Η Mec Art (Mechanical Art, Art Mecanique), (Μηχανική τέχνη), μια ρεαλιστική τάση στο χάρτη της τέχνης του '60, ορίζει ένα ρεύμα που εμφανίστηκε στην Ευρώπη περί το 1963 και οφείλει την καθιέρωση του ονόματός της στον Pierre Restany. Την πρώτη της δημόσια εμφάνιση την έκανε με την έκθεση «Φόρος τιμής στον Nicephore Niepce», (Hommage a Nicephore Niepce), στην παρισινή Galerie J. τον Οκτώβριο του 1965.
Στην έκθεση συμμετείχαν ο Beguier, ο Γάλλος Alain Jacquet, οι Ιταλοί Mimmo Rotella και Gianni Bertini, ο Βέλγος Pol Bury και ο Έλληνας Νίκος Κεσσανλής. Βασική επιδίωξή τους ήταν η αναδόμηση της δισδιάστατης εικόνας με αποκλειστική εφαρμογή βιομηχανικών φωτομηχανικών μεθόδων. Τα έργα που παρουσιάζονται χρησιμοποιούν τις φωτογραφικές μεθόδους μεταφοράς κλισέ σε ποικίλα υπόβαθρα, όπως χαρτί, ύφασμα ή μέταλλο, με ενδιάμεσο τη μεταξοτυπία, προκειμένου να επιτρέψουν μια μηχανική αναπαραγωγή των εικόνων. Οι εικόνες προέρχονται από περιοδικά.
Στη δημιουργία των καλλιτεχνών η ανάγκη αναφοράς στον χώρο, τόσο τον φυσικό όσο και τον υπερβατικό είναι σταθερή. Διδακτικότερη είναι η περίπτωση του Klein. Τις μονόχρωμές του επιφάνειες, ουδέποτε τις αισθανόμαστε δέσμιες του ύψους και του πλάτους, ενώ αρκεί να δούμε από το πλάι τα ανάγλυφά του με σφουγγάρια για να διαπιστώσουμε πόσο η λειτουργία τους επεκτείνεται και πέρα από τα φυσικά τους όρια. Ο τυπικός γλύπτης του κινήματος και ένας από τους σημαντικότερους της μεταπολεμικής περιόδου είναι ο Cesar Baldachini (1921-1998). Μετά από μακρά μαθητεία πρώτα στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Μασσαλία και έπειτα στο Παρίσι, έδωσε το προσωπικού του στίγμα ανακαλύπτοντας το υλικό του, σωροί άχρηστων σιδερικών. Μάζευε βίδες, κλειδιά, ελατήρια, αλυσίδες και κάθε είδους εξαρτήματα κινητήρων, τα συγκολλούσε και τα σφυρηλατούσε σαν απλός τεχνίτης. Αποτέλεσμα είναι τα Αμαλγάματα, παραστατικές ή αφηρημένες συνθέσεις με μορφές που θυμίζουν παράξενα πουλιά, ψάρια, έντομα ή γυναίκες-τέρατα.