Καταγόταν από μεγάλη οικογένεια μαρμαρογλυπτών της Άνδρου. Από το 1903 έως το 1909, σπούδασε γλυπτική και σχέδιο στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, με δασκάλους τον Γεώργιο Βρούτο, τον Λάζαρο Σώχο, τον Αλέξανδρο Καλούδη και τον Δημήτριο Γερανιώτη. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Ακαδημία Ζυλιάν κοντά στους L. H. Bouchard και P. M. Landowski.
Το 1919 άρχισε να διδάσκει γλυπτική στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου, αλλά το 1923 αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω αντιδράσεων που προκάλεσε η στάση του κατά της ίδρυσης του Πολεμικού Μουσείου. Έζησε κατά διαστήματα στη γαλλική πρωτεύουσα έως το 1928, ενώ κατά τα έτη 1935-36 υπήρξε εκδότης του περιοδικού τέχνης «ο 20ός αιώνας». Με παρέμβαση του μεταξικού καθεστώτος, διορίσθηκε καθηγητής της γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1938 και την ίδια χρονιά, πάλι με την υποστήριξη της δικτατορίας του Μεταξά, εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Biennale της Βενετίας. Το 1943, στο μέσο της Κατοχής, διορίστηκε διευθυντής Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Από το 1957 έως το 1959 διετέλεσε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1960 σταμάτησε να διδάσκει. Το 1968 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Η κλασική μόρφωση του καλλιτέχνη και οι αναλογίες του στη γλυπτική από την αρχή της καριέρας του διευκόλυναν την παρουσία του στα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα της ελληνικής πρωτεύουσας. Το 1915 εξέθεσε, σε ηλικία 25 ετών, το έργο του «Ο αθλητής», που απέσπασε τιμητικές κριτικές. Το 1917 χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό «Πινακοθήκη» ως ένας καλλιτέχνης «όστις θα δώσει τας χρηστοτέρας ελπίδας του ευρυτάτου μέλλοντος».
Tο 1919 ο γλύπτης ανέλαβε, με εντολή του Eλευθερίου Bενιζέλου, να αντιγράψει και να σμικρύνει στο ένα τρίτο του μεγέθους της τη Nίκη του Παιωνίου, που είχε βγει στην επιφάνεια κατά τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Iνστιτούτου, για να χυτευτεί σε ορείχαλκο στο Παρίσι, προκειμένου να την προσφέρει ο Bενιζέλος το 1920 στον συνομιλητή του, τον Γάλλο αρχιστράτηγο των Συμμαχικών Δυνάμεων Λουί-Φρανσέ ντ' Eσπερέ. Tο γύψινο πρόπλασμα της Nίκης του Παιωνίου από τον Tόμπρο –ο οποίος επηρεάστηκε από αυτήν και σε δικά του έργα– εκτίθεται στο Mουσείο Oλυμπίας (Mανόλης Ανδρόνικος, αρχαιολογικός οδηγός OΛYMΠIΑ, «Eκδοτική Αθηνών»).
Σημαντικό προσόν του ήταν η άρτια τεχνική κατάρτιση και η γνώση των κανόνων της πλαστικής τέχνης. Διακρίθηκε ιδιαίτερα σε προτομές, ανδριάντες και μνημειακά σύνολα. Η πορεία του προς το μοντερνισμό από το 1950 και εξής έγινε απόλυτα σαφής με την ενασχόλησή του με την Αφαίρεση, στο πλαίσιο της οποίας έδωσε ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα του, επανεξέτασε τη φύση και τη φυσιογνωμία του γλυπτού και δημιούργησε συμβολικές και φανταστικές εικόνες.
Ο Τόμπρος, που ουσιαστικά διαμόρφωσε την εικαστική του γλώσσα την περίοδο του Μεσοπολέμου, ήταν από τους πρώτους που επιχείρησαν το συγκερασμό του ελληνικού με το ευρωπαϊκό στοιχείο. Στις δεκαετίες του '20 και του '30 πέρασε από τιυς επιδράσεις του Maillol στη δωρική λιτότητα, βασισμένη σε δωρικά πρότυπα, αφού ενδιάμεσα καταπιάστηκε παρενθετικά με κυβιστικές και γενικά αφαιρετικές προσεγγίσεις, όχι μόνο της ανθρώπινης μορφής, αλλά και άλλων θεμάτων.
Σε έκθεση που έγινε το 1928, αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από το Παρίσι, παρουσίασε στην Αθήνα τα έργα Χορεύτρια και Κορμός Χορεύτριας σε ορείχαλκο. Και στα δύο, η επίδραση της Νίκης του Παιωνίου, την οποία ο Τόμπρος συμπλήρωσε για το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, είναι αδύνατον να παραγνωριστεί στην οργάνωση των αξόνων των άκρων, στη γυμνότητα του αριστερού στήθους και στον χιτώνα με το ιμάτιο.
Το 1929, πραγματοποίησε το έργο Δύο φίλες σε μάρμαρο, το οποίο μετέφερε σε ορείχαλκο τον επόμενο χρόνο. Οι δύο γυναίκες υλοποιούν το νόημα της φιλίας. Εδώ ο Τόμπρος στηρίχθηκε σε ένα σπάνιο μοτίβο των υστεροελληνιστικών χρόνων (Σύμπλεγμα νέας γυναίκας και κοριτσιού, 1ος αιώνας π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Σμύρνης).
Το 1932 ο γλύπτης πραγματοποίησε στροφή προς την ελληνική παράδοση με την προτομή της Μεγαρίτισσας σε ορείχαλκο, που έχει ως πρότυπο την Κόρη του Ευθυδίκου. Η επιλογή αυτή εκφράστηκε και θεωρητικά από τις σελίδες του περιοδικού "20ός αιώνας", που το κυκλοφόρησε ακολουθώντας αντίστοιχα γαλλικά περιοδικά στη νοοτροπία και στην εμφάνιση.
Εν κατακλείδι, ο Μιχάλης Τόμπρος χαρακτηρίζεται ως ένας καλλιτέχνης πρωτοπόρος και μοντέρνος εξαιτίας των νεωτεριστικών στοιχείων που εισήγαγε στην ελληνική γλυπτική. Χωρίς να αμφισβητεί το μάθημα του Rodin, αποκατέστησε τις γέφυρες με την κλασική τέχνη, που ουσιαστικά είχαν διακοπεί από τους ακαδημαϊκούς, έδειξε την εκτίμησή του προς τον προ-κλασικό εικαστικό κόσμο και σεβάστηκε τη λαϊκή παράδοση και κληρονομιά. Θα μπορούσαμε να πούμε με βεβαιότητα πως υπήρξε ο πρώτος Έλληνας γλύπτης που σηματοδότησε τη μετάβαση της εγχώριας πλαστικής τέχνης από το Μόναχο και τον Κλασικισμό, στο Παρίσι και τα κινήματα της ανεξάρτητης πρωτοπορίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παυλόπουλος, Δ., Ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος (1889-1974), δακτυλογραφημένη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1996.
- Παυλόπουλος Δ., Ζητήματα Νεοελληνικής Γλυπτικής, Αθήνα 1998.