"Δεν περιορίζομαι στο εδώ και τώρα, ανήκω τόσο στους νεκρούς, όσο και στους αγέννητους. Πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας από τους περισσότερους, όχι όμως και αρκετά κοντά ακόμη. Εκπέμπω, άραγε, ζεστασιά; Ή μήπως ψυχρότητα; Δεν μιλάει πια κανείς για τέτοια πράγματα όταν έχει ξεφύγει απ' τη λευκή θερμότητα. Όσο περισσότερο απομακρύνομαι, τόσο πιο ταπεινός γίνομαι. Κάπου κάπου χαίρομαι με τη δυστυχία των άλλων. Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις στον ένα και μοναδικό σκοπό. Οι παπάδες, απλώς, δεν είναι αρκετά ταπεινοί για να το καταλάβουν. Όσο για τους νομοδιδάσκαλους, αυτοί δεν ανέχονται μύγα στο σπαθί τους".
Τα λόγια αυτά του Πάουλ Κλέε χαρακτηρίζουν επιγραμματικά τόσο τον άνθρωπο όσο και τον καλλιτέχνη -έτσι, τουλάχιστον, όπως ήθελε να τον βλέπουν οι άλλοι. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για ένα είδος μανιφέστου του. [...]
[...] Ο Χανς Κλέε (1849-1940) καταγόταν από την ορεινή περιοχή του Ταν, στην Αλσατία. Σπούδασε διδασκαλία της μουσικής στη Φρανκονία και μετά πήγε στη Στουτγκάρδη για σπουδές στο τραγούδι, το πιάνο και το βιολί. Εκεί γνώρισε την Ίντα Φρικ (1855-1921) από τη Βασιλεία, που σπούδαζε τραγούδι και την οποία και παντρεύτηκε το 1875. Ο Χανς Κλέε εργάστηκε ως καθηγητής μουσικής στο Κρατικό Ωδείο της Βέρνης ως το 1931.
Το 1876 γεννήθηκε η κόρη τους Ματίλντε, και στις 18 Δεκεμβρίου 1879 το δεύτερο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, ο Πάουλ. Το 1880 οι Κλέε μετακόμισαν από τον Μύνχεν-μπούχζεε στη Βέρνη, όπου και άλλαξαν σπίτι πολλές φορές πριν εγκατασταθούν μόνιμα στην ιδιόκτητη κατοικία τους το 1897. Ο Πάουλ, αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελβετία, είχε γερμανική υπηκοότητα, όπως και ο πατέρας του.
[...] (απόσπασμα από το βιβλίο)