The Lovely Bones - Παραδεισένια Οστά

Κάθε νέα δουλειά του Πήτερ Τζάκσον είναι είδηση. Ο άνθρωπος που μέσα σε μία νύχτα το 2001 με τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών: Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού» έγινε παγκοσμίως γνωστός, και που ήταν ο ίδιος που πήρε τα 11 στα 11 Όσκαρ μία άλλη νύχτα του 2004, έχει φτιάξει έκτοτε ένα δικό του ρεύμα με πιστούς ακόλουθους, η πλειοψηφία των οποίων είναι ? πέρα από τους φανατικούς της τριλογίας του Άρχοντα ? φίλοι του «ουσιώδους θέαματος», αν μου επιτρέπεται ο όρος. Ακόμα και το «Κινγκ Κονγκ» που έκανε το 2005 ήταν μία must-see blockbuster απολαυστική εμπειρία με τη σφραγίδα του. Αν είχε αποδείξει κάτι τόσα χρόνια ήταν το ότι κάθε φορά που καταπιανόταν με ένα θέμα και αφοσιωνόταν σε αυτό, το δούλευε με πολύ αγάπη (αν δεν αγαπούσε τα βιβλία του Τόλκιν δεν θα έκανε ποτέ την τριλογία που έκανε) και για αυτό κατάφερνε να φτιάξει σπουδαίες ταινίες. Το ερώτημα που είχα όταν ανακοινώθηκε ότι ανέλαβε να μεταφέρει στην οθόνη ένα επιτυχημένο βιβλίο που περιέγραφε την απεχθή δολοφονία μίας έφηβης και την «ζωή μετά» τόσο αυτής όσο και των δικών της στα εγκόσμια ήταν το εξής: πόσο πολύ αγάπησε αυτό το βιβλίο ο Πήτερ Τζάκσον για να θέλει να το κάνει ταινία;

Η γλυκύτατη Σούζι Σάλμον (Σάοϊρς Ρόναν) είναι μία 14χρονη κοπέλα από μία πολύ καλή και υγιή οικογένεια, με πολύ καλή ανατροφή, καλλιτεχνικές ανησυχίες και με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήσματα να είναι πλέον ορατά στη ζωή της. Μία νύχτα του 1973 δεν γυρίζει σπίτι. Οι γονείς της (Μαρκ Γουόλμπεργκ και Ρέητσελ Βάις) την αναζητούν και η ίδια αναζητά τους γονείς της. Μόνο που είναι νεκρή. Ενώ αυτοί αναζητούν την κόρη τους στον δικό μας κόσμο αυτή τους ψάχνει από τον «ενδιάμεσο» κόσμο. Σύντομα συνειδητοποιεί ότι το «ενδιάμεσο» είναι το μέρος μεταξύ γης και παραδείσου. Το μέρος όπου οι ψυχές των ανθρώπων αυτο-παγιδεύονται κατά κάποιο τρόπο, μέχρι να το πάρουν απόφαση πως είναι νεκροί και πως πρέπει και αυτοί αλλά και οι άνθρωποι τους, που συνεχίζουν να είναι εν ζωή, να κοιτάξουν μπροστά και να ξεπεράσουν το τραγικό συμβάν του παρελθόντος, δηλαδή τον θάνατο.

Τεράστια έκπληξη μου προκάλεσε το γεγονός ότι αυτή η ταινία δεν έχει τίποτα το ισορροπημένο εντός της. Κι η έκπληξη ήταν μεγάλη γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με ταινία του Πήτερ Τζάκσον. Του ανθρώπου δηλαδή που έχει πλέον εντρυφήσει σε όλες τις σεναριακές και σκηνοθετικές τεχνικές για να κατορθώνει στο τέλος να φτιάχνει ταινίες δύο, τριών και τεσσάρων ωρών (αν έχετε δει τις extended εκδοχές του Άρχοντα καταλαβαίνετε τι εννοώ) χωρίς να βαριέται ο θεατής δευτερόλεπτο. Στα «Παραδεισένια Οστά» είναι τόσο μεγάλη η έλλειψη ισορροπίας και ταύτισης με τα όσα συμβαίνουν που ξαφνικά αναρωτιέσαι αν ο Πήτερ Τζάκσον έχασε, επίσης μέσα σε μία νύχτα του 2009, τα λογικά του ή όχι. Και εξηγούμαι...

Η εισαγωγή στους χαρακτήρες και η ανάπτυξη του πρώτου σταδίου της πλοκής είναι δοσμένα με μεγάλη δεξιοτεχνία. Τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά. Δεν υπάρχει έκπληξη για το ποιος είναι ο δολοφόνος ? άλλωστε η οικονομία των χαρακτήρων τον υποδεικνύει αυτόματα ? και έτσι η σκηνοθεσία συγκεντρώνει την προσοχή της γύρω από αυτούς τους λίγους χαρακτήρες. Την Σούζι και την οικογένεια της, όπως και τον εφηβικό της ενδόμυχο έρωτα για τον νεαρό Ρέυ. Κανείς από αυτούς όμως δεν αναπτύσσεται επαρκώς. Έτσι όταν γίνεται η δολοφονία, την οποία ο Τζάκσον χειρίζεται πραγματικά δεξιοτεχνικά και με λεπτότητα, καθώς όλοι μας αναμένουμε με φρίκη το τέλος της μικρής αλλά κανείς μας δεν θέλει να το «δει» κιόλας, συμβαίνει και η μετάβαση της Σούζι στον «ενδιάμεσο» κόσμο. Η σκηνή αυτή δείχνει όντως το ταλέντο και την ευαισθησία του Πήτερ Τζάκσον.

Μοιραία οδηγούμαστε σε μία ακολουθία παράλληλεων δράσεων. Από τη μία ο «ενδιάμεσος» κόσμος κι από την άλλη ο πραγματικός. Όμως ούτε η θλίψη των γονιών Γουόλμπεργκ και Βάις εκφράζεται πειστικά, ούτε η απορία της Ρόναν για το «που βρίσκομαι και που πάω» υποστηρίζεται επαρκώς από την ίδια, από το σενάριο κι από τη σκηνοθεσία. Και εδώ υπάρχει άλλη μία έκπληξη. Η απουσία έστω της (αναμενόμενης για να είμαστε ειλικρινείς) εικαστικής αρτιότητας και των εντυπωσιακών κάδρων και σκηνικών που θα «έστηνε» ο σκηνοθέτης με τους «σχεδιαστές» της ομάδας του, για να απεικονίσουν τον κόσμο, που υπάρχει ένα βήμα πριν τον παράδεισο. Έτσι βλέπουμε μία συρραφή μικρών σκηνών μεταξύ «ενδιάμεσου» και πραγματικού κόσμου κάτι που έχει ως αποτέλεσμα αφενός να μην προλαβαίνουμε να αφομοιώσουμε και να απολαύσουμε τον «ενδιάμεσο» κόσμο και αφετέρου να μην μπορούμε να ταυτιστούμε και να νοιώσουμε το δράμα των χαρακτήρων στον πραγματικό κόσμο. Όταν μάλιστα το σενάριο σε επίπεδο διαλόγων δεν βοηθάει ? πέραν του ότι αυτό ευθύνεται για τις συνεχείς παράλληλες δράσεις που αφήνουν συνεχώς την πλοκή στο κενό ? τότε αναπόφευκτα εξανεμίζεται κάθε ίχνος ενδιαφέροντος για τα όσα παρακολουθούμε.

Αυτό που συμβαίνει είναι να μην μας νοιάζει καν το δράμα των γονιών, να μη μας νοιάζει καν το που βρίσκεται και τι σκέφτεται η νεκρή έφηβη και όλα αυτά με κερασάκι στην τούρτα το να μην εντυπωσιαζόμαστε δράμι από τις λιγοστές εικόνες του φανταστικού κόσμου. Το μόνο που μας νοιάζει είναι ο δολοφόνος και το πώς θα πιαστεί? διότι τέτοιο στόρυ δεν θα κατέληγε ποτέ με τον δολοφόνο χωρίς να βρίσκει την τιμωρία του και την νεκρή κοπέλα έτοιμη για να προχωρήσει στον παράδεισο, μαζί με τις υπόλοιπες νεκρές κοπέλες που συναντάει εκεί. Και αυτό είναι άλλο ένα μεγάλο σφάλμα της ταινίας. Έτσι όπως μας τα παρουσιάζει τα πράγματα μπορούμε κάλλιστα να αυτοκτονήσουμε όλοι και να πάμε εκεί και να συναντήσουμε κι άλλους άτυχους μα ευτυχισμένους ενοίκους του «ενδιάμεσου». Αν ωραιοποιείς κάτι τραγικό κατ? αυτόν τον τρόπο τότε πως περιμένεις να νοιώσεις συμπόνια λόγω της θλίψης, από την οποία δεν μπορούν να αναρρώσουν οι ήρωες, για την οικογένεια του θύματος;

Η ταινία αποκτάει λίγο ενδιαφέρον όταν επιτέλους (!!!) οι παράλληλες δράσεις σταματούν και όλη μας η προσοχή επικεντρώνεται στον δολοφόνο και την έρευνα που κάνει για αυτόν η αδερφή της Σούζι, η Λίντσευ. Ξαφνικά αναπτύσσονται επαρκώς δύο χαρακτήρες (ενώ πιο πριν η Λίντσευ είχε πει στον αστυνόμο «είσαι αξιοθρήνητος» η ατάκα της μας είχε φανεί τελείως άκυρη και αψυχολόγητη) και επίσης ξαφνικά το φιλμ αποκτά μία στοιχειώδη αγωνία, όση τουλάχιστον μπορεί να έχει κάποιος όταν του έχεις δείξει τον δολοφόνο από το πρώτο τέταρτο. Η προφανής αντίθεση ανισορροπίας και ισορροπίας βέβαια μας κάνει ακόμα περισσότερο να δυσανασχετούμε και να αναρωτιόμαστε τι στο καλό είχε στο μυαλό του ο Τζάκσον όταν έγραφε το σενάριο! Εικάζω, με κάποια σιγουριά, πως τα «Παραδεισένια Οστά» ήταν ένα βιβλίο που δεν αγάπησε ποτέ του ο Τζάκσον. Απλά βρήκε σε αυτό πρόκληση το να ασχοληθεί με την απεικόνιση ενός φανταστικού κόσμου και να διαχειριστεί το θέμα του θανάτου με τον δικό του προσωπικό τρόπο. Δυστυχώς απέτυχε.

Αυτή η ταινία είναι ένα τεράστιο λάθος! Συνοπτικά: οι περισσότεροι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται ποτέ επαρκώς και έτσι δεν μπορούν ούτε καν οι ηθοποιοί να μας πείσουν για το τι νοιώθουν αυτοί που υποδύονται αλλά ούτε και μεις να νοιώσουμε το οτιδήποτε για αυτούς. Η Σούζαν Σαράντον στο ρόλο της γιαγιάς δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης παρά να «ανακουφίζει» τον δήθεν πόνο των γονιών. Η μουσική είναι ατάκτως ερριμένη σε εκνευριστικό βαθμό και η εικαστική προσέγγιση του «ενδιάμεσου κόσμου» δεν εντυπωσιάζει και γενικώς τίποτα από όσα λαμβάνουν χώρα στο προάστιο της Πενσυλβάνια ή στο? προάστιο του Παραδείσου, από τη στιγμή που συμβαίνει η δολοφονία και έπειτα, δεν μας αγγίζει στο παραμικρό. Πραγματικά στα «Παραδεισένια Οστά» η μόνη σκέψη που έκανα όταν τέλειωσε ήταν πως τίποτα δεν έγινε σωστά πλην της διαχείρισης του φόνου και του? δολοφόνου, στην τελευταία σκηνή. Ο άνθρωπος που μας έκανε να δακρύσουμε με τον θάνατο του Κινγκ Κονγκ στην ταινία του 2005 απέτυχε να μας κάνει να αισθανθούμε το παραμικρό για τον βιασμό και το άγριο θάνατο ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού. Αυτό κι αν είναι κατόρθωμα?