Law Abiding Citizen - Νομοταγής Πολίτης

Ένα σύγχρονο αστυνομικό θρίλερ μας χτυπάει την πόρτα με ένα πρωταγωνιστικό δίδυμο, που το Χόλυγουντ θα εκμεταλλεύεται τα «καυτά» τους ονόματα για αρκετά χρόνια ακόμα. Τζέραρντ Μπάτλερ και Τζέημι Φοξ φιγουράρουν στη μαρκίζα, συμμετέχοντας σε αυτή την περιπέτεια που φιλοδοξεί να ξεχωρίσει από το σωρό των συνήθως μέτριων εώς κακών ταινιών του είδους (η τελευταία καλή που είδαμε ήταν το Taken? μήνες πριν!). Σκηνοθέτης της ο Φ. Γκάρυ Γκρέυ, σκηνοθέτης του συμπαθητικού ρημέηκ του Italian Job του 2003.

Στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ πριν από 10 χρόνια έγινε ένα ειδεχθές έγκλημα. Ένα ντουέτο διαρρηκτών μπήκε στο σπίτι του Κλάιντ Σέλτον (Τζ. Μπάτλερ) και δολοφόνησε την σύζυγο και την κόρη του. Ενώ ο ένας εκ των δύο εγκληματιών τιμωρείται με θανατική ποινή (που θα εκτελεστεί 10 χρόνια μετά) ο δεύτερος, που ήταν πρακτικά κι ο δολοφόνος, την γλιτώνει με ελάχιστα χρόνια φυλακής μετά από συμφωνία που κάνει με τον εισαγγελέα Νικ Ράις (Τζέημι Φοξ). Ο Κλάιντ αποφασίζει να αναλάβει δράση δέκα χρόνια μετά, ξεκινώντας όχι ένα απλό ξεκαθάρισμα λογαριασμών αλλά μια ακραία κι αιματηρή σταυροφορία ισοπέδωσης του συστήματος της δικαιοσύνης που αδίκησε αυτόν και την δολοφονημένη οικογενειά του.

Η σεναριακή συνταγή περιέχει όλα εκείνα τα καλά συστατικά που μπορούν αβίαστα να κάνουν αυτή την περιπέτεια όντως να ξεχωρίσει από τα λοιπά σκουπίδια αλλά από την άλλη κι όλα εκείνα τα αχρείαστα χολυγουντιανά συστατικά που «αδικούν» την ταινία και την κατατάσσουν στις όχι και τόσο επιτυχημένες τελικά προσπάθειες. Κοινώς ενώ τα καλά της είναι πολλά και κινηματογραφικά πολύ ορθά ενταγμένα και διαχειρισμένα, τα κακά της, παρότι ελάχιστα, έχουν την ισχύ να «πληγώσουν» την τελική εικόνα. Στα καλά συγκαταλέγονται οι δύο ?frenemies?. Οι δύο δηλαδή χαρακτήρες που κατανοούν κι αλληλοσέβονται μεν ο ένας τον άλλον, σχεδόν συμπαθιούνται και ταυτίζονται κιόλας κάποιες στιγμές αλλά που τα πραγματικά θεμέλια της σχέσης τους είναι το αμοιβαίο μίσος. Προσθέτοντας ένα καλό κίνητρο στον πικραμένο Κλάιντ και μια καλή δικαιολογία για τις πράξεις του στον εισαγγελέα Νικ, έχουμε μία ωραία δομημένη σχέση που αναμφίβολα έχει ενδιαφέρον σε όλη της τη διάρκεια.

Η πλοκή, πέραν του πλαισίου των χαρακτήρων του, αλλά αναφορικά με τα «θρίλερ» στοιχεία της είναι πολύ έξυπνα δοσμένη. Η πίκρα του Κλάιντ του δίνει άλλοθι για να μετατραπεί μπροστά στα μάτια μας από απλός καθημερινός άνθρωπος σε serial killer. Παράλληλα τον τοποθετεί όχι έξω στον κόσμο, όπου μπορεί να δρα ελεύθερα και να σκοτώνει μέχρι να επιβάλλει την αποψή του αλλά μέσα στη φυλακή, όπου ακόμα και εκεί εντείνει το μυστήριο καθώς οι φόνοι συνεχίζονται ενώ αυτός είναι στο κελί του ή στην απομόνωση.

Κι εδώ κάνουν την εμφανισή τους για πρώτη φορά τα κακά συστατικά του σεναρίου. Οι εύκολες σεναριακές λύσεις του τελευταίου ημιώρου ανάγουν, ως είθισται, σε βλάκες τους καλούς και σε ιδιοφυείς τους κακούς, χωρίς ταυτόχρονα κανένα ίχνος αληθοφάνειας στις εξηγήσεις που δίνονται (της ιδιοφυίας έστω του «κακού»). Επιπλέον υπάρχουν κάποιες προβλέψιμες σκηνές, που «υποτίθεται» γράφτηκαν για να είναι απρόσμενες (αλλά δεν λειτούργησαν καθόλου έτσι). Μέχρι κι ένα σημείο όλα τσούλαγαν ιδανικά, όπως έπρεπε δηλαδή για να κρατούν τον ενδιαφέρον μας ζωντανό. Η μία «σύγκρουση» των δύο αντρών διαδεχόταν την άλλη, και επίσης αντιλαμβανόμασταν πλήρως ότι ο Κλάιντ δεν ζητά απλά εκδίκηση αλλά να αποδείξει με τον δικό του τρόπο ότι το σύστημα της δικαιοσύνης είναι σάπιο. Σκηνοθετικά ο Γκρέυ έκανε τη δουλειά του τελείως διεκπεραιωτικά σε αυτό το κομμάτι αλλά τουλάχιστον πέτυχε να μας περάσει την ένταση μεταξύ των δύο αντρών.

Ερμηνευτικά ο Μπάτλερ είναι αρκετά καλός ενώ ο Φοξ, ίσως μία κακή επιλογή όχι τόσο ως εισαγγελέας όσο ως ένας αμερικανός οικογενειάρχης που θα κάνει τα πάντα για να προστατέυσει την οικογενειά του αλλά και το επαγγελματικό αξιωμά του. Σε άλλες εποχές ένα δίδυμο π.χ. Πολ Νιούμαν και Ρόμπερτ Ρένφορντ θα έκανε αυτή την ταινία μία συναρπαστική περιπέτεια χαρακτήρων αλλά στις μέρες μας το ειδικό βάρος που απαιτείται να έχουν οι ηθοποιοί για να ανυψώσουν τους χαρακτήρες τους με τις ερμηνείες τους, αλλά και την ταινία συνολικά, απουσιάζει καθώς έχει αντικατασταθεί με το σταριλίκι παρά με την υποκριτική δεινότητα. Με άλλα λόγια ο Μπάτλερ και ο Φοξ δίχως να είναι κακοί ηθοποιοί πέφτουν θύματα κακού κάστινγκ (ή αν θέλετε κάστινγκ που επιλέχθηκε με κριτήρια box office κι όχι καλλιτεχνικά) και έτσι η χημεία μεταξύ τους είναι αποτελεσματική για όσο κρατάει η ταινία αλλά εξατμίζεται μετά το τέλος της.

Ο «Νομοταγής Πολίτης» είναι ένα πολύ αξιόλογο αστυνομικό δράμα/θρίλερ, με πολύ ενδιαφέρον σενάριο που, όπως είπαμε και παραπάνω, δυστυχώς αδικεί τον εαυτό του αφού επιλέχθηκε να συμπεριληφθούν σε αυτό στοιχεία που μας οδηγούν να μεταπηδήσουμε τελικά, όσο πλησιάζουμε στην κορύφωση, από το ενδιαφέρον στο προβλέψιμο κι από την πιστότητα στην πλήρη αναληθοφάνεια. Πρόκειται για μία ταινία που αξίζει θέασης κυρίως γιατί βασίζεται στις συγκρούσεις των χαρακτήρων παρά στον εντυπωσιασμό από εκρήξεις και πυροβολισμούς. Και κυρίως γιατί όλο αυτό το οικοδόμημα βασίστηκε (ή τουλάχιστον προσπάθησε φιλότιμα να βασιστεί) σε ένα σχόλιο πάνω στην δικαιοσύνη και το πόσο άδικη αποδεικνύεται κάθε μέρα επειδή οι νόμοι έχουν γραφτεί βάσει λογικής τεκμηρίωσης κι όχι βάσει της ανθρώπινης «αίσθησης» της δικαιοσύνης.

Σε μερικά χρόνια αυτή η ταινία θα προβάλλεται από τα τηλεοπτικά κανάλια κάθε λίγο και λιγάκι για κυριακάτικη βραδινή κατανάλωση. Αλλά αυτή τη στιγμή σαν κινηματογραφική εμπειρία και πρόταση αποτελεί ένα αξιοπρόσεκτο κι ευχάριστο δίωρο με τα καλά του και τα στραβά του, αλλά τίποτα παραπάνω. Διότι πολύ απλά, μετά την πρώτη της θέαση όλα τα καλά στοιχεία της και οι ανατροπές της εξατμίζονται και μας οδηγούν στη σκέψη πως αν την δούμε δεύτερη φορά αποκλείεται να βρούμε οτιδήποτε το ενδιαφέρον σε αυτό το φιλμ!