις αρχές ακόμα του '20 ως τα τέλη της δεκαετίας του '40. Τα λάδια με κυρίαρχο στοιχείο τη γραμμή, όχι απλώς σαν περίγραμμα αλλά σαν δομικό οργανικό στοιχείο της μορφής, που παρατηρούνται κυρίως στα έργα του μετά το 1950.
Οι υδατογραφίες του δείχνουν ότι τόσο πρώιμα, όσο το 1917, ο Μπουζιάνης είχε προσχωρήσει στο μοντερνισμό έχοντας αποδεχτεί μερικές από τις πιο βασικές αρχές του. την αρχή της επιπεδότητας και την αρχή της παραμόρφωσης, που είναι και οι δύο πρόδηλες στο έργο του, από τη "Γυναικεία μορφή" του 1917, ως τη "Γυναίκα με λουλούδια" από το 1923. Αυτό που κάνει εντύπωση στις υδατογραφίες είναι η χρωματική τους λιτότητα, που τους δίνει μια κάπως πνευματική υπόσταση, αλλά κυρίως η σχέση των μορφών με το χώρο που τις περιβάλλει.
Ο τόπος όπου γεννήθηκε, έζησε και σπούδασε ο μαθητής των συντηρητικών καλλιτεχνών της Σχολής του Μονάχου, δεν ήταν εύκολο να διαγραφεί, ούτε μετά από δύο και πλέον δεκαετίες παραμονής στο εξωτερικό, ούτε να αποδώσει στην τέχνη έναν εξπρεσιονιστή. Κοινές αφετηρίες δεν μπορούσε να έχει ο κληρονόμος μιας μεσογειακής καλλιτεχνικής παράδοσης με τους κληρονόμους της γοτθικής τέχνης. Όπως το κοινωνικό πλαίσιο και το ιδεολογικό κλίμα μιας βιομηχανικής χώρας του κέντρου, όπως η Γερμανία και μιας αγροτικής της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα. Η κοσμοπολιτική και η επαρχιώτικη τέχνη, δεν ετεροκαθορίζονται από το βαθμό της τεχνικής τους αρτιότητας ή της μορφολογικής τους ενημερότητας.
Ένα σημαντικό στοιχείο που αποφασίζει αυτές τις ιδιότητες, είναι τι λογής καλλιτεχνική έκφραση προκύπτει από την παραλαβή των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος και τη διήθησή τους μέσα από τις αξίες του πολιτισμού που φέρει ο καλλιτέχνης. Τότε δοκιμάζονται έμπρακτα η μορφοπλαστική αρτιότητα των ερεθισμάτων, αλλά και η εγκυρότητα των αξιών που συγκροτούν τις πολιτισμικές βάσεις του καλλιτέχνη. Αυτό που διαφοροποιεί τον Μπουζιάνη από το κυρίαρχο ρεύμα της ελληνικής τέχνης της εποχής του, είναι ότι δούλεψε τριάντα χρόνια έξω από την Ελλάδα. Από την άλλη μεριά, η ευδιάκριτη διαφοροποίησή του από τον εξπρεσιονισμό των βόρειων ομοτέχνων του, αποδίδεται στην ελληνική προέλευσή του.
Φωτογραφίες έργων:
https://mail.artmag.gr/art-history/artists-faces/item/3677-mpouzianis-giorgos#sigProGalleria9db768f6fe
Βιβλιογραφία:
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 11ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Αντώνης Κωτίδης, 1993, Μοντερνισμός και «Παράδοση» στην ελληνική τέχνη του μεσοπολέμου, University Studio Press, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών Θεσσαλονίκη
- Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 3ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών Θεσσαλονίκη
- Ιστοσελίδα της Wikipedia