Στη Ρουμανία του σήμερα η Κάταλιν Βάργκα εξορίζεται από το χωριό που μένει με τον άντρα της και το γιο της, επειδή μαθαίνεται τελικά πως το παιδί δεν είναι του άντρα της αλλά άλλου. Έτσι παίρνει τον γιο της Ορμπάν μαζί, με το πρόσχημα οτι θα επισκεφτούν τη γιαγιά του, και ξεκινά ένα ταξίδι ανεύρεσης του πραγματικού του πατέρα.
Αυτή είναι η σύνοψη της ταινίας με την οποία ντεμπουτάρει ο βρετανός Πήτερ Στρίκλαντ, ο οποίος υπέγραψε το σενάριο, την παραγωγή και τη σκηνοθεσία της. Από την αρχή κιόλας φαίνεται σε ποια «σχολή» ανήκει ο Στρίκλαντ. Ανήκει σε εκείνους τους καλλιτέχνες, τους auteur, που τους νοιάζει η γραμμική μεν αφήγηση αλλά με έμφαση στο «κάδρο» και το βάθος που θα δώσει στον ήρωα, του οποίου ακολουθούμε τα βήματα από την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτό άμεσα καθιστά την ταινία του, ειδικά στο πρώτο μισό της, αρκετά «δύσκολη» προς παρακολούθηση γιατί η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι κάπως ξεπερασμένη όσο και συμβατική. Στο που «ανήκει» ως σκηνοθέτης ο βρετανός φαίνεται κι από τον τρόπο κινηματογράφισης υπό την έννοια του πως χρησιμοποιεί την καμερά του. Άλλοτε αργά και στατικά πλάνα που στο κέντρο τους βρίσκεται η ηρωίδα και άλλοτε κάμερα στο χέρι για να σπάσει την μονοτονία και να προσδώσει επιπλέον ρυθμό και ενδιαφέρον στο φιλμ του. Δυστυχώς όμως, και πάλι σημειώνω ειδικά στο πρώτο μισό της, η ταινία είναι από παντελώς αδιάφορη εώς ανούσια, μιας και το «ταξίδι» της Κάταλιν Βάργκα και του γιου της δεν εμπεριέχει κάποια συμβάντα που να εξελίσσουν την πλοκή παρά μόνο βλέπουμε την ίδια και τον μικρό Ορμπάν, πάνω σε ένα κάρο που σέρνει ένα άλογο στα δύσβατα λαγκάδια της Ρουμανικής υπαίθρου.
Η στροφή γίνεται όταν τελικά αρχίζουν να συμβαίνουν πράγματα που έχουν κάποια σημασία. Υπάρχουν συναντήσεις και τα επακόλουθα αυτών που πραγματικά μας επαναφέρουν στο αρχικό ζητούμενο. Ποια είναι και τι ζητάει... όχι απλά που πάει. Όταν σταματάει η απορία μας για το «που πάει» αρχίζουμε ως θεατές να ενδιαφερόμαστε για την ηρωίδα. Έτσι στο κομμάτι του «ποια είναι» μας αποκαλύπτονται σιγά σιγά κάποια κομμάτια του παζλ και στο κομμάτι του «τι ζητάει» βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δύο πολύ δυνατές σκηνές που κορυφώνουν από μόνες τους την ταινία τη στιγμή που τις βλέπουμε.
Δεν θα έλεγα ποτέ ότι το πρώτο μισό της ταινίας θα μπορούσε και να λείπει. Έτσι ήθελε ο Στρίκλαντ, έτσι επέλεξε να κάνει κι έτσι έκανε και σίγουρα χρήζει συγχαρητηρίων για την συνολική του προσπαθειά στο ντεμπούτο του αυτό. Αν μάλιστα η ταινία ήταν ελληνική θα σταυροκοπιόμασταν που κάποιος έλληνας έκανε κάτι τόσο άμεσο αλλά και με τέτοια αισθητική. Εδώ όμως όχι απλά δεν μας κάνει εντύπωση αλλά από την άλλη δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι το φιλμ ένα μικρό ταξίδι στο παρελθόν κι οτι τέτοιες ταινίες με αυτό τον τρόπο γυρίσματος δεν έχουμε δει δεκάδες δεκάδων και πολύ πιο σημαντικές. Η ιστορία μπορεί να έχει πράγματα να πει αλλά η κινηματογραφισή της μάλλον την αδικεί. Και επιπρόσθετα αδικεί και την εξαιρετική πρωταγωνίστρια που διαθέτει ένα πρόσωπο εξαιρετικά εκφραστικό, από αυτά που θα θέλαμε να συναντάμε πολύ πιο συχνά σε ταινίες, και το οποίο εκμεταλλεύεται η ίδια για να ερμηνεύσει τον ρόλο της. Δύσκολος ο ρόλος της; Όχι. Αλλά του δίνει έξτρα ζωή με την ερμηνεία της.
Δυστυχώς το «Η Εκδίκηση της Κάταλιν Βάργκα» είναι ένα έργο που αποτελείται από μία πολύ καλή πρωταγωνίστρια και δύο μόνο δυνατές σκηνές, που σημειωτέον είναι δυνατές εξαιτίας της πληροφορίας που αποκαλύπτουν και όχι της σκηνοθεσίας τους! (ειδικά στη μία η κάμερα είναι τελείως στατική) Οπότε δεν θα πρότεινα ποτέ σε κάποιον να δει μία τόσο καλαίσθητη ταινία που περιέχει μόνο δύο καλές σκηνές αλλά κατά τα λοιπά τίποτα άλλο. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον ο Στρίκλαντ ως πρωτοεμφανιζόμενος auteur, θα χαρώ να ξαναδώ την ηθοποιό Χίλντα Πέτερ και σε άλλες ταινίες, αλλά μέχρι εκεί. Περιμένω την επομενή του για να τον κρίνω καλύτερα, για να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία να με «κερδίσει». Εδώ δεν το κατάφερε ούτε στο ελάχιστο. Δραματικές ταινίες σαν κι αυτή πρέπει να έχουν πολύ «ζουμί» μέσα τους για να μας βγάλουν συναισθήματα. Αν δεν έχουντότε απλά ανυπομονούμε να τελειώσουν. Και όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους οι δύο σκηνές φαντάζουν τόσο μα τόσο λίγες...