The Hurt Locker

«Hurt Locker», 2010. Έξι βραβεία Όσκαρ, από τα εννέα για τα οποία ήταν υποψήφιο, μεταξύ των οποίων και καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου και μοντάζ (τα άλλα δύο ήταν τα του ήχου). «Crash», 2005. Όσκαρ καλύτερης ταινίας, πρωτότυπου σεναρίου και μοντάζ. Ο συσχετισμός είναι απλός. Και οι δύο ταινίες είναι μετριότατες, για να μην πούμε κακές. Κι όμως βραβεύτηκαν από την Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου. Κι όμως δεν θα θυμάται κανείς το «Hurt Locker» σε μερικά χρόνια, καθώς θα ξεχαστεί τελείως, ακριβώς όπως έχει ήδη συμβεί με το «Crash». Από ό,τι φαίνεται, ανά πενταετία η Ακαδημία έχει βαλθεί να μας κάνει να χάνουμε τα μαλλιά μας βραβεύοντας συγκυριακούς καιροσκόπους μυθοπλάστες της επικαιρότητας.

Το «Crash» είχε ένα στόρυ που πάταγε πάνω στους μαθηματικούς κανόνες συγγραφής σεναρίου, που έχουν επινοήσει εδώ και χρόνια οι αμερικάνοι, και το οποίο σαν ταινία δεν είχε να προσφέρει απολύτως τίποτα πέρα από αυτές τις στοχευμένες εξισώσεις στο συγκινησιακό των θεατών και ειδικά των αμερικανών μιας και υποτίθεται πως έθιγε διάφορα κοινωνικά «θεματάκια» της αμερικανικής κοινωνίας. Αντίστοιχα και εδώ το «Hurt Locker» πατάει πάνω στα αισθήματα του πατριωτισμού με τα οποία ανατρέφεται ασταμάτητα εδώ και σχεδόν δύο αιώνες αυτή η κοινωνία, θίγοντας - επίσης υποτίθεται - ένα σύγχρονο πολιτικό ζήτημα των Η.Π.Α.. Το πως αδικοχάνονται οι νέοι άνθρωποι που στέλνουν σε άλλον ένα πόλεμο για άλλη μία φορά.

Η στρατιωτική ομάδα EOD είναι αυτή που στους δρόμους της Βαγδάτης απενεργοποιεί τις βόμβες που βρίσκουν οι περίοικοι ή οι κατά τόπους Αμερικάνοι στρατιώτες. Ο Λοχίας Τζέημς (Τζέρεμυ Ρένερ) αναλαμβάνει αρχηγός μίας τέτοιας ομάδας, ως έμπειρος πυροτεχνουργός, η οποία μόλις έχασε εξαιτίας μίας έκρηξης τέτοιας βόμβας τον προηγούμενο αρχηγό της Τόμσον (Γκάι Πιρς, σε ολιγόλεπτη εμφάνιση). Ο τρόπος που δουλεύει ο Τζέημς δεν είναι καθόλου συμβατός με αυτόν που είχαν συνηθίσει οι δύο άλλοι φαντάροι με τον προηγούμενο αρχηγό και έτσι πέρα από την «φθορά», που βιώνουν καθημερινά αντικρύζοντας τις βόμβες, έχουν και την μεταξύ τους τριβή που δυσκολεύει κάθε τους αποστολή.

Ας κάνουμε για αρχή μία μικρή συλλογή στοιχείων. Καταρχάς ο τίτλος Hurt Locker σημαίνει, στην καθομιλουμένη της αγγλικής, ο αναπόφευκτος ψυχικός και σωματικός πόνος. Επίσης ο δημοσιογράφος Μαρκ Μπολ έγραψε το σενάριο της ταινίας βασιζόμενος σε πραγματικές του εμπειρίες όταν ακολουθούσε ως πολεμικός ανταποκριτής τους στρατιώτες στο Ιράκ και μάλιστα τους άντρες που φόραγαν την ειδική στολή και πήγαιναν να αφοπλίσουν βόμβες. Ας σημειώσουμε εδώ πως ο Πωλ Χάγκις του «Crash» έγραψε το σενάριο της «Κοιλάδας του Ηλά» αφού εμπνεύστηκε από ένα άρθρο του Μπολ, κάτι που δείχνει το κοινό μήκος κύματος των δύο ανδρών του Χόλυγουντ. Τελευταίο και πιο σημαντικό στοιχείο ο τρόπος με τον οποίο ανοίγει η ταινία. Το απόφθεγμα δηλαδή που καταλήγει στη φράση «ο πόλεμος είναι ναρκωτικό».

Τρία ουσιώδη στοιχεία, τρία άλλοθι. Με το τρίτο να είναι και το μεγαλύτερο. Με αυτά τα τρία άλλοθι η ταινία μπορεί ? χωρίς δεύτερη σκέψη ή περαιτέρω ανάγνωση πίσω από τις λέξεις ? να χαρακτηριστεί ως αντιπολεμική. Είναι; Σε καμμία περίπτωση. Εκτός αν έχετε διαβατήριο των Η.Π.Α.. Η ταινία προσπαθεί να μας σερβίρει, ειδικά με αυτή την φράση «ο πόλεμος είναι ναρκωτικό», τον ψυχισμό των απελπισμένων στρατιωτών που μάχονται στο Ιράκ, μετρώντας ανάποδα τις μέρες μέχρι να φύγουν από την «καταραμένη έρημο», όπως λέει προς το τέλος ο ένας εξ αυτών. Ενώ έξυπνα στήνει τους χαρακτήρες και την ύπουλη προπαγάνδα η σκηνοθέτιδα Κάθριν Μπιγκελόου και ο Μπολ, την ίδια στιγμή εξίσου έξυπνα αποφεύγουν να προβούν σε σχόλιο του αν βρίσκονται δίκαια ή άδικα εκεί, ή ακόμα αν όντως άδικα σκοτώνονται σε αυτή την ξένη χώρα ή αν φέρουν κι οι ίδιοι μία ευθύνη για τον λόγο που τόσοι αμερικάνοι στρατιώτες τα τελευταία χρόνια πεθαίνουν σε αυτή την «καταραμένη έρημο». Βέβαια και γω αν ήμουν στη θέση τους αν άνοιγα την ταινία μου έτσι, με τη φράση «ο πόλεμος είναι ναρκωτικό», θα είχα τέτοιο ισχυρό άλλοθι που οποιοδήποτε άλλο σχόλιο θα ήταν αυτόματα περιττό. Όταν τα?χω πει όλα από τα πρώτα δευτερόλεπτα και με τέσσερις λέξεις μετά έχω το ελεύθερο να πλασάρω στον θεατή οποιαδήποτε ηθικοπλαστική μπούρδα μου κατέβει.

Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Ο χαρακτήρας του Γουίλιαμ Τζέημς σκιαγραφείται σαν ένας άνθρωπος που δεν φοβάται τίποτα και κανέναν (το απόλυτο πρότυπο του αμερικάνου πολίτη δηλαδή), ορμάει με πάθος στο καθήκον του αφοπλισμού βομβών είτε αυτές είναι μόλις δύο είτε εικοσιδύο. Με 873 αφοπλισμούς βομβών, όπως λέει ο ίδιος ο Τζέημς με μετριοφροσύνη στον ανωτερό του όταν τον ρωτάει αυτός πόσους έχει στο ενεργητικό του, δεν μπορείς παρά να νοιώσεις δέος και θαυμασμό για το απαράμιλλο κουράγιο και την ικανότητα του στρατιώτη αυτού. Ειδικά όταν ξέρει πως κάθε φορά που βάζει τη στολή και πάει να εξουδετερώσει μία, μπορεί να είναι κι η τελευταία του. Και έτσι ο φαντάρος αυτός που εκπροσωπεί ένα ολόκληρο στράτευμα το οποίο εκπροσωπεί κι αυτό με τη σειρά του ένα ολόκληρο έθνος υποσυνείδητα και άρα ύπουλα προσπαθεί να μας πλασαριστεί ως ο άνθρωπος που ξέρει καλύτερα από όλους τι κάνει, όντας τολμηρός και θαραλλέος, με ατσάλινα νεύρα.

Οι εσωτερικοί μηχανισμοί της ταινίας είναι επίσης απλοί. Τα κύρια σετ στα οποία συμβαίνει η δράση είναι ελάχιστα. Σε όλα σχεδόν στήνεται το ίδιο σκηνικό. Ο Τζέημς πάει να αφοπλίσει βομβιστικούς μηχανισμούς. Ο θεατής θέλοντας και μη αγωνιά! Όταν βλέπεις σε κοντινό τον κόφτη και τα καλώδια περιμένεις να δεις αν θα γίνει έκρηξη. Κι όταν βλέπεις συνεχώς καλώδια να ξεμυτίζουν αλλά δεν ξέρεις από που προέρχονται είσαι σίγουρος ότι οι βόμβες είναι πολλές κι άρα η αποστολή ακόμα πιο δύσκολη. Έτοιμο το σασπένς λοιπόν. Επίσης λόγω της πλήρους αυτής σκιαγράφησης του πρωταγωνιστή σαν ατρόμητου φαντάρου υπεισέρχεται ο μηχανισμός της αντίθεσης του ψυχισμού του. Τη μια στιγμή ατρόμητος και την άλλη να λυγίζει και να δακρύζει στη θέα ενός νεκρού κορμιού παιδιού που γνώριζε και το οποίοι οι Ιρακινοί είχαν μετατρέψει σε body-bomb. Δύο σκηνές ακόμα, μία με φόντο τη χαραυγή ενώ παίρνει τηλέφωνο την γυναίκα του, που κρατάει στην αγκαλιά της το παιδί τους, (πόσο πιο κλισέ μπορεί να γίνει μια σκηνή) και άλλη μία που μπαίνει στο ντουζ με πλήρη εξάρτηση και κράνος για να ξεπλύνει το αίμα και να κλάψει (όχι πέστε μου, πόσο πιο κλισέ ακόμα...), συμπληρώνουν το παζλ της μπανάλ δραματουργίας. Σε γενικές γραμμές το σενάριο, και σε επίπεδο διαλόγων και αντιδράσεων χαρακτήρων, είναι παιδαριώδες.

Όσο για τη σκηνοθεσία της Μπίγκελοου μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ως μία μη πλαστική μα μονοδιάστατη χρησιμοποίηση της κάμερας. Η Μπιγκελόου έκανε μία δουλειά τελείως κάτω του μετρίου αν τη συγκρίνουμε με αυτή του Ρίντλευ Σκοτ (στην άλλη αχαρακτήριστη προπαγάνδα), το «Black Hawk Down», ή του Σαμ Μέντες στο «Jarhead». Κάμερα στο χέρι, που θα ζαλίσει τους πιο ευπαθείς σε αυτό τον τύπο σκηνοθεσίας, που θυμίζει περισσότερο τον Πωλ Γκρήνγκρας (Bourne Supremacy, Bourne Ultimatum, United 93) και πολλαπλά κατ για να δώσουν ρυθμό και... αυτό. Δεν έχει άλλο. Δεν έχει φαντασία. Οι δραματικές σκηνές και οι δύο μονόλογοι προς το τέλος κάνουν από μόνοι τους τη δουλειά και δεν απαιτούν κάποιον δεξιοτέχνη της κάμερας από πίσω. Αυτό που απαιτούνταν όμως, και που σώζει την ταινία από το να καταντήσει πραγματικά «μη θεάσιμη», είναι το μοντάζ. Ο μοντέρ έχει κεντήσει κάθε σκηνή με απαράμιλλη προσοχή και ακρίβεια. Δεν είναι μόνο τα πολλά κατ που έκαναν την δουλειά του δύσκολη. Είναι τα σωστά κατ τη σωστή στιγμή που έχουν δώσει στο «Hurt Locker» τον χαρακτήρα που έχει. Σωστός τεμαχισμός δράσης και σωστή διείσδυση στους χαρακτήρες. Κι όλα αυτά αποκλειστικά και μόνο χάρη στο μοντάζ!

Τέλος και τα μηνύματα της ταινίας είναι απλά. Με το ισχυρότατο άλλοθι «ο πόλεμος είναι ναρκωτικό» - το λέω και το ξαναλέω για να μην το ξεχνάμε γιατί η λέξη «άλλοθι» καθορίζει τα πάντα σε αυτό το φιλμ - η Μπιγκελόου και ο Μπολ τονώνουν τον πατριωτισμό των αμερικανών λέγοντας εμμέσως πλην σαφώς πως αυτοί φταίνε και κανείς άλλος που πήγαν μέχρι το Ιράκ για να κάνουν ανθρώπους τους Ιρακινούς και που αντί να τους πουν και ευχαριστώ τους βάζουν βομβιστικούς μηχανισμούς σε κάθε γωνιά και έτσι αδικοχάνονται οι φαντάροι τους. Αλήθεια ποια αντιπολεμική και μη-προπαγανδίστικη ταινία θα έβαζε για προτελευταία σεκάνς την προσπάθεια αφοπλισμού βόμβας δεμένης με λουκέτα στο σώμα Ιρακινού και τελευταία σκηνή... αυτή που έχει; Όσοι την δείτε αναρωτηθείτε αν ποτέ αντιπολεμική ταινία θα τέλειωνε όπως τελειώνει αυτή. Αν το καλοσκεφτείτε, το πως τελειώνει ένα κινηματογραφικό έργο παρουσιάζει, τρόπο τινά ασφαλώς, και το που «στοχεύει» κι ένας λαός. Ενώ οι περισσότερες ελληνικές ταινίες του παλιού καλού ελληνικού σινεμά τέλειωναν με γάμο (ή πολλούς γάμους μαζεμένους), οπότε τα συμπεράσματα δικά σας, οι αμερικάνικες πολεμικές τελειώνουν με μονολόγους που δηλώνουν κατανόηση του καθήκοντος ή με σκηνές νίκης της ομάδας και του αρχηγού της, που ξανά προς τη δόξα τραβούν. Κι αναλογιζόμενοι αυτό αναρωτηθείτε ποια αντιπολεμική ταινία με την τελευταία της σκηνή θα αντέκρουε τον ίδιο της τον τίτλο; Ο πόλεμος για τους αμερικάνους είναι... ο μαζοχισμός που έγινε συνήθεια και που δεν θα σταματήσει ποτέ μέχρις ότου να καταλάβουν όλοι ότι αυτοί οι φαντάροι, παρά τα υπαρξιακά τους προβλήματα, είναι πάνω από όλα περήφανοι αμερικάνοι με καλές προθέσεις για όλους ανεξαιρέτως (ακόμα και για τα παιδιά των Ιρακινών που τους πουλάνε χαλασμένα DVD)!

Το «Hurt Locker» είναι μία ταινία που δεν έχει να προσφέρει τίποτα σε οποιονδήποτε δεν έχει αμερικανική υπηκοότητα. Αν είχε Γάλλους στρατιώτες θα σάρωνε τα βραβεία στη Γαλλία, αν είχε Κοζάκους στη Ρωσία και την Ουκρανία και αν είχε τσολιάδες στην Ελλάδα. Το θέμα του πολέμου - οποιασδήποτε «μορφής» - μεταξύ εθνών και το πως το βιώνει ο στρατιώτης είναι σίγουρα παγκόσμιο αλλά για να έχει και παγκόσμια και πανανθρώπινη σημασία πρέπει να προσφέρει πραγματικές υπαρξιακές διερωτήσεις και όχι να χτίζεται πάνω στο μεγαλείο του ανδρός αντί για την βλακεία του. Η πιο ύπουλη προπαγάνδα, και μαζί της το καλύτερο μοντάζ μακράν, της χρονιάς, βραβεύτηκε... Το «Hurt Locker» είναι παραγωγής 2008, κατάφερε να βρει διανομέα που να το βγάλει στις αίθουσες το 2009, βραβεύτηκε στην τελετή απονομής του 2010 και μέχρι το 2011 θα έχει ξεχαστεί.