Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2014 16:56

Δημήτρης Κοντός

Γράφτηκε από την 

«Αγάπησα περισσότερο τη ζωή από την τέχνη. Και δεν έχω ενοχές γι' αυτό»

Προσαρμοστικός και δεκτικός στα διεθνή ρεύματα της τέχνης, ρίχτηκε με ζήλο στη δουλειά, επιχειρώντας μια διεύρυνση του εικαστικού του πεδίου, με επιρροές που δέχθηκε -και αφομοίωσε- από τις νέες τεχνικές και τις καλλιτεχνικές προτάσεις των πρωτοποριακών κινημάτων που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της μεταπολεμικής τέχνης.

Ο Δημήτρης Κοντός γεννήθηκε το 1931 στην Τρίπολη. Από το 1950 έως το 1955 σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Γ. Μόραλη, ενώ το 1958 πήγε στη Ρώμη, όπου βρίσκονταν ήδη οι φίλοι του Βλάσης Κανιάρης, Γιάννης Γαΐτης, Κώστας Τσόκλης και Νίκος Κεσσανλής, για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Scuola delle Arti Ornamentali San Jacopo. Όλοι μαζί το 1959 δημιούργησαν την «Ομάδα Σίγμα» (Gruppo S), μία ομάδα καλλιτεχνών η οποία παρακολουθούσε τα πρωτοποριακά κινήματα και παρουσίασε τις ιδέες της στη Νάπολη, στη Μπολόνια και αργότερα στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη ταξίδεψε στη Βόρεια Ιταλία μελετώντας τα έργα των μεγάλων καλλιτεχνών της Αναγέννησης.

tz16cΤο 1961 πήγε στο Παρίσι με προτροπή του Κώστα Τσόκλη με την προοπτική μιας πιο μόνιμης εγκατάστασης, όμως τελικά επέστρεψε στην Ελλάδα το 1963. Στο Παρίσι διερεύνησε στη δουλειά του δύο ιδέες ταυτόχρονα: η πρώτη έχει σχέση με τη δομική αντίληψη της ζωγραφικής ως κατασκευή, όπου, χρησιμοποιώντας ως δομικά υλικά πολλά μικρά τελάρα τα οποία επικαλύπτοντας το ένα το άλλο, γίνονται στοιχεία μιας μεγαλύτερης σύνθεσης και στη δεύτερη, ως διαφορετική εφαρμογή της πρώτης, ανάπτυξη των τελάρων που άρχιζε από τον τοίχο και κατέληγε στο δάπεδο δημιουργώντας μια νέα «συνομιλία» μεταξύ ζωγραφικής και αρχιτεκτονικού χώρου.

Το 1964 διορίστηκε βοηθός στην έδρα του Ελεύθερου Σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ και το 1968 έγινε επιμελητής, από τη θέση του οποίου παραιτήθηκε το 1970 και παρέμεινε εκτός υπηρεσίας έως το 1974. Υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του ΑΠΘ όπου το 1984 εκλέχθηκε καθηγητής, ενώ στη συνέχεια διετέλεσε πρόεδρος και κοσμήτορας του Τμήματος.

Τα πρώτα του έργα, στα τέλη της δεκαετίας του '50 και στις αρχές της δεκαετίας του '60, κινούνται στον χώρο της αφαίρεσης σύμφωνα και με τα καλλιτεχνικά ρεύματα που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη τόσο στη Ρώμη όσο και στο Παρίσι. Το 1960 παρουσίασε στο ΑΤΙ τη σειρά Μεταμορφώσεις, ενώ το 1962, όσο ακόμη βρισκόταν εγκατεστημένος στο Παρίσι, εξέθεσε στην Ύδρα, στην γκαλερί Κλειώ, τη σειρά Ομογενέσεις. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 άρχισε τις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας πλαστικού χώρου από το ίδιο το έργο και στη συνέχεια στράφηκε προς τη δημιουργία αντικειμένων. Το 1965 παρουσίασε στην έκθεση Αντικείμενο που οργανώθηκε στην αίθουσα Μέρλιν από το ΚΤΕ, το έργο Παιχνίδι για μεγάλα παιδιά, που αποτελείται από 35 κύβους, στην κάθε πλευρά των οποίων αναπτύσσεται ελικοειδής γραφή.

Dimitris-Kontos-Athanasop-162x200Ημερολόγιο, 1971, 5.500 τυπωμένα φύλλα χαρτιού σε ξύλινη βάση και πλεξιγκλάς, 60x60x60 εκ., Ιδιωτική Συλλογή

Το 1968, στην έκθεση Πλαστικές έρευνες που οργανώθηκε στο ΚΤΕ, παρουσίασε ένα έργο-βιβλίο χωρίς γράμματα με τίτλο Roman Pictural. Πρόκειται για το πρώτο «εικαστικό μυθιστόρημα», όπως έχει χαρακτηριστεί, που αποτελείται από 124 σελίδες με γραμμικά αφηρημένα σχήματα αφηγηματικού χαρακτήρα και κυκλοφορεί σε πεντακόσια αριθμημένα αντίτυπα. Το έργο αυτό εμπνεύστηκε από μια συνέντευξη του συνθέτη Περνιέ, έργα του οποίου είχε ερμηνεύσει ο Κοντός σε συναυλίες, στην οποία ο συνθέτης αναρωτιόταν χαρακτηριστικά: «Τι θα μας δώσει η σύγχρονη τέχνη; Μπορεί ένα μυθιστόρημα χωρίς γράμματα». Το 1972 στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός παρουσίαζε το έργο Ημερολόγιο, έναν κύβο που αρχικά αποτελούνταν από 7500 φύλλα τα οποία έφεραν ελικοειδή γραφή.

Το 1975 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός. Το πρώτο μέρος της έκθεσης ήταν αναδρομικού χαρακτήρα με έργα της περιόδου 1959-65 ενώ στο δεύτερο μέρος παρουσιάστηκε η σειρά Λατρευτικό. Τα έργα της σειράς αποτελούν συνθέσεις διαφόρων υλικών και παραπέμπουν στα θρησκευτικά και λατρευτικά αφιερώματα τόσο του αρχαίου (π.χ. ανάγλυφα αναθήματα Ασκληπιείων) όσο και του βυζαντινού και του νεώτερου ελληνικού κόσμου (π.χ. τάματα). Το 1992 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη ατομική του έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης Παρατηρητής στη Θεσσαλονίκη οπότε και επανεκδόθηκε το Roman Pictural. Η τρίτη και τελευταία ατομική του έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1995 στην Αίθουσα Τέχνης Μαρία Παπαδοπούλου στην Αθήνα. Εξέθεσε τα έργα του σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και συμμετείχε στην Μπιεννάλε της Βενετίας το 1992. Πέθανε στο Λονδίνο το 1996. Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.

KONTOS1

Το 2008 έργα του παρουσιάστηκαν σε αναδρομική έκθεση στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, σε επιμέλεια της Μαρίας Κοτζαμάνη, η οποία στον κατάλογο της έκθεσης, μεταξύ άλλων, έγραψε:

«...Η συμπαντική αντίληψη του Κοντού για τον κόσμο και η παρατήρηση των φυσικών φαινομένων θα τον βοηθήσουν να διαμορφώσει σταδιακά τη δική του πλαστική γλώσσα, χωρίς να χαθεί ωστόσο και μια άλλη πιο μυστική σχέση του με τη φύση που λειτουργεί διαισθαντικά, άλλοτε ως ποιητικός στοχασμός και άλλοτε ως ποιητική μετα-γλώσσα, φορτίζοντας τη δουλειά του με τους ευαίσθητους ρυθμούς μιας τρυφερής σημειογραφίας... Ο Δημήτρης Κοντός υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους πιο γνήσιους και αυθεντικούς πρωτοπόρους καλλιτέχνες της γενιάς του. Πορεύτηκε πάντοτε με συνέπεια και απαράμιλλη τόλμη στις περιοχές του αγνώστου, αναζητώντας και προσδιορίζοντας ένα διαφορετικό ρόλο για τη λειτουργία της τέχνης, όχι μόνο μέσα στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και μέσα σε αυτό της ίδιας της ζωής. Σε κανέναν άλλο καλλιτέχνη η αμφίδρομη σχέση τέχνης-ζωής δεν ήταν τόσο οργανικά και άρρηκτα δεμένη».

Με την ευκαιρία της έκθεσης επανεκδόθηκε σε τρίτη έκδοση το «Roman Pictural». Η ιστορικός της τέχνης Νίκη Λοϊζιδη σε άρθρο της στο Βήμα ανέφερε σχετικά: "Προσωπική μου, ωστόσο, πεποίθηση είναι ότι ορισμένες δημιουργίες του Κοντού, τις οποίες οι κριτικοί αρκέστηκαν να συνδέσουν ή να εντάξουν σε τάσεις της δεκαετίας του '60, αξίζουν πολύ περισσότερη προσοχή. Το «roman pictural» (μυθιστόρημα χωρίς λόγια και χωρίς εικόνες) του 1967 είναι ένας «χειρονομιακός στοχασμός» πάνω στις δυνατότητες της γραφής που ενισχύεται, χωρίς να ορίζεται, από την προβληματική της σειραϊκής δημιουργίας και από τους εννοιολογικούς προσανατολισμούς της ανεικονικής τέχνης. Το θέμα και η βαθύτερη αναζήτηση αυτής της «απεικονιστικής μυθιστορίας», όπως είχε αποκαλέσει το «roman pictural» ο Θανάσης Τζαβάρας (στην επανέκδοση του έργου το 1991 από τον «Παρατηρητή» στη Θεσσαλονίκη), είναι αυτή η ίδια η γραφή στην πιο πηγαία, όπως εικάζεται, μορφή της η γραφή ως σωματικό βίωμα, ως χειρονομιακή έκφραση και προπάντων η γραφή ως ρυθμός".

5kontos-2-200x200 Σελίδα από το Hμερολόγιο, 1971  

 

 

 

 

 

 

 

 

P.5197Πόδια από τη σειρά λατρευτικά Αλουμίνιο, χαλκός, μπρούτζος, 121 x 75 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλ. Σούτζου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



Βιβλιογραφία:

-  Λοϊζίδη N., "Το μυθιστόρημα χωρίς γράμματα", Βήμα - Νέες εποχές, 21 Ιουλίου 1996 

- Τα χρόνια της αμφισβήτησης. Η τέχνη του '70 στην Ελλάδα, επιμ. Μπία Παπαδοπούλου, Κατάλογος έκθεσης, ΕΜΣΤ 15.12.2005-7.5.2006

Μαρία Μποϊλέ

Είμαι υποψήφια διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης στο ΑΠΘ και υπότροφος του ΙΚΥ. Αποφοίτησα από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, ενώ στο πλαίσιο του Προγράμματος Erasmus τμήμα των σπουδών μου ολοκληρώθηκε στο Università Cattolica del Sacro Cuore του Μιλάνου. Είμαι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στο γνωστικό αντικείμενο Ιστορίας της Τέχνης του ΑΠΘ και του ΜΔΕ Διοίκησης Πολιτισμικών Μονάδων του ΕΑΠ.