The Girl Who Played with Fire - Το Κορίτσι που Έπαιζε με τη Φωτιά

«Το Κορίτσι που Έπαιζε με τη Φωτιά» είναι η 2η ταινία της τριλογίας «Μιλλένιουμ». Οι πρωταγωνιστές ίδιοι, αλλά οι στόχοι τελείως διαφορετικοί. Πλέον δεν υπάρχει αστυνομικό μυστήριο ? όπως στο πρώτο μέρος ? αλλα κάτι πιο βαθύ που εμπλέκει τόσο την προσωπική ζωή και το παρελθόν της Λίζμπεθ Σαλάντερ, όσο και το περιοδικό Μιλένιουμ του Μίκαελ Μπλόμκβιστ. Μια συνομωσία αυτή τη φορά φαίνεται πως κρύβεται πίσω από όλα όσα συμβαίνουν και όχι απλά μια παλιά υπόθεση, όπως εκείνη της Χάριετ Βάνγκερ, που δεν είχε βρει τη λύση της. Ή μήπως κάνουμε λάθος;

Η επιτυχία της πρώτης ταινίας βασίστηκε κυρίως στην εισαγωγή των δύο εξαιρετικών χαρακτήρων και κατ?επέκταση στην περίπλοκη υπόθεση την οποία καλέστηκαν να επιλύσουν και μάλιστα παρέα, από ένα σημείο και μετά. Στο δεύτερο όμως φιλμ η πολυτέλεια της «εισαγωγής» χαρακτήρων έχει εκ των πραγμάτων χαθεί . Επίσης δεν γίνεται καν προσπάθεια εκ νέου αναπαραγωγής μίας πυκνής αστυνομικής πλοκής, που θα εμπλέξει σε νέες περιπέτειες τους δύο πρωταγωνιστές. Αυτό που συνιστά την ιστορία του «Κοριτσιού που Έπαιζε με τη Φωτιά» είναι και πάλι μία παλιά υπόθεση, που έρχεται σιγά σιγά στο φως. Αυτή της ίδιας της Λίζμπεθ Σαλάντερ. Ενώ η ίδια επιστρέφει από την Καραιβική όπου και βρισκόταν για ένα χρόνο βρίσκεται μέσα σε λίγα 24ωρα καταζητούμενη για τρία φονικά για τα οποία δεν είχε ασφαλώς καμμία ανάμειξη. Ο Μπλόκβιστ είναι πεπεισμένος για αυτό αλλά όχι και η αστυνομία. Παράλληλα μία νέα έρευνα του περιοδικού δείχνει πως τελικά όλα τα συμβάντα και τα φονικά συνδέονται με κάποιο περίεργο τρόπο.

Η συνταγή με λίγα λόγια είναι πάνω κάτω πανομοιότυπη, ωστόσο είναι πιο προσωπική. Εδώ ο υπό αναζήτηση ύποπτος είναι η ίδια η Λίζμπεθ και έτσι ο Μίκαελ, ως σταυροφόρος δημοσιογράφος αλλά και ως ? κατά κάποιο τρόπο ? «φίλος» της, έχει ακόμα ισχυρότερο κίνητρο για να την βοηθήσει, μετά την «περσινή» τους πρώτη περιπέτεια. Η αλήθεια είναι πως ενώ ο μηχανισμός έχει στηθεί σωστά η σκηνοθετική προσέγγιση είναι σχεδόν επιπέδου τηλεταινίας και ρίχνει μερικώς την ποιότητα του εγχειρήματος. Ο σκηνοθέτης που αντικατέστησε τον Όπλεφ του «Κοριτσιού με το Τατουάζ», ο Ντάνιελ Άλφρεντσον (αδερφός του Τόμας που σκηνοθέτησε το «Ασε το Κακό να Μπει») δεν μπορεί να κρύψει τις τηλεοπτικές του καταβολές ακόμα και σε μία παραγωγή όπως αυτή. Λείπει το νεύρο, λείπει η έμπνευση. Ενώ ο Όπλεφ στην πρώτη ταινία εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις πολύ δυνατές στιγμές του μυθιστορήματος και τις σκηνοθέτησε υποδειγματικά, εδώ ο Άλφρεντσον αρκείται σε μια πιο διεκπεραιωτική σκηνοθεσία, γεγονός που υποτιμά δυστυχώς το μυθιστόρημα του Λάρσον και τις έντονες συγκινήσεις που αυτό προσφέρει.

Ακόμα κι έτσι να μην ήταν τα πράγματα, ακόμα και η σκηνοθεσία να ήταν τέλεια, αυτόματα αν βάλουμε δίπλα δίπλα «το κορίτσι με το τατουάζ» κι αυτό που «έπαιζε με τη φωτιά» θα δούμε το πόσο πιο ανίσχυρο - ίσως της μεγάλης του πολυπλοκότητας ? είναι το στόρυ του δεύτερου και ως εκ τούτου όλο το φίλμ. Παρόλα αυτά θα πρέπει να το κρίνουμε σαν το δεύτερο μέρος της τριλογίας κι άρα ως την «γέφυρα» μεταξύ της αρχής της «κοινής» περιπέτειας των ηρώων του Λάρσον και της ολοκληρωσής της στο τρίτο μέρος. Υπό αυτό το πρίσμα το φιλμ λειτουργεί ιδανικά και ωθεί την ιστορία στην σωστή κατεύθυνση ενώ παράλληλα μαθαίνουμε πολύ περισσότερα πράγματα για την Λίζμπεθ Σαλάντερ, την πιο εμβληματική περσόνα της μεγάλης οθόνης του νέου... μιλένιουμ.

Όλοι μπροστά από τις κάμερες είναι εξαιρετικοί αλλά οι πίσω από τις κάμερες ? πέραν του διευθυντή φωτογραφίας - λειτουργούν περισσότερο σε τηλεοπτικά στάνταρντς παρά σε κινηματογραφικά. Η σκηνοθεσία είναι κάπως πρόχειρη κατά διαστήματα και η ένταση που θα μπορούσαν να έχουν κάποιες σκηνές απλά δεν υφίστανται στον επιθυμητό βαθμό, που είμαι σίγουρος πως θα «κραύγαζε» ότι πρέπει να έχει το ίδιο το μυθιστόρημα. Για παράδειγμα η σκηνή της καταδίωξης ή η σκηνή της ανάκρισης ενός «άτυχου» από την Λίσμπεθ, περνάνε ελαφρώς? στο ντούκου, ενώ θα περιμέναμε να αποτελούν μια ένεση αδρεναλίνης για το θεατή.

Καλή συνέχεια, πιο περίπλοκη και ίσως σχετικά δυσνόητη στο μεγαλύτερο μέρος της, αλλά σίγουρα απολαυστική που χτίζει προσδοκίες για το μεγάλο φινάλε. Για το «Κορίτσι στη Φωλιά της Σφήκας». In Lisbeth Salander We Trust?