How do you break free without breaking apart? Αυτό είναι το tagline της εν λόγω ταινίας. Του «Δρόμου της Επανάστασης». Ενός «δρόμου» που έμελλε να είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Γέητς, το οποίο έγραψε το 1961 και βραβεύτηκε ένα χρόνο μετά. Στον «Δρόμο της Επανάστασης» ο Γέητς θέτει έναν ισχυρότατο προβληματισμό με το ερώτημα αυτό. Πως μπορείς να απελευθερωθείς από τα δεσμά χωρίς να τα σπάσεις; Η Κέητ Γουίνσλετ πήρε το βιβλίο ανα χείρας και το εναπόθεσε στον συζυγό της σκηνοθέτη Σαμ Μέντες (American Beauty, Road to Perdition). Και αυτός το μετέφερε το πανί. Το αποτέλεσμα είναι ένας άνευ προηγουμένου φιλμικός άθλος!
Η Έηπριλ είναι ηθοποιός κι ο Φρανκ στο τμήμα πωλήσεων της εταιρείας Νοξ. Όλα αυτά έγιναν στην πορεία γιατί όταν γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν είχαν πιο συγκεχυμένες βλέψεις. Μετά τον γάμο και την γέννηση των 2 παιδιών τους μετακομίζουν στο Κονέκτικατ, του 1955, και στην Οδό Επανάστασης, για να ζήσουν μεταξύ άλλων φιλήσυχων αμερικανών οικογενειαρχών. Δεν είναι όμως ρόδινη η ζωή στο δρόμο της επανάστασης. Όχι όταν οι επιθυμίες δεν είναι κοινές. Όχι όταν ο έγγαμος βίος δεν μπορεί να διαφοροποιήσει κανέναν τους, και κατ? επέκταση τα «θέλω» τους, από τους λοιπούς μεσοαστούς αμερικανούς γειτονές τους.
Ο Σαμ Μέντες λιτός στην προσεγγισή του δίνει σημασία στα μέρη που απαρτίζουν το σύμπαν της ταινίας του, και άρα των χαρακτήρων του. Είμαστε πράγματι στο 1955. Είμαστε πράγματι μέσα στο σπίτι δύο ανθρώπων που αγαπιούνται και μισιούνται, που ανησυχούν, που απελπίζονται και ελπίζουν, πότε έτσι, πότε αλλιώς, ανάλογα με τις συνθήκες. Και αυτές τις συνθήκες είναι που αποτυπώνει πρώτα με το φακό του ο Μέντες και εν συνεχεία οι ηθοποιοί του με τις ερμηνείες τους.
Θεωρώ πως ένα τέτοιο στόρυ είναι το καλύτερο δείγμα για να αξιολογήσουμε πόσο εύκολα ή δύσκολα θα μπορούσε να πέσει στην παγίδα της ανούσιας όσο και ανιαρής προσέγγισης ένας καλός ή κακός σκηνοθέτης. Εδώ ο Μέντες δείχνει ότι ξέρει καλά τις παγίδες του απόλυτα αφηγηματικού σινεμά και έτσι βάζει τις πινελιές του τεμαχίζοντας τις ζωές των χαρακτήρων του, και τα δρώμενα γύρω από αυτούς, με την ίδια προσοχή που θα επιθυμούσε κι ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου. Διότι εδώ περί αυτού πρόκειται. Περί του χειρουργικής ακρίβειας τεμαχισμού του ψυχισμού δύο ανθρώπων στην σύγχρονη αδυσώπητη κοινωνία, που σε βάζει σε ένα «λούκι», όπως λέμε, και ξεχνάς ποιος ήσουν, που ήθελες να πας, και τι στόχους ορατούς και μετρήσιμους είχες θέσει πριν ερωτευτείς, πριν παντρευτείς, πριν κάνεις παιδιά, πριν γίνεις ο σκλάβος του 9 το πρωί με 5 το απόγευμα.
Αμέσως αμέσως η ταινία κατατάσσεται στα σπάνια επιτεύγματα. Η πληθώρρα ερωτημάτων που άρει ο «Δρόμος της Επανάστασης» είναι αναμφισβήτητη. Είναι σαν κάποιος να σου φωνάζει «ήρθε η ώρα ενός μικρού στοχασμού της ζωής σου σήμερα». Ήρθε η ώρα να σκεφτούμε για ποιον λόγο έχει καταλήξει να είναι το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή τα δύο θέλω να γίνουν ένα! Γιατί καταλήγει ο σύγχρονος άνθρωπος μαριονέτα της κοινωνίας όταν τελικά τα δύο θέλω καταλήγουν να γίνουν ένας συμβιβασμός; Πόσο σημαντικό είναι να ξέρουμε τι θέλουμε και ποια από αυτά να θυσιάζουμε ή όχι στον βωμό του συμβιβασμού;
Ο συμβιβασμός του σύγχρονου ανθρώπου εξαιτίας των αναγκών και του τρόπου ζωής του παρουσιάζεται στην ταινία σαν είδος μάστιγας, σαν μια σύγχρονη πανούκλα χωρίς συμπτώματα. Για τον λόγο αυτό για να γίνει πιο ορατή η μάστιγα αυτή ο μυθιστοριογράφος τοποθέτησε στη σωστή στιγμή τα σωστά ευρήματα. Κανένας άνθρωπος δεν βρίσκει λογικό κάποιον που αποφασίζει να παρατήσει τη ζωή του, όπου κι αν είναι αυτή, και να μετακομίσει χωρίς δεύτερη σκέψη στο Παρίσι! Κανείς! Μόνο κάποιος που θα ανήκε σε ίδρυμα θα μπορούσε να συμμεριστεί μία τέτοια απόφαση και να την κρίνει «λογική». Εκτός πλαισίου, εκτός κανόνων, εκτός ηθικών κοινωνικών φραγμών αν λειτουργούμε, τότε στα μάτια του γειτονά μας καταλήγουμε ένας ημίτρελλος άντρας ή γυναίκα.
Αποτέλεσμα οι συνεχείς συγκρούσεις. Κέητ Γουίνσλετ και Λεονάρντο Ντι Κάπριο συγκρούονται και από τα ηχεία βγαίνει ο ήχος ερμηνευτικής χιονοστιβάδας. Υπήρχαν στιγμές που έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται «τι διάλογοι! τι σκηνές! τι ερμηνείες!!!». Γιατί τα λόγια που ξεστομίζουν οι ήρωες είναι αυτά που μεταμορφώνονται σε εικονικά χαστούκια με αποδέκτη τον θεατή. Υπάρχουν ορισμένες σκηνές που ακόμα κι ο όρος «χαστούκι» είναι απλά λίγος. Είναι σκηνές που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πως ένας αμερικανός σκηνοθέτης αναλαμβάνει να αποσυνθέσει το American dream, αλλά και το παγκόσμιο πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας, μπροστά στα μάτια μας με αυτό τον τρόπο. Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτή η αποσύνθεση του ζευγαριού, της οικογένειας, του εργαζόμενου μεσοαστού, μετά την θεασή της θα οδηγήσει σε πλήθος συζητήσεων σε παρέες νέων ανθρώπων που «πιθανόν» να ζουν μέχρι σήμερα όπως οι ήρωες της ταινίας αλλά να μην το έχουν καταλάβει.
Μοναδικό ψεγάδι της ταινίας η αχαρακτήριστη μουσική του Thomas Newman, που καθιστά απορίας άξιο το γιατί ο Σαμ Μέντες τον χρησιμοποιεί σε κάθε του ταινία. Είναι σαφώς ένας από τους μονότονους συνθέτες στο Χόλυγουντ και θα έπρεπε η μουσική ταυτότητα του «Δρόμου της Επανάστασης» να τύχει... καλύτερης τύχης.
Ένα πραγματικό αριστούργημα, άργησε αλλά ήρθε και σε εμάς. Πολλές οι υποψηφιότητες στα διάφορα βραβεία μέχρι τώρα, αλλά το να κινηματογραφείς τα απολειφάδια ενός ονείρου μετατρεποντάς το σε ψευδαίσθηση, σε ιό, τότε σίγουρα δεν μπορεί να τύχει κοινής αποδοχής, ιδιαίτερα στην Αμερική! Μόλις μία Χρυσή Σφαίρα για την Κέητ Γουίνσλετ και μόλις (!) τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ (καλλιτεχνικής διέυθυνσης, κουστουμιών, Β? Ανδρικού). Δείτε την σαν μια πολύ διαφορετική κινηματογραφική εμπειρία. Με βεβαιότητα μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.