The Curious Case of Benjamin Button

Ο Ντέηβιντ Φίντσερ είναι απο εκείνεις τις ελάχιστες περιπτώσεις σκηνοθετών που έχαιραν άμεσης αποδοχής επειδή κατόρθωσαν να στιγματίσουν με μόλις ένα ή δύο έργα τους μία ολόκληρη δεκαετία, αλλά και μια ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών. Με το Se7en (1995) και το Fight Club (1999) ? αλλά ακόμα και με το εξαιρετικό The Game (1997) - κατόρθωσε ακριβώς αυτό. Να στιγματίσει τη δεκαετία του ?90. Τη νέα χιλιετία όμως ανέλαβε projects που όσο κι αν προσπαθούσε να τα κάνει ενδιαφέροντα δεν ήταν. Ο πήχης ήταν ήδη ψηλά και οι εμπορικές αποτυχίες του (Panic Room, Zodiac) απέδειξαν ότι ο κόσμος περίμενε από αυτόν πολλά περισσότερο. Προφανώς το ίδιο και η Ακαδημία, που την τελευταία ταινία του «Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάττον» την έχει ήδη υποψήφια για 13 αγαλματίδια. Μάλλον οι «απίθανες ιστορίες» του ταιριάζουν καλύτερα.

Ο Μπέντζαμιν όταν γεννιέται, αμέσως μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι μωρό σε όλα του εκτός από την όψη. Ο χρόνος για αυτόν μετρά αντίστροφα. Γεννιέται με όψη και οργανισμό 80χρονου ανθρώπου. Καθώς μεγαλώνει μπορεί πνευματικά να είναι 20χρονος αλλά εμφανισιακά 60χρονος. Και η ζωή του κυλάει έτσι. Ανάποδα. Είναι μια τραγική φιγούρα. Βλέπεις έναν 75χρονο στην όψη να μαθαίνει γραφή κι ανάγνωση. Και ουσιαστικά περιμένεις ένα 10χρονο στην όψη να πάσχει από αρθρίτιδα. Κι αυτό το περιμένουν όλοι. Κι ο ίδιος, κι η μητέρα του, κι η γυναίκα της ζωής του.

Σε σχεδόν τρεις ώρες κινηματογραφικού χρόνου παρακολουθούμε τη ζωή του Μπέντζαμιν Μπάτον και την αρχή του τέλους του. Από την ανάποδη χρονική του όψη αλλά από την ορθή ιστορική. Συμμετέχει στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανδρώνεται μετά από αυτόν ζώντας σε έναν μοντέρνο κόσμο έχοντας την όψη του Μάρλον Μπράντο από τον «Ατίθασο». Και ζει τον έρωτα όπως ο καθένας, απολαμβάνοντας τον όμως για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Και όσο κανένας άλλος φυσιολογικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται την έννοια του συγχρονισμού μέσα σε αυτόν τον έρωτα.

Οι απαιτήσεις για να κινηματογραφηθεί σωστά μια τόσο «ανάποδη» ιστορία ήταν εκ των πραγμάτων πάρα πολλές και ειδικότερα τεχνικές. Και κάπου εκεί χάνεται το παιχνίδι της ισορροπίας μεταξύ των άρτιων τεχνικών μερών του φιλμ και αυτής καθαυτής της ιστορίας που καλούμαστε να παρακολουθήσουμε για τόση ώρα. Διότι όλα είναι αψεγάδιαστα σε αυτό το πραγματικά υπέροχο παραμύθι. Το μακιγιάζ, τα ψηφιακά ειδικά και οπτικά εφέ, η αναπαράσταση της εποχής με τα εκπληκτικά σκηνικά και κουστούμια. Ακόμα και οι ηθοποιοί. Ο Μπραντ Πητ είχε έναν απλό και άμεσο στόχο. Να αντιδρά μονίμως απορημένος με τα όσα του συμβαίνουν καθώς η όψη του δεν συνάδει με αυτή των υπολοίπων. Να λειτουργεί παιδικά κι αυθόρμητα όταν η εμφανισή του σε έχει πείσει οτι πρόκειται για έναν ισορροπημένο και γεμάτο εμπειρίες μεσήλικα. Να ντύσει δηλαδή την τραγική του περσόνα με ένα απορημένο βλέμμα. Αυτό ήταν αρκετό για να φέρει εις πέρας το ρόλο του.

Απεναντί του η γυναίκα-χαμαιλέοντας. Η Κέητ Μπλάνσετ βαδίζει το δικό της ξεχωριστό μονοπάτι ως ο ειρωνικά παιδικός αλλά και ενήλικας έρωτας του Μπέντζαμιν. Ο ρόλος της ξεκινάει ανάποδα από την ίδια την ιστορία του αγαπημένου της. Στο νεκροκρεββατό της αρχίζει τη διήγηση της ιστορίας του Μπέντζαμιν στην κόρη της. Όπως την έζησε αυτή και όπως την κατέγραψε ο ίδιος στο ημερολογιό του. Από την σωστή χρονική πλευρά. Έτσι φτάνει στο μοναδικό κοινό παρονομαστή της ιστορίας του, που είναι ο ερωτάς τους και η συγκεκριμένη χρονική περίοδος που συγχρονίστηκαν. Που ήταν και οι δύο στα 40 τους ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι όσο ποτέ. Αλλά με ημερομηνία λήξης. Για τον λόγο αυτό ο ρόλος της Μπλάνσετ είχε περισσότερες απαιτήσεις. Πως αντιδράς όντας φυσιλογικός άνθρωπος όταν ζεις και μοιράζεσαι τόσο έντονες εμπειρίες με κάποιον σαν τον Μπέντζαμιν; Πόσα προσωπεία και πόσες διαφορετικές αντιδράσεις καλείσαι να έχεις; Η Μπλάνσετ απάντησε σε αυτά τα ερωτήματα εύστοχα και αυτό φαίνεται από την στρωτή της ερμηνεία.

Και κάπου εδώ το υπέροχο παραμύθι τελειώνει. Γιατί δεν έχει να προσφέρει τίποτα άλλο πιο ουσιαστικό. Ενώ το παρακολουθούσα αναρωτιόμουν πότε θα ακούσω μια δυνατή ατάκα, έναν διάλογο βαρυσήμαντο. Και περίμενα υπομονετικά ενώ μία πλειάδα εξαιρετικά καλά στημένων σκηνών, από αυτές που σου μένουν γιατί σε συγκινούν, έμεναν ανεκμετάλλευτες. Περίμενα ότι με τόσες όμορφες σκηνές που προέκυπταν από την συνεχή διάδραση του ήρωα με τους ανθρώπους του περιβαλλοντός του να άκουγα κάτι για να απογειωθεί η σκηνή. Για να μου «ξύσει» τον εγκέφαλο και όχι μόνο τον αμφιβληστροειδή και έτσι να με ωθήσει να γίνω ένας συλλέκτης πολλών και αξιομνημόνευτων σκηνών. Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε σχεδόν καθόλου. Πέραν μιας σκηνής όπου το concept του χρόνου και της σημασίας του απογειώνεται με την αφήγηση του Μπραντ Πητ, όλη η υπόλοιπη ταινία κυλάει σε επίπεδο απλοικής αφήγησης ενός παραμυθιού.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως η ταινία είναι κακή. Σημαίνουν πως όσο άψογα και να είναι όλα δεν αρκούν αν το σενάριο είναι φτωχό και εναποθέτει τις ελπίδες του να γίνει μια «μεγάλη ταινία», σε μια εξαιρετική αρχική ιδέα, έπειτα στο όραμα ενός σκηνοθέτη και τέλος στην επιμέρους τεχνική πληρότητα της κινηματογραφισής του. Χωρίς δυνατό σενάριο καταλήγει ένα τέτοιο εγχείρημα να φαντάζει σαν ένα δώρο με θαυμάσιο περιτύλιγμα αλλά με κενό περιεχόμενο. Και είναι κρίμα γιατί αν κατάφερε ο Φίντσερ και οι λοιποί συντελεστές να την κάνουν αυτή την ιστορία εκτός από απίστευτη και απολαυστική, στο βαθμό που το κατάφεραν, τότε χάθηκε η ευκαιρία το σκέτο «απολαυστική» να γίνει «αλησμόνητη».

Το μεγάλο come back του Ντέηβιντ Φίντσερ έχει τα θεμελιά του σε μια πραγματικά υπέροχη ιδέα του Έρικ Ροθ, του βραβευμένου με Όσκαρ σεναριογράφου του «Φόρεστ Γκάμπ». Οι ομοιότητες των δύο ιστοριών πολλές. Ένας χαρακτήρας ζει τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Αμερική και εμείς τον παρακολοθούμε να μας τα αφηγείται. Ετσι έκανε κι ο Φόρεστ, έτσι κι ο Μπέντζαμιν. Μόνο που τουλάχιστον ο Φόρεστ Γκαμπ είχε να μας χαρίσει και ένα κουτί σοκολατάκια. Ο Μπέντζαμιν έρχεται και φεύγει με άδεια χέρια...