Up in the Air - Ραντεβού στον Αέρα

O Τζέησον Ράιτμαν δεν είναι ούτε καν 32 ετών κι όμως έχει ήδη τρεις ταινίες, μαζί με αυτή, το «Ραντεβού στον Αέρα», που τον έχουν ήδη τοποθετήσει στις πρώτες θέσεις της λίστας των καλύτερων ανερχόμενων αμερικανών σκηνοθετών (σημ.: βέβαια το ότι είναι γιος του «καραβανά» σκηνοθέτη Ίβαν Ράιτμαν σίγουρα βοήθησε). ?Thank you for Smoking? και ?Juno? οι δύο προηγουμενές του που τον έκαναν να «ακουστεί» για τα καλά. Αυτή τη φορά δεν ασχολείται όμως ούτε με τις καπνοβιομηχανίες, ούτε με τις εφηβικές εγκυμοσύνες, αλλά με την παγκόσμια οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της. Για την ακρίβεια δεν «ασχολείται» ακριβώς με αυτό θέμα αλλά το χρησιμοποιεί σαν ένα πολύ καλό πάτημα για να γυρίσει ένα δοκίμιο πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, τους δεσμούς και τις επιλογές μας.

Για να το κάνει αυτό μας παρουσιάζει τον Ράιαν Μπίνγκμαν (Τζορτζ Κλούνευ). Ο άνθρωπος αυτός βγάζει το ψωμί του κόβοντας... το ψωμί των άλλων. Δηλαδή εργάζεται σε εταιρεία που η υπηρεσία που παρέχει είναι να στέλνει ειδικούς επί των απολύσεων. Διαθέτει ανθρώπους που μία εταιρεία που θέλει να απολύσει κάποιον ή κάποιους επειδή δεν έχει τα κότσια να το κάνει η ίδια, τους «προσλαμβάνει» (ειρωνεία έτσι;) για να πάνε για μία μέρα στα γραφεία τους και να κάνουν αυτό και μόνο. Να απολύσουν προσωπικό, δίνοντας τους παράλληλα και την ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλύτερα και πως το ότι μένουν χωρίς δουλειά δεν είναι λόγος για να στεναχωρηθούν.

Αμέσως αμέσως μας παρουσιάζεται εξαιτίας της επαγγελματικής του ζωής ένας χαρακτήρας πολύ ενδιαφέρων και πρωτότυπος. Με την προσωπική του ζωή όμως τι γίνεται; Εδώ το πράγμα αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ο Ράιαν Μπίνγκμαν του Τζορτζ Κλούνευ είναι ένας άνθρωπος που δεν κάνει τίποτα από όσα κάνουμε όλοι εμείς στην καθημερινοτητά μας. Έχει ένα σπίτι στο οποίο διαμένει μόνο τις 43 μέρες από τις 365 του έτους, πράγμα που τον θλίβει να κάνει έστω για 43 μέρες, γιατί στην πραγματικότητα για αυτόν το σπίτι του είναι τα αεροδρόμια, τα lounge των αεροπορικών εταιρειών, οι καμπίνες των αεροπλάνων και τα ξενοδοχεία. Εφόσον τον στέλνει η εταιρεία του να απολύσει κόσμο σε εταιρείες που έχουν αυτή την «ανάγκη» (οι ειρωνείες συνεχίζονται) σε ολόκληρες τις Η.Π.Α., τότε πρέπει να ταξιδεύει συνέχεια. Αυτό έχει δύο αποτελέσματα. Η εταιρεία για την οποία εργάζεται τρίβει τα χέρια της μιας και οι δουλειές είναι κερδοφόρες όσο ποτέ άλλοτε ενώ ο ίδιος πετάει από τη χαρά του γιατί συνεχώς βρίσκεται σε αυτό που θεωρεί σπίτι του: στα αεροδρόμια, στα lounge των αεροπορικών εταιρειών, στις καμπίνες των αεροπλάνων και στα ξενοδοχεία.

Ο Ράιαν Μπίνγκμαν είναι από εκείνους τους χαρακτήρες που συναντάμε σε ταινίες και δεν συμπαθούμε αλλά ούτε κι αντιπαθούμε. Απλά απορούμε. Μας είναι μονίμως «ξένος» γιατί ο τρόπος ζωής του και η στάση ζωής που έχει, μας τοποθετούν αυτόματα σε θέση κριτή. Αναρωτιόμαστε αν είναι προβληματικός ή αν όσα λέει ή κάνει κρύβουν μια δόση αλήθειας. Σίγουρα το ότι απολύει κόσμο και έχει συστηματοποιήσει έναν τρόπο εργασίας ο ίδιος για να κάνει κάτι τέτοιο επιτυχημένα, φαντάζει λίγο προβληματικό. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται όταν βλέπουμε ότι οι επιλογές του είναι να μην δεσμεύεται σε καμμία περίπτωση, να μην θέλει να παντρευτεί ή να κάνει παιδιά, αλλά να συνεχίσει τη ζωή του ευτυχής εκεί στα 15.000 πόδια με γείτονες τους συνεπιβάτες και σπιτονοικοκύρη έναν πιλότο. Συμπεραίνουμε δηλαδή ότι αυτός ο άνθρωπος βιώνει μονίμως την ίδια μοναξιά σαν κι αυτή που βιώνουν τη στιγμή της απολυσής τους από τον ίδιο οι άνθρωποι που έχει απεναντί του την ώρα που τους ανακοινώνει ότι «η θέση τους δεν είναι πια διαθέσιμη».

Ο Ράιαν Μπίνγκμαν του «Ραντεβού στον Αέρα» δεν έχει δίπλα του ποτέ και για κανέναν διαθέσιμη θέση! Ούτε για τα μέλη της οικογενειάς του ? τις δύο αδερφές του ? αλλά ούτε και για καινούριες γνωριμίες. Αν και στο τελευταίο έπεσε έξω. Δεν τα είχε υπολογίσει καλά. Γιατί ο έρωτας ως γνωστόν δεν κοιτάζει ούτε χρόνια, ούτε επιλογές... είναι τυφλός όσο δεν παίρνει. Κι όταν ο Ράιαν συναντάει την Άλεξ (Βέρα Φαρμίγκα) και την παρατηρεί, σιγά σιγά, συνάντηση με τη συνάντηση, αρχίζει να βλέπει ότι εφόσον έχει τόσα πολλά κοινά μαζί της ίσως η φιλοσοφία του περί μονιμότητος και δέσμευσης να αλλάξει ρότα και να τον οδηγήσει σε άλλες επιλογές. Κοινώς ποτέ μην λες ποτέ και μην διαλαλείς τα πάγια πιστεύω σου σαν αδιάλλακτες αποφάσεις ζωής.

Παράλληλα υπάρχει και κάτι άλλο στη ζωή του εκτός από την σχεδόν συνομηλική του Άλεξ. Η σχεδόν κατά δύο δεκαετίες μικροτερή του Νάταλι (Άννα Κέντρικ). Ανερχόμενη στην ίδια εταιρεία με τον Ράιαν, φιλόδοξη, με ιδέες, που εν αντιθέσει με αυτόν α) κρίνει απαραίτητη την μη ύπαρξη ταξιδιών για να γίνονται οι απολύσεις, αφού με το ίντερνετ τώρα πια η δουλειά μπορεί να γίνεται από απόσταση και έτσι η εταιρεία να της σφίξει το χέρι γιατί της γλίτωσε λεφτά και β) μετακόμισε στην πόλη όπου και έπιασε τη δουλειά αυτή γιατί ήθελε να είναι κοντά στο αγόρι της. Οι διαφορές τους είναι μόνο οι εξής: ο Ράιαν ξέρει από ανθρώπους αλλά όχι τον εαυτό του, η μικρή ξέρει τον εαυτό της (ή καλύτερα τους "στόχους" της) αλλά όχι από ανθρώπους. Και αυτές οι διαφορές αποτελούν το πάτημα για να γίνει ένα παιχνίδι εκμάθησης της ζωής και των ανθρώπινων συμπεριφορών εκατέρωθεν. Αυτός θα τις μάθει για τους ανθρώπους κι αυτή θα του μάθει ποιος πραγματικά είναι. Κι όταν η αλληλο-εκμάθηση ολοκληρωθεί έρχεται μία μεγάλη σκηνή από τον Τζέησον Ράιτμαν: αφού ανακοινωθεί ότι οριστικά σταματάνε οι "πτήσεις" των ανθρώπων της εταιρείας που κάνουν την ίδια δουλειά με τον Κλούνευ, ένα σταθερό κάδρο δείχνει τον Κλούνευ να κοιτάζει έξω από τη μεγάλη τζαμαρία του αεροδρομίου τα αεροσκάφη, σαν να κοιτάζει μελαγχολικά για τελευταία φορά το σπίτι του, το σπίτι που δεν θα ξαναδεί ίσως ποτέ. Παραδίπλα η πολύ νεοτερή του Νάταλι, παίζει με το κινητό της... Μία σκηνή που τα λέει όλα και για αυτό έγινε και η αφίσα της ταινίας.

Το κυρίως όμως πάτημα όλων αυτών, όπως είπαμε και στον πρόλογο, είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση, που ακόμα διατρέχουμε. Δεν βρίσκεται σε πρώτο πλάνο αλλά εμφανίζεται σποραδικά για να μας υπενθυμίσει ότι ναι μεν στο «Ραντεβού στον Αέρα» βλέπουμε έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα που έχει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και τον έχει οδηγήσει σε συγκεκριμένες αποφάσεις αλλά τελικά κι αυτός, όπως κι όλοι όσοι απολύει, ή όπως όλοι μας, αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι πέρα για πέρα αφεντικά της μοίρας μας είμαστε εμείς. Ούτε ο εκάστοτε εργοδότης, ούτε αυτός που «προσελήφθει» για να μας «απολύσει». Εμείς με τις επιλογές μας μπορούμε να φτιάξουμε το μονοπάτι μας τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Ως το βαθμό που εμείς κι η οικογενειά μας θα χαιρόμαστε με αυτές και θα μοιραζόμαστε πράγματα, ό,τι δυσάρεστο κι αν φυτρώνει στο δρόμο μας. Μ? αυτά και μ? αυτά το τέλος της ιστορίας του Ράιαν είναι το τέλος που επέλεξε ο ίδιος να έχει, πράγμα που σημαίνει οτι η συνέχεια της πορείας της δική μας θα είναι η συνέχεια που εμείς θα επιλέξουμε.

Ο Τζέησον Ράιτμαν έγραψε ένα σενάριο, βασιζόμενος στη νουβέλα του Γουόλτερ Κιρν, που δεν θέλει να μιλήσει για την οικονομική κρίση. Θέλει να απλά να έχει σαν αφορμή αυτή για να δημιουργήσει μια μυθοπλασία ικανή να αποτελέσει αυτή με τη σειρά της την αφορμή για μια μικρή προσωπική ενδοσκόπηση του καθένα μας και της ζωής μας ως έχει σήμερα, με έμφαση στο κομμάτι «σχέσεις» και «δεσμεύσεις». Η ταινία είναι εμπορική, είναι mainstream, δεν είναι τολμηρή ή δεικτική σάτιρα για την κρίση αλλά εφόσον διαθέτει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που την κατατάσσουν στις σπιρτόζικες και βαθυστόχαστες - κι όχι βαθιά κοινωνικοπολιτικές ? ταινίες, δεν με ενοχλεί καθόλου η εμπορικοτητά της. Ήδη με τη Χρυσή Σφαίρα Σεναρίου στο τσεπάκι του, το «Ραντεβού στον Αέρα» ετοιμάζεται και για κάποιες υποψηφιότητες για Όσκαρ. Αν πάρει και κάποιο θα συζητιέται για πιο πολύ καιρό από ό,τι θα συζητηθεί αν δεν πάρει, αλλά δεν θα υπάρξει κάποια άλλη διαφορά. Μία σημαντική και καλή ταινία παραμένει σημαντική και καλή είτε βραβευθεί είτε όχι. Για μένα το πιο σημαντικό είναι ότι είναι μόλις η τρίτη του Ράιτμαν και ότι το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό, γιατί το συγκεκριμένο φιλμ δείχνει ένα πρόσωπο που σπάνια συναντάμε σε ταινία: ψυχαγωγικό και στοχαστικό μαζί με θεματολογία που αγγίζει κάθε άνθρωπο της εποχής μας. Δυνατός συνδυασμός. Δυνατό αποτέλεσμα.