Dorian Gray - Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ

Είχα περιέργεια να μάθω πόσες φορές έχει γίνει ταινία ο Dorian Gray και η ιστορία του. Η απάντηση, που βρήκα επισκεπτόμενος τη γνωστή online βάση δεδομένων ταινιών, είναι εικοσιμία φορές, τόσο τηλεοπτικά όσο και κινηματογραφικά, με πρώτη το 1910, δηλαδή ακριβώς είκοσι χρόνια μετά από όταν γράφτηκε το μυθιστόρημα και ακριβώς εκατό πριν από την τωρινή της. Τώρα θα μου πείτε τι με ένοιαζε και το έψαξα. Ομολογώ πως ήθελα να ελέγξω αν είχα δει καμμία από τις προηγούμενες απόπειρες ή αν αυτό που αντίκρυσα τώρα, δια χειρός του Βρετανού σκηνοθέτη Όλιβερ Πάρκερ, μου έσβησε από τη μνήμη προηγούμενες θεάσεις άλλων ταινιών που βασίστηκαν στη μόνη νουβέλα που έγραψε ποτέ του ο Όσκαρ Γουάιλντ.

Ο «μύθος» του Ντόριαν Γκρέυ είναι λίγο ως πολύ γνωστός. Στο Λονδίνο του 1890 ο πανέμορφος Ντόριαν από τη μία εμπνέει τον παθιασμένο με την ομορφιά του προσώπου του, ζωγράφο φίλο του Μπάζιλ και από την άλλη εμπνέεται από την στάση ζωής του Λόρδου Γουότον, που προτάσσει ως μοναδικούς στόχους στη ζωή την ομορφιά και τις λοιπές απολαύσεις που αυτή σου παρέχει. Ο Ντόριαν Γκρέυ συνεπαρμένος από αυτόν τον τρόπο ζωής ξαφνικά αγωνιά για την ημέρα που η ομορφιά του προσώπου του θα χαθεί και μαζί της οι απολαύσεις που του «χαρίζει». Έτσι εύχεται να μπορούσε το πορτραίτο που του ζωγράφισε ο Μπάζιλ να γερνάει αντ? αυτού. Και η ευχή του εισακούγεται...

Εκ των προτέρων γνωρίζουμε πως οι απαιτήσεις για να πετύχει ένα εγχείρημα σαν και αυτό είναι πολύ υψηλές. Διότι από την παραπάνω περίληψη καταλαβαίνουμε πως δεν μπορεί κάποιος να μην βασιστεί κατά κύριο λόγο στην ατμόσφαιρα, που θα δημιουργήσει ο σκηνοθέτης, αλλά και στις ερμηνείες, για να στεφθεί με επιτυχία η κινηματογραφική μεταφορά ενός τέτοιου λογοτεχνήματος. Άλλωστε ο σκηνοθέτης κι ο σεναριογράφος οφείλουν να βασιστούν πρώτα από όλα στην ατμόσφαιρα που πηγάζει από το ίδιο το βιβλίο, όπως τουλάχιστον την έχουν εκλάβει διαβαζοντάς το. Επιπλέον κι όπως έχουμε σημειώσει και άλλες φορές, τους τομείς εφέ και σκηνικά-κουστούμια στο σύγχρονο σινεμά δεν τους κρίνουμε καν σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή σε τέτοιου τύπου ταινίες που απαιτούν αναπαράσταση εποχής, διότι είμαστε σίγουροι πως η παραγωγή θα κυμαίνεται στο σωστό και σύνηθες εκείνο επίπεδο όπου αυτοί οι δύο τομείς θα είναι το λιγότερο (!) προσεγμένοι και άρα τεχνικά άρτιοι. Άρα τι μένει; Το είπαμε. Ατμόσφαιρα και ερμηνείες. Ή με τρεις άλλες λέξεις: σκηνοθετική προσέγγιση / καθοδήγηση.

Ο καπετάνιος σε αυτή την αγγλική παραγωγή λέγεται Όλιβερ Πάρκερ. Δεν τον γνώριζα (η ειλικρινειά μου σήμερα με εκπλήσσει). Με λίγη έρευνα (στο γνωστό μέρος) είδα πως έχει κάνει εφτά ταινίες. Καμμία πλην της «The Importance of Being Earnest», επίσης βασισμένη σε έργο του Όσκαρ Γουάιλντ, δεν είναι γνωστή. Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο, γιατί καλές και οι γνώμες των κριτικών αλλά μερικές φορές τα νούμερα αιτιολογούν ? για να μην πω «ξεμπροστιάζουν» - αρκετά πράγματα που μέχρι να τα συνυπολογίσουμε μας μοιάζουν ακατανόητα, έμαθα πως για τον σεναριογράφο Τόμπυ Φίνλευ αυτή ήταν η πρώτη του απόπειρα ως «επαγγελματίας» σεναριογράφος.

Νομίζω έχετε ήδη αρχίσει να μπαίνετε στο κλίμα. Και επειδή για τις πραγματικά κακές ταινίες βαριέμαι να γράφω πολλά (τελικά η ειλικρινειά μου σήμερα έχει σπάσει κάθε ρεκόρ και συνεχίζει να με εκπλήσσει) το θέμα για αυτόν τον κινηματογραφικό Ντόριαν Γκρέυ μπορεί, εν τάχει και πολύ εύκολα, να αναλυθεί στις εξής αράδες. Όντως οτιδήποτε έχει σχέση με την αναπαράσταση εκείνης της εποχής είναι θαυμάσιο και προσεγμένο, αν και για να τα λέμε όλα, ένα τεράστιο μέρος της δράσης λαμβάνει χώρα στα ίδια τρία με τέσσερα σετ το πολύ, πράγμα το οποίο διευκολύνει αυτόματα κατά πολύ την παραγωγή και ρίχνει το επίπεδο δυσκολίας. Όντως τα εφέ είναι αξιοπρεπή. Δεν βγάζουν μάτια αλλά τη δουλειά τους την κάνουν. Σκηνοθετικά όμως δεν έχει να επιδείξει απολύτως καμμία αρετή ενώ την ίδια στιγμή από το σενάριο, με τον τρόπο που αυτό «διασκευάστηκε», απουσιάζουν οι δυνατές σκηνές, η κλιμάκωση εκείνη που θα μας οδηγήσει σε μια τελική κορύφωση αλλά, το κυριότερο, το πνεύμα του Όσκαρ Γουάιλντ.

Επομένως όταν σε ένα τέτοιο κλασσικό δείγμα γκόθικ τρόμου, η ατμόσφαιρα δεν είναι εκεί που πρέπει σκοτεινή υπό την έννοια του απειλητική αλλά σκέτο... σκοτεινή... («είσαι ο θάνατος» του φωνάζει ο Μπάζιλ, αλλά θάνατο δεν «νοιώθουμε»)... όταν ο πρωταγωνιστής δεν μπορεί να ερμηνεύσει έναν χαρακτήρα που τη μισή ώρα το παίζει θεός (κάνοντας μόνο αμαρτίες) γιατί τίποτα δεν επιηρεάζει το πνεύμα και το σώμα του και την άλλη μισή κοιτάζει το εν εξελίξει σάπιο πορτραίτο του και άρα αδυνατεί ερμηνευτικά να περάσει το «δράμα» που έχτισε με το έργο του αυτό ο Γουάιλντ... όταν ο σκηνοθέτης είναι προφανές ότι δεν έχει τα εχέγγυα για να αναλάβει ένα τέτοιο πρότζεκτ γιατί η ατμόσφαιρα που τελικά φτιάχνει είναι επιπέδου «κλασσικών εικονογραφημένων», τότε το αποτέλεσμα είναι αναπόδραστα κακό!

Ο «Ντόριαν Γκρέυ» του 2009 έπεσε θύμα της απειρίας των συντελεστών του και κυρίως, όπως αποδείχτηκε από τις προφανείς αδυναμίες της, του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου. Μοναδικό φως στο τούνελ ο έμπειρος και πάντα στιβαρός και σοβαρός ερμηνευτικά Κόλιν Φερθ. Κατά τα άλλα οι λοιπές αρετές της ταινίας συμπυκνώνονται στις λέξεις σκηνικά ? κουστούμια, που μπορείτε να το μεταφράσετε στα ελληνικά σε ένα «κάτι τρέχει στα γύφτικα», και στο δεύτερο μισό της που κατά διαστήματα προσπαθεί να ανεβάσει ρυθμούς αλλά εις μάτην. Κακό σενάριο, δίχως ίχνος φαντασίας και ιδιαίτερου ταλέντου η σκηνοθεσία, κακός στο μεγαλύτερο μέρος της ο πρωταγωνιστής. Πολύ φτωχό αποτέλεσμα που δεν θα πρότεινα καν για θέαση ένα ήσυχο κυριακάτικο απόγευμα που η οκνηρία θα σας έχει χτυπήσει την πόρτα. Καλύτερα χτυπήστε ένα φραπέ.