Θα είμαι ειλικρινής. Την ταινία την είδα σε δημοσιογραφική προβολή πριν δύο εβδομάδες. Τί θυμάμαι; Σχεδόν τίποτα. Τί σημαίνει αυτό; Οτι η ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Τέτρο» είναι κακή. Και εξηγούμαι για μην παρεξηγούμαι.
Ο Μπένι (Άλντεν Έχρενράιχ) φτάνει στο Μπουένος Άιρες. Από τη Ν.Υόρκη που ήταν αποφάσισε να πιάσει δουλειά σε κρουαζιερόπλοιο και να φύγει μακριά από το σπίτι του, λίγο καιρό πριν κλείσει τα 18 του χρόνια. Η αφιξή του όμως στο Μπουένος Άιρες δεν είναι τυχαία. Εκεί επισκέπτεται τον από χρόνια «χαμένο» αδερφό του, τον Τέτρο (Βίνσεντ Γκάλο), που είχε φροντίσει να ξεκόψει κάθε έννοια δεσμού με αυτόν και την υπόλοιπη οικογένεια στη Ν.Υόρκη. Η άφιξη του Μπένι δεν τον χαροποιεί γιατί τον αναγκάζει να μπει σε διαδικασία προσπάθειας παρεμπόδισης του μικρού του αδερφού του να σκαλίσει το παρελθόν τους. Γιατί το παρελθόν ήταν που έκανε τον Τέτρο να φύγει και να αφήσει πίσω τον Μπένι.
Η ταινία άνοιξε το «15νθημερο των Σκηνοθετών» στις Κάννες του ?09 και πριν από λίγο καιρό προβλήθηκε στην τελετή λήξης του «Πανοράματος Ευρωπαικού Κινηματογράφου» στην Αθήνα, όπου και ο ίδιος ο Κόπολα παρευρέθηκε. Το αρχικό σενάριο της ταινίας του αυτής το συνέγραψε πριν από 30 χρόνια. Κι αυτό εξηγεί πολλά. Εξηγεί τα βιογραφικά, βιωματικά στοιχεία που περιέχει, την κάπως Φωσκολίζουσα πλοκή και το πόσο αφοσιωμένος είναι στο να αναπτύξει ένα οικογενειακό δράμα ορμώμενος από δικές του μνήμες.
Τα στοιχεία που δεν περνάνε απαρατήρητα στο «Τέτρο» είναι η υψηλής ποιότητας φωτογραφία, το εξαιρετικότατο μοντάζ (από τον δις βραβευμένο με Όσκαρ μοντέρ του «Αποκάλυψη Τώρα» και του «Άγγλου Ασθενή») αλλά και η ολοκληρωτική ερμηνεία του Βίνσεντ Γκάλο στον ομώνυμο ρόλο. Αν έχει δηλαδή να προσφέρει κάτι η ταινία είναι μόνο αυτά τα τρία στοιχεία. Η φωτογραφία που έχει η ασπρόμαυρη κινηματογράφιση της ιστορίας του «παρόντος» και η έγχρωμη του «παρελθόντος» είναι εντυπωσιακή και κάνει αίσθηση (τα σοκάκια και τα μαγαζιά των γειτονιών του Μπουένος Άιρες βγάζουν την επιθυμητή ατμόσφαιρα). Ως σκηνοθετικό τρικ όμως αυτή η προσέγγιση δεν λειτουργεί, ίσως γιατί τα έγχρωμα κομμάτια του παρελθόντος (δύο βδομάδες μετά πραγματικά δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα από τις έγχρωμες σεκάνς) φαντάζουν τόσο κοινότοπα, που μάλλον ενοχλούν παρά μας γνωρίζουν καλύτερα με τους χαρακτήρες και το ιστορικό τους.
Τέλος, περί των καλών στοιχείων, ο Βίνσεντ Γκάλο αποδίδει με εξαιρετικό ερμηνευτικό εκτόπισμα τον ηρωά του, τα λόγια του και τις σκέψεις του, χωρίς να ενοχληθούμε που η πλειοψηφία των όσων λέει και κάνει ο χαρακτήρας του είναι τόσο αφελή και κοινότοπα, τόσο προβλέψιμα κι ενοχλητικά. Διότι η ιστορία που μας αφηγείται εδώ ο Κόπολα είναι τόσο τραγικά αδιάφορη, που αρμόζει περισσότερο σε απογευματινή ζώνη ιδιωτικού καναλιού, παρά σε κινηματογραφική αίθουσα. Καθώς έβλεπα την ιστορία να εξελίσσεται και καθώς άκουγα τον έναν κλισεδιάρικο διάλογο μετά τον άλλον σκέφτηκα αβίαστα πως αν αυτούς τους διαλόγους τους έγραφε ο Τζωρτζ Λούκας τότε οι απανταχού έλληνες κριτικοί θα μίλαγαν για κινηματογραφικό σκουπίδι ενώ τώρα επειδή τους έχει γράψει ο Κόπολα θα πρέπει να πούμε πως έκανε τουλάχιστον μια μέτρια δουλειά.
Σε σεναριακό επίπεδο η δουλειά του Κόπολα δεν είναι μέτρια, είναι κακή. Σε σκηνοθετικό είναι... Κόπολα. Όταν έχει κινηματογραφίσει ταινίες μεγατόνων που έμειναν κλασσικές μονομιάς, η συγκεκριμένη είναι σίγουρο πως δεν του απορρόφησε ιδιαίτερη ενέργεια στο ντεκουπάζ ή τα γυρίσματα. Κάποιες εμβόλιμες σκηνές, για επιπλέον ατμόσφαιρα, πετυχαίνουν το σκοπό τους αλλά όταν η συνολική αίσθηση που σου αφήνει η αφηγηθείσα ιστορία κυμαίνεται μεταξύ του αδιάφορου και του ρηχού, τότε δεν μπορείς να μην κακίσεις έναν σκηνοθέτη τέτοιου επιπέδου για τις επιλογές του.
Η αλήθεια νομίζω συνοψίζεται στην εξής πρόταση: ο Κόπολα απλά ήθελε να κάνει μία πιο προσωπική ταινία και επειδή μπορεί, κι έχει τα μέσα, την έκανε! Έτσι απλά. Παράλληλα πρόκειται για μία ταινία που παρά τις καλλιτεχνικές αξίες που έχει να επιδείξει, σαν σύνολο δεν πρόκειται κανείς να την θυμάται μετά από λίγο καιρό όχι σαν ταινία του Κόπολα (οι φαν του σίγουρα θα την σβήσουν από το νου τους με το που πέσουν οι τίτλοι τέλους) αλλά σαν ταινία, οικογενειακό κοινωνικό δράμα, γενικά. Δυστυχώς παρότι Κόπολα το «Τέτρο» δεν επεφύλασσε καμμία ευχάριστη έκπληξη παρά μόνο δυσάρεστες. Ειδικά το φινάλε της ταινίας θα προκαλέσει μεγάλη δυσανασχέτηση μεταξύ των σινεφίλ για τον λόγο που ανέφερα πιο πριν: δεν είναι Λούκας. Είναι Κόπολα. Κι έχουμε απαιτήσεις.