Κυριακή, 25 Μαρτίου 2012 23:41

"Ομάδα Σίγμα" - Gruppo Sigma

Γράφτηκε από την 

Είναι γεγονός ότι το μεταπολεμικό πρόσωπο της ελληνικής τέχνης διαμορφώθηκε έξω από τα όρια της Ελλάδας. Το πνεύμα της ανανέωσης, σε μία εποχή ισχυρής ακόμη επίδρασης της αφαίρεσης, προήλθε από καλλιτέχνες που έφυγαν στο εξωτερικό είτε για σπουδές είτε ορμώμενοι από μία ενδόμυχη ανάγκη για άμεση επαφή με τα σύγχρονα, διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα. 


Στο πλαίσιο αυτό, το 1959 συναντήθηκαν στη Ρώμη οι ζωγράφοι Βλάσης Κανιάρης, Νίκος Κεσσανλής, Γιάννης Γαΐτης, Κώστας Τσόκλης και Δημήτρης Κοντός, όπου ίδρυσαν την «Ομάδα Σίγμα» (Gruppo Sigma). Το γεγονός απασχόλησε τον ελληνικό, αλλά και τον ιταλικό τύπο, που αντιμετώπισε θετικά το έργο της. Οι φιλοδοξίες των μελών της φαίνεται πως ήταν περιορισμένες και στόχευαν απλώς στην αλληλοϋποστήριξη σε έναν ξένο τόπο. Η ίδρυση της «Ομάδας» πιθανόν να ήταν και τυχαία. Σημασία, ωστόσο, έχει ότι στις τάξεις της συμπεριλάμβανε τους πλέον ανήσυχους νέους Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι επέδειξαν αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στο καινούριο και εκπληκτική αφομοιωτική δύναμη.

Ο μεγαλύτερος από όλους ήταν ο Βλάσης Κανιάρης (1928-2011), μια πληθωρική προσωπικότητα με ευρείες αντιλήψεις, πνευματική κατάρτιση και κοινωνικές ανησυχίες. Η παραμονή του στην ιταλική πρωτεύουσα από το 1956 μέχρι το 1960 τον έφερε σε επαφή με τη διεθνή πρωτοπορία και σχεδόν αμέσως στράφηκε σε μία ζωγραφική αυθόρμητη και λυρική, με έντονες γραμμώσεις και χρωματικές επιφάνειες εν κινήσει, που αντικαθιστούσαν τις μορφές και τα ευανάγνωστα σύμβολα της προηγούμενης παιδείας του. Ο πλούσιος και οπτικά κυρίαρχος κόσμος της άμορφης τέχνης (art informel) είχε ανοιχτεί διάπλατα εμπρός του.

Το 1958 ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα παρουσιάζοντας την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Ζυγός, που ήταν και η πρώτη ατομική έκθεση αφηρημένης ζωγραφικής στην Ελλάδα. Ακολούθησαν πολλές ατομικές εντός και εκτός Ελλάδος, ανάμεσα στις οποίες οι αναδρομικές στο Moderna Museet της Στοκχόλμης το 1972, στο μουσείο Karl Ernst Ostahaus της Χάγης το 1991, στην Staatliche Kunsthalle του Βερολίνου το 1992 και στην Εθνική Πινακοθήκη το 1999. Παράλληλα παρουσίαζε το έργο του σε Πανελλήνιες, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως η Documenta του Κάσσελ το 1977, τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982 και η Μπιενάλε της Βενετίας το 1988. Από τους κορυφαίους εκπροσώπους της "Γενιάς του '60", ο Βλάσης Κανιάρης εντόπισε το ενδιαφέρον του στην έρευνα του ρόλου της τέχνης σε σχέση με τη ζωή. Αντλώντας την έμπνευσή του από κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις και εγκαταλείποντας από την αρχή σχεδόν την παραδοσιακή ζωγραφική σε τελάρο, στηρίχτηκε στα διδάγματα του νέου ρεαλισμού, της φτωχής τέχνης και της τέχνης του αντικειμένου και με το δικό του προσωπικό ύφος δημιούργησε κατασκευές από πραγματικά υλικά, οργάνωσε "χώρους" με κούκλες και αντικείμενα και δημιούργησε περιβάλλοντα, παρουσιάζοντας τους προβληματισμούς του σε ενότητες όπως οι "Τοίχοι", οι γύψοι, τα συρματοπλέγματα και τα γαρύφαλλα, οι "Gastarbeiter-Fremdarbeiter", "Helas-Hellas", "Βορράς-Νότος" κ.ά. Από το 1981 πειραματίστηκε, επίσης, με ένα λευκό ρολό χαρτιού, με το οποίο έδινε μορφή στην έννοια της "Ενδεχόμενης ζωγραφικής".

P.3972Κεσσανλής Ν., Εικόνα, 1962, Λάδι σε μουσαμά , 54,5 x 33 εκ.Ο Νίκος Κεσσανλής (1930-2004) σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1950 - 1955) με το Γιάννη Μόραλη και παράλληλα εργάστηκε ως βοηθός κοντά στο Γιάννη Σπυρόπουλο και το Νίκο Νικολάου. Το 1952 πήρε μέρος στην Πανελλήνιο με τρία έργα. Συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, στη Σχολή Συντήρησης Έργων Τέχνης, και δούλεψε ως συντηρητής στις εργασίες αποκατάστασης των τοιχογραφιών στο ναό των Eremitani στην Πάντοβα. Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1957 στην γκαλερί "Obelisco" της Ρώμης, τον κατάλογο της οποίας προλόγισε ο τεχνοκριτικός Giulio Carlo Argan, ενώ το 1958 εξέθεσε στη Μπιενάλε της Βενετίας το πρώτο του "άμορφο" έργο. Το 1959 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Amedeo Modigliani στο Λιβόρνο και αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι, όπου και συνδέθηκε φιλικά με τον Pierre Restany. Το 1961 κέρδισε το ευρωπαϊκό βραβείο Premio Lissone και τιμητικό έπαινο στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Το ίδιο έτος παρουσίασε τις "Χειρονομίες" στην γκαλερί "J" και το 1962, χρονιά και της πρώτης του παρισινής ατομικής έκθεσης, τους "Τοίχους" σε ομαδική έκθεση ελλήνων καλλιτεχνών στο Παρίσι, ενώ παράλληλα συνέχιζε να εκθέτει και στην Ιταλία. Το 1964 έλαβε μέρος με την πρώτη του "Λευκή Χειρονομία" στο Mercato d' Arte της Φλωρεντίας, ενώ σεντόνια θα παρουσιάσει και σε ατομική του έκθεση στη Ρώμη αλλά και στο Θέατρο La Fenice της Βενετίας, στο πλαίσιο της Μπιενάλε. Ταυτόχρονα πειραματίζεται με τη φωτογραφία και το 1965 παρουσιάζει στο Βερολίνο, το Παρίσι και τη Ρώμη τις "Φαντασμαγορίες της ταυτότητας".

Την ίδια εποχή σχηματίζεται η ομάδα της mec art από καλλιτέχνες όπως οι Di Bello, Bertini, Rotella, Mariani, Beguier, Jacquet υπό την εποπτεία του Restany. Το 1966 δημιουργεί τις "Αναμορφώσεις" με τη χρήση επιδιασκόπιου και χρώματος και θα ακολουθήσουν οι "Μεταδομές". Το 1978 μετέχει στην έκθεση των Νέων Ρεαλιστών στη γκαλερί "Ζουμπουλάκη". Το 1981 εκλέγεται καθηγητής στην ΑΣΚΤ και εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα στις αρχές του επόμενου χρόνου. Διετέλεσε επίσης πρύτανης της Σχολής έως το 1996. Το 1987 παρουσίασε τη σειρά με τις "Λεύκες" στην Πινακοθήκη Πιερίδη, και το 1988 εκπροσώπησε μαζί με το Βλάση Κανιάρη την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και πήρε μέρος στην Ολυμπιάδα Τεχνών της Σεούλ. Το 1996 παρουσίασε τα "Τσιμέντα" και για πρώτη φορά στην Ελλάδα ολοκληρωμένες τις "Χειρονομίες" στην γκαλερί "ΑΔ". Υπήρξε, αδιαμφισβήτητα, καλλιτέχνης ανήσυχος, που δεν έπαψε να πειραματίζεται με τεχνικές και μεθόδους, κατόρθωσε να υπερβεί τα παραδοσιακά ζωγραφικά μέσα και να βρίσκεται στο προσκήνιο της πρωτοπορίας καθ' όλη την πορεία του, από το informel και τη mec art έως τα φωτομηχανικά του έργα σε ευαισθητοποιημένο πανί ή τσιμέντο.

P.5634Τσόκλης Κ., Είμαστε όλοι υπεύθυνοι, 1972, Μολύβι και κολάζ , 132 x 102 εκ.Τη Ρώμη επέλεξε ως πρώτο σταθμό στην Ευρώπη, αμέσως μετά τις σπουδές του στην Αθήνα, και ο Κώστας Τσόκλης (1930), ο οποίος αποτέλεσε ενεργό μέλος της ομάδας των Ελλήνων καλλιτεχνών που βρίσκονταν ήδη στην ιταλική πρωτεύουσα. Στην Ιταλία η άμορφη τέχνη είχε ευρεία διάδοση, που με υποστηρικτές τους σπουδαίους καλλιτέχνες, Afro Basadella και Alberto Burri άσκησε μεγάλη επιρροή στους νεότερους. Ο Τσόκλης ζώντας σε αυτή την ατμόσφαιρα ενστερνίστηκε τις θέσεις και τις επιδιώξεις της και το 1958 άρχισε να ζωγραφίζει με βάση τις νέες αντιλήψεις, με τη δύναμη δηλαδή που του παρείχε η ισχύς του πινέλου και του χρώματος ως απόλυτα και αυτάρκη μέσα δράσης. Γι' αυτό το λόγο εμπλούτισε την τεχνική του, χρησιμοποιώντας κάρβουνο και τσιμέντο, ανάγοντας τα υλικά του σε κυρίαρχα λειτουργικά στοιχεία της ζωγραφικής του. Η πλαστική υφή, που προστέθηκε στους πίνακές του, αποτέλεσε για τον καλλιτέχνη το ερέθισμα για τη δημιουργία γλυπτών χώρου και στο εξής κάθε προσπάθειά του στράφηκε γύρω απ' αυτό το πρόβλημα.

Ελάχιστα είναι τα γνωστά έργα του Δημήτρη Κοντού (1931-1996) και τα περισσότερα ανήκουν στην κρίσιμη δεκαετία του 1960. Μαθητής του Γιάννη Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική κατά τα έτη 1950 - 1955, συνέχισε με σπουδές στη Ρώμη (1956 – 1961).Έχοντας ήδη παρουσιάσει έργα του σε ομαδικές εκθέσεις στο εξωτερικό, και κυρίως σε πόλεις της Ιταλίας, αλλά και σε Πανελλήνιες εκθέσεις από το 1960, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1964, μετά από την παραμονή του στο Παρίσι κατά το διάστημα 1961 - 1963, και διορίστηκε στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Το 1974 εξασφάλισε υποτροφία από το Ίδρυμα Ford και το 1975 παρουσίασε ατομική έκθεση στο "Δεσμό". Το 1984 εξελέγη καθηγητής στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ενώ αργότερα διετέλεσε και πρόεδρός του.

P.5197Κοντός Δ., Πόδια από τη σειρά "Λατρευτικά", Αλουμίνιο, χαλκός, μπρούτζος , 121 x 75 εκ.Από τους σημαντικότερους Έλληνες που κινήθηκαν στο χώρο της αφαίρεσης, ξεπέρασε τα παραδοσιακά όρια του πλαισίου σε έργα με δυναμική να προεκταθούν επ' άπειρον στον τοίχο ή στον ελεύθερο χώρο, χρησιμοποίησε τη χειρονομιακή γραφή και καλλιέργησε την άμορφη και την εννοιολογική τέχνη - στις σειρές έργων του Μεταμορφώσεις και Ομογενέσεις - ενώ σε δημιουργίες όπως τα Παιχνίδια για μεγάλα παιδιά ή το Εικαστικό Μυθιστόρημα στόχευσε στη συμμετοχή του θεατή στο καλλιτέχνημα, και αναδείχτηκε έτσι σε πρωτοπόρο καλλιτέχνη σε διεθνές επίπεδο. Οι δημιουργίες του αποπνέουν το ανανεωτικό και ανήσυχο καλλιτεχνικό κλίμα της εποχής. Διακρινόταν από μία παιδική αθωότητα, που είναι διάχυτη στο έργο του είτε στη μορφή ενός παιχνιδιού, είτε στον τύπο ενός βιβλίου «σχεδίων».

Ο Νέος Ρεαλισμός και η Ποπ Άρτ έδειξαν στον Κοντό το ρόλο του καλλιτέχνη σε μία καταναλωτική κοινωνία και τη στάση του απέναντι στις παντοειδείς ανισότητες. Έτσι, δεν δίσταζε καθόλου να μειώνει τη δύναμη των ζωγραφικών αξιών προς όφελος των υλικών και της βαρύτητας της εικαστικής ύλης. Τα αντικείμενα αντικατόπτριζαν τα είδωλα και τα ομοιώματα του ορατού κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό ανήκουν τα έργα-ενότητες: τα «Λατρευτικά», οι «Μεταμορφώσεις», οι «Κύβοι» και το «Roman pictural».

RomanPicturalSmallΚοντός Δ., Ανάπτυγμα σελίδων του Roman Pictural (1968).


Βιβλιογραφία:

- Παπανικολάου Μ., Η ελληνική τέχνη του 20ού αιώνα. Ζωγραφική-Γλυπτική, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006.

- Επίσημο site Εθνικής Πινακοθήκης: http://www.nationalgallery.gr.

Μαρία Μποϊλέ

Είμαι υποψήφια διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης στο ΑΠΘ και υπότροφος του ΙΚΥ. Αποφοίτησα από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, ενώ στο πλαίσιο του Προγράμματος Erasmus τμήμα των σπουδών μου ολοκληρώθηκε στο Università Cattolica del Sacro Cuore του Μιλάνου. Είμαι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στο γνωστικό αντικείμενο Ιστορίας της Τέχνης του ΑΠΘ και του ΜΔΕ Διοίκησης Πολιτισμικών Μονάδων του ΕΑΠ.