Antichrist - Αντίχριστος

Ο «Αντίχριστος» θορύβησε κοινό και κριτικούς όταν προβλήθηκε στις Κάννες το Μάιο του 2009. Το περιεχομενό του, οι εικόνες που αντικρύζει όποιος παρακολουθήσει αυτή την ταινία του Λαρς Φον Τρίερ, οι σημαντικές εμπνεύσεις που περιέχει (π.χ. οι δύο πρωταγωνιστές δεν έχουν ονόματα ή η χρήση του super slow motion) αλλά ακόμα και ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας, δεν θα μπορούσαν να είχαν άλλο αποτέλεσμα από το να προκαλέσει θόρυβο και μάλιστα ηχηρό. Κι ο Τρίερ αυτό το ήξερε και το επιθυμούσε. Όταν έγραφε το σενάριο του είμαι σίγουρος πως είχε θέσει ως σκοπό του να δημιουργήσει το δικό του εικαστικό επαναπροσδιορισμό της ανθρώπινης ψυχής. Κι αυτό να το κάνει βασιζόμενος τόσο σε επιρροές (λογοτεχνικές και φιλμικές) όσο και στα προσωπικά του πιστεύω (θρησκευτικής και κοινωνικής φύσεως).

Η περίληψη της ιστορίας είναι η εξής: Αυτός κι Αυτή χάνουν το παιδάκι τους όταν αυτό πέφτει από το παράθυρο του σπιτιού τους στο κενό, την ίδια ώρα που οι ίδιοι κάνουν έρωτα στο δωματιό τους. Αυτή πέφτει σε βαριά κατάθλιψη, νοιώθοντας παράλληλα κι ενοχές, κι αυτός, ως ψυχοθεραπευτής που είναι, προσπαθεί ο ίδιος, χωρίς τη χρήση φαρμάκων, να την θεραπεύσει. Να την κάνει με λίγα λόγια να έρθει και πάλι στα λογικά της, αφού πρώτα όμως ξεπεράσει κάθε φόβο που κρύβει μέσα της. Και για να γίνει αυτό πρέπει να απομονωθούν στην καμπίνα τους στο δάσος, το μέρος το οποίο η ίδια φοβάται περισσότερο από όλα.

Καταρχάς, κάνοντας μια συνολική μα πρώτη ανάγνωση του «Αντίχριστου», οφείλουμε να πούμε πως ενώ είναι πολυεπίπεδη και με τεράστιο βάθος σε νοήματα, ο σκηνοθέτης της το επιτυγχάνει όλο αυτό δίχως να πει με προφανή τρόπο τίποτα αλλά αντ?αυτού να «υποννοήσει» τα πάντα! Οι παραδοσιακοί συμβολισμοί δεν έχουν χώρο εδώ. Μόνο οι εικόνες-υπόννοιες! Κι όταν λέμε υποννοεί «τα πάντα» εννοούμε τα πάντα σχετικά με τα δύο φύλα, σχετικά με την επιστήμη και τη θρησκεία, τη λογική και τα πρωτόγονα μα ανθρώπινα ένστικτα μας, την περηφάνεια και την απόγνωση, μα πάνω από όλα τα πάντα για τους ανθρώπινους φόβους που κουβαλάμε εντός μας. Με άλλα λόγια μάς καυτηριάζει τον αμφιβληστροειδή με αναπόφευκτης φρίκης εικόνες (λόγω της σημειολογίας τους) στο τελευταίο ημίωρο σχεδόν, αφού πρώτα μας γεμίσει το νου με διαλόγους, που θα μπορούσαν να είχαν βγει από σεμινάριο ψυχολογίας, και στο τέλος αντιλαμβανόμαστε οτι τελικά αυτό που επί της ουσίας είχε να μας πει βρισκόταν σε έναν πρόλογο και έναν επίλογο όπου ό,τι αγγελικό είδαμε στην αρχή, δαιμονοποιείται στον άκρατο βαθμό στο τέλος της ιστορίας. Ο μίτος που ξετυλίγει ο Τρίερ είναι όλος φτιαγμένος από φόβο. Αυτό το αρχέγονο ένστικτο που μπορεί να εκμηδενίσει οποιοδήποτε ίχνος λογικής και να μας κάνει να φερόμαστε σχεδόν όπως όλα τα υπόλοιπα ζώα της «Εδέμ». Όλα όσα βλέπουμε από την κάμερα του Τρίερ είναι μια «κάθοδος» στη... σκοτεινή μεριά της ψυχής μας δια μέσου της απόλυτης καθίζησης της ανθρώπινης λογικής.

Κατόπιν αυτής της ανάγνωσης οφείλουμε να διαχωρίσουμε τα επίπεδα των όσων αντιλαμβανόμαστε ως «μηνύματα» του «Αντίχριστου». Αρχικά, δεν μπόρεσα να μην εντοπίσω τις ομοιότητες που έχει με την βρετανική ταινία «Μετά τα Μεσάνυχτα» του Νίκολας Ρεγκ του 1973 (αυθεντικός τίτλος ?Don?t Look Now?, με Ντόναλντ Σάδερλαντ και Τζούλι Κρίστι). Κι εκείνη η ταινία ξεκινάει με την απώλεια του παιδιού ενός νέου ζευγαριού. Κι αυτοί αμέσως μετά απομακρύνονται από το μέρος για να ξεχάσουν τη θλίψη τους εργαζόμενοι στη Βενετία. Ο άντρας λογικός, επιστήμονας, αμφιβάλει για οτιδήποτε μη αποδείξιμο, ενώ η σύζυγος από την άλλη πιστεύει στις μεταφυσικές δυνάμεις και οτι το παιδί τους δεν πέθανε. Ο λόγος που μου θύμισε τόσο τραγικά έντονα ο «Αντίχριστος» το «Μετά τα Μεσάνυχτα» είναι αυτή η «μελέτη» που γίνεται και στις δύο ταινίες πάνω στους ανθρώπινους φόβους, βασιζόμενες όμως και οι δύο στην θλίψη και τη συντριβή δύο γονέων εξαιτίας του θανάτου του παιδιού τους. Και σε αυτό το σημείο, στο κοινό ταξίδι δηλαδή του Ρεγκ και του Τρίερ στον κόσμο της απόγνωσης, της κατάθλιψης και του φόβου, ο συσχετισμός (κι ουχί η σύγκριση, για να μην μπερδευόμαστε, δεν συγκρίνω τις δύο ταινίες) σταματάει οριστικά.

Γιατί ο Λαρς φον Τρίερ πάει πιο βαθιά. Δεν θέλει να μας πει τι πιστεύει για τα μεταφυσικά αλλά τι πιστεύει για την έννοια της θρησκείας σε σχέση με την ανθρώπινη φύση, που φέρει ως μέγα ατού της την δύναμη της σκέψης που οδηγεί στις λογικές επεξηγήσεις. Μπορεί ο Δανός στα άδυτα της ψυχής να μην έφτασε αλλά τουλάχιστον προσπάθησε να τα φωτίσει όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβάνεται ο ίδιος από την δική του οπτική γωνία. Πρόλογος κι επίλογος είναι γυρισμένα ασπρόμαυρα και με super slow motion τεχνική. Οι δύο αυτές σκηνές φαντάζουν σαν μία συρραφή ελάχιστων στατικών εικόνων, εξαιτίας της εξαιρετικά αργής κίνησης τους. Η επιλογή να γυριστούν ασπρόμαυρες τις κάνει ξεχωριστές γιατί ουσιαστικά κραυγάζουν ότι όλη η ουσία των όσων υποννοεί σε όλο το υπόλοιπο φιλμ του ο Τρίερ βρίσκεται σε αυτές.

Η υπόλοιπη ταινία είναι χωρισμένη σε κεφάλαια, όπως ήταν και το «Δαμάζοντας τα Κύματα». Κεφάλαιο πρώτο: Θλίψη. Δεύτερο: Πόνος (Το Χάος Βασιλεύει). Τρίτο: Απόγνωση. Τέταρτο: Οι Τρεις Ζητιάνοι. Σε αυτά τα κεφάλαια χτίζονται οι βάσεις των όσων θέλει να μας μεταφέρει με την κινηματογραφική του γλώσσα ο Λαρς φον Τρίερ. Ο διάχυτος Στριντμπεργκικός μισογυνισμός του ίδιου του Δανού σκηνοθέτη. Ο ορθολογισμός κι ο επιστημονικός σκεπτικισμός που εντοπίζεται στους άντρες και η πολύπλοκη ψυχοσύνθεση των γυναικών. Μια γυναικεία ψυχοσύνθεση που άπαξ και την ξεγυμνώσεις έστω και λίγο μπορείς να επεξηγήσεις εύκολα τις μεταπτώσεις των γυναικών (ή αν θέλετε των γυναικών που είναι μητέρες) μεταξύ της κατάθλιψης και των ενοχικών συνδρόμων. Έτσι φτάνει στον επίλογο όπου από τη μία δείχνει την κατάρριψη της ανθρώπινης λογικής και από την άλλη ρίχνει την υπαιτιότητα για αυτό στο γυναικείο φύλο. Φαίνεται δηλαδή πως την καθιστά υπεύθυνη για τα δεινά του κόσμου, για τα δεινά του κήπου της Εδέμ του καθενός μας.

Τέτοιες ταινίες διχάζουν πάντα κι εύλογα. Από τη μια οι σοκαριστικές σκηνές μπορούν να κάνουν κάποιον να την μισήσει ενώ από την άλλη κάποιος να τις αγνοεί και βρίσκει οτι η ουσία ενός φιλμ βρίσκεται σε όσα του «είπε», ή ίσως και να του άρεσαν πολύ κι οι ίδιες οι σοκαριστικές σκηνές που τις βρήκε πρωτοποριακές ή άκρως συμβολικές. Προσωπικά απεχθάνομαι το σινεμά της υπερβολής. Όταν μία ταινία περιέχει πολλές σοκαριστικές σκηνές με ενδιαφέρει να καταλάβω το τι θέλει να πει ο σκηνοθέτης με αυτές! Γιατί αν αποδειχτεί πως δεν ήθελε να πει τίποτα αλλά μόνο να προκαλέσει το σχετικό σούσουρο τότε ακυρώνω κι αυτόν και το έργο του. Στον «Αντίχριστο» όμως, όπως είπα και στην αρχή, οι σκηνές φρίκης και ίσως... αηδίας, του Λαρς φον Τρίερ, είναι αναπόφευκτες. Έπρεπε να υπάρχουν γιατί αν δεν υπήρχαν δεν θα υπήρχε ταινία με τα νοήματα που μόλις διαβάσατε. Τόσο απλά. Σαφέστατα και ήθελε να μας χαράξει τις εικόνες αυτές στην μνήμη μας. Σαφέστατα και επινόησε και επέλεξε επίτηδες αυτές τις εικόνες για να μας τις προβάλλει. Ήθελε η εικόνα να λέει όσα δεν ακούγονται. Ήθελε μία σκηνή με ένα ψαλίδι να σημαδέψει όχι το έργο του αλλά τα πιστεύω του στο κοινό του!

Προσωπικά δεν είμαι διχασμένος. Σε κάθε κριτική ο αρθρογράφος γράφει απλά τη γνώμη του μέσα όμως από ένα ει το δυνατόν αντικειμενικό πρίσμα (σε σχέση με τους καλλιτεχνικούς και τεχνικούς τομείς της κατασκευής ενός φιλμ). Η διαφορά με τις «γνώμες» που έχω ήδη γράψει για όλες τις άλλες ταινίες είναι οτι εδώ δεν μπορώ να πω αν την προτείνω ή όχι. Δεν είναι μία ταινία που λέει μία αλήθεια, ή επιδέχεται ΜΙΑ ερμηνεία! Μπορούν χιλιάδες άνθρωποι να την βαθμολογήσουν με μηδέν και άλλες τόσες χιλιάδες με πέντε αστέρια. Δεν έχει καμμία σημασία. Ο Τρίερ τα ?πε και ξεθύμανε και κάποιος ή θα την δει, γνωρίζοντας πως, είτε του αρέσει είτε όχι, κάποιες σκηνές θα του μείνουν ανεξίτηλες λόγω της εντασής τους και του τρόμου που περιέχουν, ή θα την αποφύγει γιατί δεν του «χρειάζεται» μια τέτοια εικονοκλαστική εμπειρία.

Ο Τρίερ κατάφερε να κάνει μία σπουδαία όσο και σπάνια ταινία. Άψογη σκηνοθετικά, βαθιά σε νοήματα όσο λίγες, με δύο πρωταγωνιστές που σηκώσαν στις πλάτες τους με τις εξαιρετικές ερμηνείες τους όλο το βάρος που εναπόθεσε στο ταλέντο τους ο Τρίερ. Ένα ποσοστό αποτυχίας που αποδίδω όμως, αφορά το κομμάτι της «διαχρονικής» αξίας της, κάτι για το οποίο μόνο εικασία μπορώ να κάνω τώρα. Παρόλα αυτά πιστεύω πως η αποτυχία έγκειται στο γεγονός του ότι ενώ ορθά βασίζεται στην δύναμη της εικόνας για να προσπαθήσει να ξεχωρίσει από παρόμοιες παλιές ταινίες (όπως αυτή που προαναφέραμε του Νίκολας Ρεγκ ή άλλες του Μπέργκμαν) απλά αποτυγχάνει να ξεχωρίσει! Κι όταν κάποιοι έχουν πει όσα λες πάλι εσύ μερικές δεκαετίες πίσω, είτε σε λένε Χριστόπουλο είτε σε λένε Τρίερ το αποτέλεσμα είναι το κοινό να σε χειροκροτήσει μεν γιατί δημιούργησες μια σπουδαία ταινία αλλά να ξεχάσει γρήγορα το τι ήθελες να πεις σε αυτήν. Σίγουρα δεν θα ξεχάσουμε το αμιγώς εικαστικό περιεχόμενο της ταινίας. Αλλά τα νοήματα της... νομίζω και σε μερικές δεκαετίες από τώρα θα συνεχίζουμε να ανατρέχουμε στον Μπέργκμαν παρά στον Τρίερ. Με τον Τρίερ θα συνεχίσουμε να ασχολούμαστε στο μέλλον για το «Δαμάζοντας τα Κύματα». Όχι για τον «Αντίχριστο».

ΥΓ: Τι σχέση έχει αλήθεια ο τίτλος με την ταινία; Όπως είπαμε ήδη... για κάποιον μπορεί να έχει απόλυτη, για κάποιον άλλον καμμία.