Chi Bi - Red Cliff - Ο Πορφυρός Λόφος

Τζον Γου, παλιός κι, ας πούμε, αγαπημένος. Υπό την έννοια πως πρόκειται για τον άνθρωπο που προσπάθησε να εισάγει στις σκηνές μάχης και στις καταδιώξεις σε περιπέτειες μια πιο καλλιτεχνική προσέγγιση, με χορογραφίες και σπιρτάδα, μιας και είχε πιάσει το νόημα προ εικοσαετίας ότι σκέτη καταιγιστική δράση δεν είναι πια αρκετή. Χρειάζεται και τον... «μαέστρο» της. Τεράστια επιτυχία το Hard Boiled που είχε κάνει το ?92, τεράστια και η πρώτη του ταινία στην Αμερική, το «Δύσκολος Στόχος» με τον ΒαΝτάμ του ?93, ένα φιλμ που πλέον συγκαταλέγουμε στα cult της δεκαετίας εκείνης. Και φυσικά η μεγαλύτερη από όλες το Face/Off. Ο λύκος κι αν εγέρασε όμως συνεχίζει να είναι ένα όνομα που όποτε κάνει κάτι καινούριο όλοι οι σινεφίλ είμαστε σε εγρήγορση για να δούμε αν τελικά έκανε το ένα βήμα παραπέρα, που φαίνεται πως έψαχνε από την εποχή του «Windtalkers: ο Κώδικας των Ναβάχο». Και κάπως έτσι επέστρεψε στα πάτρια... και εγένετο το Red Cliff, και μάλιστα σε δύο μέρη.

Σε αυτό το πρώτο μέρος βλέπουμε το πως ξεκίνησε, τον 3ο αιώνα μ.Χ. στην Κίνα ο πόλεμος μεταξύ των Τριών Βασιλείων. Από το βορρά ο πρωθυπουργός Τσάο Τσάο, της Δυναστείας των Χαν, έχει συγκεντρώσει έναν στρατό που αιρθμεί 800.000 άντρες, και ξεκινάει την επιθεσή του εναντίον των βασιλείων του Τσου και του ανατολικού Τσου. Οι βασιλείς των περιοχών αυτών Λιου Μπέι και Σουν Τσουάν συμμαχούν κι ετοιμάζονται να αποκρούσουν την επίθεση του Τσάο Τσάο.

Ας κρατήσουμε λίγο αυτή την τελευταία πρόταση: «οι βασιλείς των περιοχών αυτών (των δύο βασιλείων που δέχονται την επίθεση) συμμαχούν». Σε αυτό το σημείο μπορεί κάποιος να εντοπίσει το μοναδικό ελάτωμμα της ταινίας, που αποβαίνει όμως και μοιραίο για το συνολό της. Για να γίνει αυτή η συμμαχία περνάνε κοντά δύο ώρες! Οχι οτι ενδιάμεσα δεν υπάρχουν σημαντικές σκηνές ή κάποιες συγκρούσεις, αλλά όπως και να το κάνουμε το τελευταίο πράγμα που περιμένουμε από μία τέτοια ταινία είναι το ζουμί της υπόθεσης να ξεκινήσει σχεδόν δύο ώρες μετά την έναρξη της...

Εδώ ο Τζον Γου πέφτει στην παγίδα που ο ίδιος έβαλε στον εαυτό του. Δια μέσου της άκρατης επιδειξιομανίας του αλλα και των καταβολών του που τον ωθούν στο να κάνει «τέχνη» (ακόμα και όταν... μπορεί να αποδειχτεί περιττή) μπουκώνει την ταινία του με κάποιες αχρείαστες σκηνές, με συχνά μακρινά πλάνα για να δούμε τον όγκο του στρατού και άπειρα crossfades μεταξύ των πλάνων. Όλες αυτές οι επιλογές δημιουργούν ένα σύνολο αργό και ράθυμο, κάτι που αναγκάζει τον θεατή να κουνιέται με ανυπομονησία στην καρέκλα του πριν καν συμπληρωθεί η πρώτη ώρα. Αν μη τι άλλο... αυτή η ταινία θέλει αντοχές!

Σαφώς έχουμε δει πολύ πιο αργές ταινίες. Αλλά η σκηνοθετική προσέγγιση εξαρτάται πάντα κι από την ιστορία που έχει κάποιος να μας αφηγηθεί, αν τελικά είναι επιτυχημένη ή όχι. Κι εδώ περιμένουμε να δούμε κάποιες ίντριγκες και κάποιες μάχες που να μας εξιτάρουν... όχι να μας υπνωτίσουν. Σκηνές όπως αυτή στο δωμάτιο που παίζουν μουσική ο ένας εκ των βασιλέων κι ο στρατηγός υπάρχουν και είναι τελείως αχρείαστες μιας και ούτε προωθούν την ιστορία ούτε προσθέτουν κάτι στους χαρακτήρες, οι οποίοι παρεπιμπτόντως δεν είναι και λίγοι. Το πρώτο δεκάλεπτο ειδικά της ταινίας απαιτεί όλης μας την προσοχή για να μην χάσουμε κανένα πρόσωπο, χαρακτήρα και την ιδιοτητά του, μιας και όλοι έχουν σημαντική συμμετοχή σε όλη την εξέλιξη της ιστορίας.

Με διαφορά ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας βέβαια είναι του εξαιρετικού κινέζου ηθοποιού Τόνυ Λιούνγκ, με δεύτερο πιο ενδιαφέρον αυτόν της αδερφής του. Δύο πρόσωπα που δυστυχώς αργούν να κάνουν την εμφανισή τους αλλά προσδίδουν αυτόματα στην ταινία νέο ενδιαφέρον άπαξ της εμφανισεώς τους. Και πάλι όμως οι ρυθμοί πέφτουν σιγά σιγά μέχρι να φτάσουμε σε μια σημαντική (αλλά όχι μεγάλη) μάχη λίγο πριν το τέλος. Εκεί έχουμε να κάνουμε με πολλά κόλπα στρατηγικής που δεν έχουμε ξαναντικρίσει και η μοναδικοτητά τους μας κάνει να παρακολουθούμε όλη τη μάχη με μεγάλο ενδιαφέρον. Και πάλι όμως η διάρκεια θα μπορούσε να είναι μικρότερη... αλλά ο Τζον Γου θέλει να κάνει επίδειξη του πόσο καλά τεμάχισε την δράση του και μας την προσέφερε στο πιάτο ζεστή ζεστή.

Το φιλμ αυτό κινείται ακριβώς στο όριο που θα μας βάλει στην σκέψη «τελικά ήταν τόσο βαρετή όσο μου φάνηκε ή μήπως πρέπει να την ξαναδώ για να μην είμαι άδικος»; Υπάρχουν είναι η αλήθεια αρκετές σκηνές που θα φέρουν χασμουρητά κι εξίσου αρκετές που θα μας κάνουν να ανασηκώσουμε τα φρύδια με μεγάλο ενδιαφέρον. Τελικά αυτό που μετράει είναι αν αυτού του είδους το σινεμά μας κάνει ή όχι. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός οτι η ταινία είναι ουσιαστικά ημιτελής, τότε μάλλον δεν θα πρέπει να προτρέξουμε και να την αδικήσουμε. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία (μαζί με το τελευταίο σήκουελ δηλαδή).