Okuribito - Αναχωρήσεις

Νεαρός τσελίστας στην Ιαπωνία του σήμερα επιστρέφει μετά την διάλυση της ορχήστρας στην οποία συμμετείχε, στην γενετειρά του πόλη, στην επαρχία, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο για τον ίδιο και την συζυγό του. Η πρώτη αγγελία που βρίσκει και τον ενδιαφέρει έχει τον τίτλο «Αναχωρήσεις». Πιστεύοντας οτι πρόκειται περί τουριστικού γραφείου κλείνει ραντεβού για συνέντευξη. Διαπιστώνει όμως φτάνοντας στην εταιρεία πως πρόκειται περί γραφείου τελετών που προετοιμάζει τους νεκρούς πριν την τελευταία αναχωρησή τους και τον αποχαιρετισμό τους από τους συγγενείς.

Συμβολικά και μόνο ο τίτλος είναι εμπνευσμένος και σε κάνει από την αρχή να σκέφτεσαι το πόσο ταιριαστά ποιητικός είναι σε σχέση με αυτό που αντιπροσωπεύει και ασφαλώς σε σχέση με το πλαίσιο που έχει θέση ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος. Το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας για το 2008 πήγε στα χέρια του σκηνοθέτη της Y?jir? Takita, που ούτε ο ίδιος δεν πίστευε πως κατάφερε να κερδίσει το φαβορί «Βαλς με τον Μπασίρ». Παρόλα αυτά στον απλό θεατή είναι προφανές. Η ιστορία των «αναχωρήσεων» για τον άλλο κόσμο μπορεί να είναι γεμάτη απ?άκρη εις άκρον με την έννοια του θανάτου αλλά δεν μένει στο να μας δείξει μόνο τον θάνατο με τον πλέον προφανή τρόπο όσο και να τον σχολιάσει με κάθε άλλο δυνατό, συμβολικό ή μη, τρόπο.

Νέοι, μεσήλικες, γέροι, από ατύχημα, από αυτοκτονία ή από φυσικά αίτια όλοι καταλήγουν στο ίδιο σημείο. Στα χέρια του ίδιου ανθρώπου που θα τους προετοιμάσει πριν την ταφή τους ή την αποτεφρωσή τους. Ωμό μα ξεκάθαρο, ρεαλιστικό όσο και ποιητικό το «Αναχωρήσεις» είναι από τις ελάχιστες ταινίες που μιλάνε για τον θάνατο σε αυτό το βαθμό με αυτό τον τόσο άμεσο τρόπο. Η σκηνή με τον διάλογο στη γέφυρα και τους σολωμούς να κολυμπάνε κόντρα στο ρεύμα στην προσπαθειά τους να επιστρέψουν κι αυτοί εκεί που γεννήθηκαν μόνο και μόνο για να αναπαραχθούν και κατόπιν να πεθάνουν, θα μπορούσε να είμαι μια εκπληκτική μικρού μήκους ταινία από μόνη της.

Μεγάλο ατού της ταινίας είναι το καστ που επιλέχθηκε. Οι πρωταγωνιστές είναι τόσο ταιριαστοί στους ρόλους τους που η εκφραστικοτητά τους και η ερμηνεία τους προσθέτει επιπλέον ρεαλισμό σε όλο το φιλμ. Ο νεαρός τσελίστας, η συζυγός του, ο ηλικιωμένος κύριος που έχει το γραφείο τελετών και η ηλικιωμένη κυρία που τρέχει επί δεκαετίες την ίδια επιχείρηση στο ίδιο μέρος, τα τοπικά λουτρά, συμπληρώνουν άψογα το παζλ των χαρακτήρων γύρω από τους οποίους η ζωή και ο θάνατος είναι έννοιες που μεταλαμπαδεύονται με σοφία από τους μεν στους δε και στις πραγματικές τους διαστάσεις.

Αυτό το πολύ ιδιαίτερο σημείο της ταινίας, η σοφία ? που μέσα σε ένα καλλιτεχνικό έργο όπως αυτό μπόρεσε να αποδοθεί με λυρισμό ? κάνει όλα τα μηνύματα που περιέχονται στο σενάριο να αποκτούν μια πολύ μεγάλη σημασία και να βοηθούν στην αμεσότητα με την οποία ο θεατής τα προσλαμβάνει. Για άλλη μια φορά η σκηνή με τους σολωμούς αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα αυτού του στοιχείου της ταινίας. Ο νέος προβληματίζεται για το λόγο για τον οποίο οι σολωμοί κάνουν αυτό το «ταξίδι» της επιστροφής εκεί που γεννήθηκαν ενώ ο ηλικιωμένος δίπλα του γνωρίζει πολύ καλά τον λόγο και του τον μεταλαμπαδεύει όπως ακριβώς έχει: απλά και φυσιολογικά. Χωρίς να αφήνει περιθώρια περαιτέρω ανάλυσης ή προβληματισμού.

Η ταινία δεν βραβεύτηκε όμως μονάχα για τα όσα είχε να πει αλλά για το εικαστικό μέρος που έκανε όλο το φιλμ ένα ταξίδι αναχωρήσεων, επιστροφών, προβληματισμού και αμφιβολιών απέναντι στην ίδια τη ζωή και το πως την αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία. Εκεί γεννιούνται και οι αντιθέσεις. Γιατί από τη μια βλέπουμε το πόσο μεμπτό είναι για μερίδα του περίγυρου του νεαρού Ιάπωνα να κάνει μια τόσο ειδεχθή δουλειά αλλά από την άλλη το πόσο σημαντική κυριολεκτικά και μεταφορικά είναι για όλους όσους έχουν δει αυτή την προετοιμασία της «αναχώρησης» όλη αυτή η ιεροτελεστία, που προηγείται. Μια ιεροτελεστία που απαιτεί βαθιά επίγνωση του σεβασμού για τον συνάνθρωπο όντας ζωντανός ή ακόμα και όταν έχει αυτός πεθάνει. Εικαστικά λοιπόν όλο αυτό το συνονθύλευμα έχει ντυθεί πανέμορφα από τον σκηνοθέτη της ταινίας. Μπορεί να μην αναλώνεται, που έτσι κι αλλιώς θα ήταν άσκοπο, σε τελείως ποιητικές σκηνές και τοπία, αλλά χρησιμοποιεί κάθε του σετ όπως του αρμόζει. Όταν ο νεαρός ετοιμάζει τον νεκρό η κατανυκτική ατμόσφαιρα υπερισχύει και του πιο ατμοσφαιρικού εκκλησιάσματος. Όταν παίζει τσέλο μόνος του με φόντο τα βουνά της επαρχίας του, και πάλι η εικόνα είναι πιο δυνατή από όσο μια ορχήστρα ολόκληρη να παίζει μπροστά σε ναό.

Μοναδική αδυναμία της ταινίας είναι το ξεκινημά της. Ενώ μας μαγεύουν οι πρώτες εικόνες η ιστορία φαίνεται να «μπουσουλάει» και να αργεί να πάρει μπρος. Η διάλυση της ορχήστρας, η επιστροφή του νεαρού και η νέα του δουλειά καταλαμβάνουν μεγάλο κινηματογραφικό χρόνο χωρίς όμως να αντιληφθούμε κάποιον τελικό σκοπό για αυτήν την επιλογή. Μετά το ημίωρο όμως όλα μπαίνουν σε μια ευθεία, που χωρίς να εκβιάζει συναισθήματα, καταφέρνει να μας κάνει συμμέτοχους σε κάθε σκηνή, μέχρι που να δακρύσουμε αυθόρμητα.

Το «Αναχωρήσεις» είναι μία σπάνια ταινία. Ένα υπέροχο σενάριο βρήκε τους κατάλληλους εκπροσώπους της μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Πρόκειται για ένα ταξίδι στο μυαλό του σύγχρονου ανθρώπου και το πως οι νέες και οι παλιότερες γενιές αντιμετωπίζουν την έννοια του θανάτου. Μία σημαντική ταινία, που άξιζε καλύτερης προβολής και διανομής στη χώρα μας (μόλις δύο αίθουσες σε μόλις μία εβδομάδα προβολής), μιας και κρίνω πως ίσως μια θέαση να μην είναι αρκετή. Για αισιόδοξους, σκεπτόμενους, ρεαλιστές και μη. Αυτό που πραγματεύεται η ταινία πέρασε από το μυαλό κάθε άνθρωπου που έζησε πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Και στις μέρες μας ίσως πιο πολύ από ποτέ.