Δευτέρα, 17 Ιανουαρίου 2011 19:16

Bellerophone: ηχητικές παιχνιδομηχανές μέσα απο ψηφιακές πλατφόρμες.

Γράφτηκε από  Δημήτρης Τσούκας

O Bellerophone μιλάει στο artmagazine για την μουσική του και τις δικές του ψηφιακές ηχητικές παιχνιδομηχανές, αποτελέσματα μιας επεξεργαστικής διαδικασίας που βασίζεται στο παίγνιο (game process). Όλα συμβαίνουν παίζοντας με τους ήχους, σε ζωντανό χρόνο, τυχαία, διαισθητικά. Και με μια έντονη, γλυκιά, μελαγχολική, retro διάθεση.

Παιχνίδι:

1. Οποιαδήποτε ενέργεια δεν έχει συγκεκριμένο πρακτικό σκοπό, αλλά προσφέρει ευχαρίστηση επειδή είναι διασκεδαστική.

2. Οποιαδήποτε δραστηριότητα πραγματοποιείται με ορισμένους κανόνες (και ενδεχομένως με συγκεκριμένα αντικείμενα).

Ταυτόσημο με την παιδική συμπεριφορά, το παιχνίδι είναι μια εν γένει δημιουργική πράξη. Πρωταρχικά ατομικό, ελεύθερο, αυτόνομο, εμπειρικό, παιδαγωγικό, πολύτιμο μαθησιακό εργαλείο για την απόκτηση της γνώσης περί αυτοσυντήρησης, της κατανόησης των ιεραρχιών και των προτεραιοτήτων, συνεπώς διαπλαστικό. Εν συνεχεία διαπροσωπικό, συνολικό, κοινωνικό, οργανωτικό, αναφορικό, κλειστό, δομημένο, αναπαραστατικό, ανταγωνιστικό, δυνητικά φαιδρό. Στην πιο έσχατη μορφή του ανατρεπτικό, παραβατικό, βίαιο, κίβδηλο, μοιραίο, ολέθριο, θανατηφόρο, μεταπλάσσεται σε παιχνίδι ισορροπίας, ισχύς, εξουσίας, συνωμοσίας, κυριαρχίας (Power game).

Η κινητήρια δύναμη πίσω από κάθε ενέργεια συσχετιζόμενη με την έννοια του παιγνίου καθρεπτίζεται στην αρχέγονη, αδηφάγο επιθυμία για την απόκτηση της ηδονικής ευχαρίστησης, της τερπνότητας, ο καθεστωτικός περιορισμός της οποίας οδηγεί σε εξελιγμένα, εξεζητημένα, πολύπλοκα οργανωτικά μοντέλα καταστολής της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εντούτοις, κατά την διάρκεια της εξελικτικής διαδικασίας, η φύση του παιγνίου αποκτά αμφίσημο περιεχόμενο. Μια διττή οντότητα. Δυο διαφορετικές μορφές δράσης, οι οποίες αναπτύσσονται μέσα στο εντευκτήριο της παραδοξολογίας της ταυτόχρονης συνύπαρξης μέσα από την αντιπαλότητα. Από την μια, το παιδικό παιχνίδι (play), χαρούμενη δράση με ανέμελη διάθεση, και από την άλλη το παιχνίδι της ενηλικίωσης, ο αγώνας (game), το πεπερασμένο σύστημα κανόνων, η «εκπολιτισμένη», πειθαρχημένη και ασφαλή εκδοχή του παιχνιδιού, η μεταποίηση του σε "παυσίπονο για την καταπολέμηση της σχιζοφρενικής καπιταλιστικής κοινωνίας."

Πρωτογενώς, το παίγνιο στην άπεφθη μορφή του (play), παραμένει μια δημιουργική πράξη και αποτελεί την γενεσιουργό αιτία πίσω από τις μοντέρνες, επαναστατικές, ανατρεπτικές στρατηγικές και τακτικές του εικοστού αιώνα. Μερικές από αυτές κατοικούν στα έργα των Piet Mondrian, Jackson Pollock, John Cage (Απροσδιοριστία-indeterminacy), Christian Wolff, Earl Brown (visual sounds-graphic scores), Ιάννης Ξενάκης (θεωρία των παιγνίων) Jazz, Stockhausen, Boulez (αλεατορισμός), αυτοσχεδιασμός, John Zorn (the game pieces), Evan Parker, Derek Bailey (free improvisation).

Ο John Zorn μιλαει για τα δικα του game pieces.

Το παίγνιο δρα ως διαρθρωτικό νήμα που συνδέει τον παλιό κόσμο της νευτονικής φυσικής και του θεοκεντρικού σύμπαντος με το «ανοιχτό έργο» του Umberto Eco και του Gilles Deleuze, τον ακρογωνιαίο λίθο της απροσδιοριστίας στον σύγχρονο κόσμο της κβαντικής φυσικής και της μεταθεολογικής κοινωνιολογίας.

Bellerophone's Playland

bbeep

Απο το πρώτο demo του Δημήτρη Σαντζιλιώτη (2003).

Ο Bellerophone (aka Δημήτρης Σαντζιλιώτης) είναι και αυτός ένας player. Στο επίκεντρο της μουσικής του κοσμοθεωρίας δεσπόζουν τα παιχνίδια. Επινοεί, σχεδιάζει, προγραμματίζει τις δικές του ψηφιακές ηχητικές παιχνιδομηχανές, ιδιότυπες ηχογόνες πλατφόρμες, αποτελέσματα μιας επεξεργαστικής διαδικασίας, μιας διεκπεραίωσης που βασίζεται στο παίγνιο (game process). Όλα συμβαίνουν παίζοντας με τους ήχους, σε ζωντανό χρόνο, τυχαία, διαισθητικά, παρορμητικά, ελεύθερα, πρόσκαιρα. Και με μια έντονη, γλυκιά, μελαγχολική, retro διάθεση:

?Για μένα το παιχνίδισμα λειτουργεί ευεργετικά. Σε ένα μεγάλο βαθμό αναπληρώνει την μερική έλλειψη μουσικών, ερμηνευτικών ικανοτήτων και γνώσεων με την συμβατική έννοια του όρου. Ποτέ δεν διδάχτηκα συστηματικά στο παρελθόν πώς να παίζω ένα μουσικό όργανο ή πώς να γράφω μουσική. Αυτό με οδήγησε στην διαμόρφωση μιας κολάζ αισθητικής, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται στους ήχους, στα ηχητικά υλικά και στα διάφορα μοτίβα να παράγονται ελεύθερα μέσα από ψηφιακές ηχητικές παιχνιδομηχανές, με μόνη παρεμβατική δύναμη το προσωπικό μου αισθητήριο, την προσωπική εκπλήρωση του αισθήματος της ευχαρίστησης, της τέρψης, την οποία αποκομίζουμε μέσα από το παιχνίδι. Συμπερασματικά δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένη δόμηση ή φόρμα που θα πρέπει να εφαρμόζεται στο τελικό αποτέλεσμα, ούτε στοχευμένες συναισθηματικές εκφάνσεις ή αποχρώσεις σχετικά με το περιεχόμενο. Η κινητήρια δύναμη είναι οι αλλεπάλληλες δοκιμές και τα «ταιριάσματα» που αναπτύσσονται μέσα από το παιχνίδι. Μπορεί λοιπόν να μην παίζω πολλά μουσικά όργανα με ευχέρεια, με εξαίρεση την ηλεκτρική κιθάρα (παίζω για αρκετά χρόνια αυτοδίδακτος και την χρησιμοποιώ σε μεγάλο βαθμό στο cd ως πηγή ήχου) και το βιολοντσέλο (μελετώ μόλις τα τρία τελευταία χρόνια) αλλά παίζω με την ίδια την μουσική.?

 

02

Polaroids απο το άλμπουμ "11 Songs For Polaroids and Playmobils"
(φωτ: Γωγώ Σιμογιάννη)

- Όμως το παιχνίδι (play) υπόκειται εκ προοιμίου σε κανόνες ή συνθήκες οργάνωσης; υπάρχει λήξη στο παιχνίδισμα (game over); Ποιος είναι ο χαμένος;

Εάν κάποιος προσπαθήσει να αλιεύσει συνθήκες οργάνωσης ή δόμησης στην τελική αποτύπωση του παιχνιδίσματος, στην μετουσίωση του σε άυλη ψηφιακή οντότητα μέσω της μεταφοράς του σε ψηφιακό μέσο (CD) σίγουρα θα έχει αποτελέσματα. Εκ των υστέρων το CD μπορεί να αναλυθεί επί μέρους (ερήμην του δημιουργού) και να διαχωριστεί σε κομμάτια, να αναγνωριστούν ρόλοι και δομικά υλικά με βάση μια pop προσέγγιση (ακόρντα, μελωδίες, εφέ, εισαγωγές, γέφυρες). Όμως αυτό είναι ένα αποτέλεσμα που βασικά διαμορφώνεται a posteriori, μέσα από το μέσο, μετά από αυτό και όχι πριν. Προσωπικά όμως ποτέ δεν είχα μια δομή στο μυαλό μου, όλα συμβαίνουν αυθόρμητα. ?

04

(φωτ: Γωγώ Σιμογιάννη)

 

 

Το «11 Songs For Polaroids and Playmobils», το πρώτο άλμπουμ του Bellerophone, κυκλοφορεί το 2006 από την dreamwaves, τρία ολόκληρα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του και μετά την επιστροφή του Δημήτρη στην Ελλάδα. Έντεκα κομμάτια εμπνευσμένα από Polaroid φωτογραφίες με playmobile, φαντασιακά εργαλεία της παιδικής αθωότητας, νοσταλγική διάθεση μέσα σε μια κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Παιδικές ιστορίες, μνήμες, θύμησες, παρελθοντικές εικόνες-μεταξοτυπίες στο υποσυνείδητο, στο πίσω μέρος του μυαλού, και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά τα «Γράμματα σ?ένα νέο ποιητή» του Rainer Maria Rilke, που προτρέπουν τον νέο ποιητή να επιστρέφει στα παιδικά του χρόνια για να βρει την έμπνευση. pop αισθητική συνδυασμένη με επαναληπτικά ρυθμικά στοιχεία, industrial θραύσματα, θόρυβοι, βόμβοι, krautrock μοτίβα.

Σημαντικοί διαπλαστικοί παράγοντες του άλμπουμ είναι σίγουρα τα ακούσματα που είχα εκείνη την περίοδο. Μουσικές από τους Stereolab, τους Quickspace, Pram, Sonic Youth, Autechre, Pink Floyd, John Fahey, κινηματογραφικές μουσικές, krautrock ακούσματα όπως οι Neu, Can, Faust, Harmonia, είναι όλα εκεί. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το άλμπουμ αυτό εχει το ίδιο concept με το μεταγενέστερο ?I put a record on? του οποίου κάθε κομμάτι είναι αφιερωμένο σε ένα group ή μουσικό που θαυμάζει η δημιουργός του δίσκου Gudrun Gut. Μου είναι πάντως δύσκολο να μιλήσω για εκείνη την περίοδο επειδή έχει περάσει αρκετός καιρός. Σίγουρα όμως τότε ήταν που δημιουργικά ήμουν πάρα πολύ ανοιχτός, ελεύθερος, χωρίς να σκέφτομαι αιτιάσεις και σκοπούς (δεν ήξερα καν ότι το άλμπουμ θα γινόταν επίσημη κυκλοφορία) με αποτέλεσμα να μην με νοιάζει και να μην σκέφτομαι τίποτα. Απολάμβανα το παιχνίδι με τους ήχους στην πιο ακραιφνή τους διάσταση, δουλεύοντας με πρωτόγονα μέσα αφού δεν είχα ακόμα αποκτήσει την απαιτούμενη γνώση, την οποία εκείνο τον καιρό συνέλλεγα μέσα από διάφορα εγχειρίδια μουσικής παραγωγής που έβρισκα στο διαδίκτυο."

01

(φωτ: Γωγώ Σιμογιάννη)


Ο ΒΕΛΛΕΡΟΦΟΝΤΗΣ ΣΤΟΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΠΛΑΝΗΤΗ.

Και το όνομα Bellerophone; Ποιος είναι ο Βελλεροφόντης και ποια η Χίμαιρα;

Το όνομα αυτό κάθε αυτό φανερώνει αναμφισβήτητα μια έντονη ρετρό διάθεση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η αναφορά γίνεται στις ρετρό ταινίες επιστημονικής φαντασίας του ?50 και συγκεκριμένα στην θρυλική ταινία forbidden planet. Το soundtrack της ταινίας των πρωτοπόρων Louis and Bebe Barron είναι το πρώτο soundtrack ηλεκτροακουστικής μουσικής στην ιστορία του κινηματογράφου γραμμένο το 1956. Ριζοσπαστικό και καινοτόμο, το soundtrack εξερευνά για πρώτη φορά στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής την παραγωγή ήχου εξ ολοκλήρου μέσα από ηλεκτρονικά κυκλώματα (ring modulators), μέσω τεχνικών παραποίησης και επεξεργασίας ηχητικών προηχογραφημένων ήχων (αλλαγή ταχύτητας αναπαραγωγής, αντιστροφή) για την δημιουργία καταπληκτικών εφέ, συνθέτοντας μια φοβερά επαναστατική και πρωτοποριακή αισθητική φουτουριστικού τύπου. Οι Barrons είχαν αντλήσει έμπνευση και ιδέες από το βιβλίο του μαθηματικού Norbert Wiener το οποίο χρησιμοποίησε ως έναυσμα ο Louis Barron για να κατασκευάσει το δικό του ηλεκτρονικό κύκλωμα μέσω του οποίου παρήγαγε όλους αυτούς τους φουτουριστικούς ήχους που ακούγονται στην ταινία (bleeps, blurps, whirs, whines, throbs, hums and screeches). Έτσι το συνθετικό ζευγάρι προχώρησε σε έναν παράτολμο σχεδιασμό και στην κατασκευή αυτοσχέδιων ηλεκτρονικών κυκλωμάτων, τα οποία λειτουργούσαν με έναν τρόπο όμοιο με την ψυχολογική λειτουργία κατώτερων μορφών ζωής. Δημιούργησαν ατομικά κυβερνητικά κυκλώματα αυτοματισμού για συγκεκριμένα θέματα και leitmotifs, χωρίς να καταφύγουν καθόλου στις καθιερωμένες ηχητικές γεννήτριες και τους ταλαντωτές της εποχής. Το διαστημόπλοιο που μεταφέρει τον διάσημο επιστήμονα στον απαγορευμένο πλανήτη φέρει το όνομα Bellerophone.

 

ΤΟ ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ. ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ.

eta

Στη συνέχεια το 2008 ο Bellerophone, μαζί με άλλους μουσικούς απ? όλο το κόσμο, προσκαλείται από τον Αμερικάνο μουσικό Bob Marsh για την δημιουργία μιας σειράς από δοσμένες αποστολές/projects. Κάθε φορά και μια διαφορετική αποστολή. Στο project 8 οι εμπλεκόμενοι ηχητικοί καλλιτέχνες προσκλήθηκαν να επεξεργαστούνε 8 λεπτά ηχογράφησης του Marsh κατά το δοκούν. Τα αποτελέσματα κυκλοφόρησαν από την Ιταλική εταιρία Setola di Maiale με τον τίτλο eight, με τον Bellerophone να συμμετέχει με το κομμάτι ?eta?. Η δεύτερη αποστολή ήταν να εμπνευστούν από κάρτες βασισμένες σε χάρτες της Michelin.

 

Η όλη συνεργασία με έχει χαροποιήσει ιδιαίτερα, γιατί γίνεται χωρίς περιορισμούς (πλην της ιδέας του συντονιστή) μέσα σε κλίμα σεβασμού και κατανόησης. Ελπίζω να συνεχιστεί μιας και το 10 που θα ολοκληρωνόταν στις 10/10/2010 δεν ευδοκίμησε. ?


ΨΗΦΙΑΚΕΣ
ΠΑΙΧΝΙΔΟΜΗΧΑΝΕΣ ΚΑΙ ΗΧΗΤΙΚΑ ΓΛΥΠΤΑ

Η πιο πρόσφατη κυκλοφορία του Bellerophone, το Sonic Sculptures κυκλοφορεί τον Μάιο του 2010. Αυτή την φορά στο επίκεντρο βρίσκεται μια ηχητική παιχνιδομηχανή. Πρόκειται για μια ψηφιακή πλατφόρμα που εκτελεί ηχητικές εργασίες όπως η ζωντανή ηχογράφηση, η επεξεργασία σε πραγματικό χρόνο και αναπαραγωγή των ηχογραφήσεων σε διάφορες ταχύτητες, παραμορφωμένες ή ατόφιες, όλα αυτά εμπλουτισμένα με απλές ελαφρώς μεταβαλλόμενες κυματομορφές. Πηγή έμπνευσης τα πρώτα στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής (ως προς τις προσομοιώσεις μαγνητοφώνων, την αργή, γρήγορη, ανάποδη κίνηση, το tape delay, το φιλτράρισμα κ.τ.λ) και οι πρωτοπόροι της live electronic music David Tudor και Gordon Mumma (ως προς την δυνατότητα επεξεργασίας και παραγωγής ήχου σε πραγματικό χρόνο).

Bellerophone-Patch-02

Οι ηχητικές παιχνηδομηχανές του Bellerophone σχεδιασμένες με την προγραμματιστική πλατφόρμα MAX/MPS.

 Σκοπός μου ήταν αυτή η πλατφόρμα, μέσω της χρήσης κατάλληλων ελεγκτών (controllers), να αποτελέσει ένα παιχνίδι με το οποίο ο οποιοσδήποτε θα μπορεί να παράγει ενδιαφέροντα ή όχι αποτελέσματα, να προβάλει εν ολίγοις την αισθητική και το στυλ του μέσα από τον ήχο, να παίξει, να πειραματιστεί, να δημιουργήσει. Η πλατφόρμα αυτή θα μπορούσε να ήταν μια μόνιμη εγκατάσταση (installation) σε ένα χώρο, προετοιμασμένη κατάλληλα ώστε να υποδεχτεί άτομα κάθε ηλικίας τα οποία θα μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν, να «παίξουν». Όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένη δομή ή στόχος ή όταν ο στόχος είναι η δημιουργία του προγράμματος και μόνο από έναν τρίτο, οι αποφάσεις για το τι μένει και τι αφαιρείται από τον αυτοσχεδιασμό ανήκουν αποκλειστικά στον χειριστή και το αισθητικό του κριτήριο. Η ιδέα πίσω από αυτό προέκυψε ως επέκταση ενός project που ήταν μέρος της πτυχιακής μου στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Είχα σχεδιάσει τότε μια μεγαλύτερη ψηφιακή πλατφόρμα εγκατάστασης όπου λάμβανε χώρα ένας ταυτόχρονος συνδυασμός προβολής ταινίας με ζωντανή παραγωγή ήχου.

 Ένα είδος ζωντανής σύνθεσης soundtrack σε πραγματικό χρόνο, όπου μέσα από την ανάλυση των ποιοτήτων των ήχων της ταινίας, των διαλόγων, των εντάσεων των φωνών των ηθοποιών, των συναισθηματικών και ψυχολογικών ηχοχρωματικών αποχρώσεων των ομιλιών (τρυφερός, ερωτικός, οργισμένος προφορικός λόγος) η πλατφόρμα θα μεταφράζει αυτό το υλικό σε αντίστοιχους, πρωτότυπους ήχους. Ένα ζωντανό διαδραστικό soundtrack που θα διαμορφώνεται και θα αλληλεπιδρά με την δραστηριότητα των ηθοποιών. Μέσα σε αυτό είχα ενσωματώσει και τεχνικές granular μουσικής όπως επίσης και σειριακές μορφές επεξεργασίας. Κάποια κομμάτια του προγράμματος αυτού μετεξελιχθήκαν στο Sonic Sculptures υιοθετώντας όμως μια πιο concrete αισθητική. Βέβαια, κομβικό σημείο στην μετεξέλιξη αυτή ήταν το περίφημο UPIC.

To UPIC είναι η προσωπική παιχνιδομηχανή του Ιάννη Ξενάκη. Πρόκειται για ένα υπολογιστικό συνθετικό εργαλείο, μια σπουδαία επινόηση του μεγάλου συνθέτη, που υλοποιήθηκε στο Centre d'Etudes de Math?matique et Automatique Musicales (CEMAMu) του Παρισιού και ολοκληρώθηκε το 1977. Μια ψηφιακή ταμπλέτα, που λειτουργεί ως vector display, χρησιμοποιείται από τον χρήστη ο οποίος, κουνώντας την βελόνα πάνω στην επιφάνεια, ζωγραφίζει κυματομορφές και volume envelopes, σκιτσάροντας «συνθέσεις». Τα παραγόμενα απεικονιστικά δεδομένα επεξεργάζονται σε πραγματικό χρόνο από ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή, με τον άξονα Χ να αναπαριστά τον χρόνο και τον άξονα Υ το τονικό ύψους. Η μουσική του Ξενάκη είχε αρχίσει να επηρεάζει τον Δημήτρη ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ?90, οδηγώντας τον σταδιακά προς ένα εικονοκλαστικό ηχητικό σύμπαν, αφήνοντας πίσω του τις pop και post rock επιρροές των φοιτητικών χρόνων. Πρώτα ο Ξενάκης, μετά ο Var?se, ύστερα ο Cage, o Feldman, o Stockhausen, o Boulez ενώ σε παραλληλία η free jazz των Coltrain, Coleman, Albert Tyler, μέχρι την αναζήτηση που οδηγεί στην απόφαση για σπουδές στο εξωτερικό πάνω στο sound design.

 

Και από δω και πέρα; Τελειώνει ποτέ αυτό το παιχνίδι και αν ναι με ποιο τρόπο;

Η αλήθεια είναι πως ο ενήλικος βίος εξωθεί, εξοβελίζει το παιχνίδι από τις ζωές μας. Ιδιαίτερα ο ελεύθερος, ποιοτικός χρόνος είναι πια μια υπερπολυτέλεια. Με τους σύγχρονους, φρενήρεις ρυθμούς ζωής και τις αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις είναι δύσκολο κάποιος να παραμείνει παιδί. Παρόλα αυτά η επαφή με την δημιουργία και η τριβή με την μουσική συμβαίνουν σε καθημερινή βάση και άλλοτε προκύπτουν σημαντικά πράγματα άλλοτε όχι. Ένα από τα project που θα ήθελα να κυκλοφορήσω είναι ένα b movie soundtrack που αποτελεί φόρο τιμής στις μουσικές των ταινιών του ?50, το οποίο έχω συνθέσει χρησιμοποιώντας την ψηφιακή έκδοση του περίφημου moog modular synthesizer, όπως επίσης ένα δεύτερο concept album, αυτή τη φορά με αναφορές στο no wave, το post punk και τους underground ήχους της Νέας Υόρκης των τελών του ?70 και αρχών του ?80. Και μέσα από τον πειραματισμό και την δημιουργία κανείς δεν ξέρει τι παιχνίδια μπορεί να προκύψουν.?

Λοιπόν; Θέλει κανείς από εσάς να παίξουμε;

Περισσότερα για τον Bellerophone στο http://bellerophone.gr/

Πηγές, Βιβλιογραφία:

Cage, John. Silence, Lectures and Writings. Hanover, NH: Wesleyan University/University Press of New England, 1961.

Deleuze, Gilles. Difference and Repetition. New York: Columbia University Press, 1994.

Eco, Umberto. The Open Work. Cambridge: Harvard University Press, 1989.

Δραγώνα, Δάφνη/Μαρμαράς, Ηλίας. Το Παιχνίδι ως Ανατροπή. Περιοδικό κοντέινερ, Τεύχος 12, Δεκέμβριος 2010. (http://konteinermag.blogspot.com/p/blog-page.html).

Hamilton, Andy. ?The Music of Chance: Musical Dice Men from John Cage to John Zorn.? In Undercurrents: The Hidden Wiring of Modern Music, ed. Rob Young, 209-21. London: Continuum/The Wire, 2002.

Kov?cs B?lint, Andr?s,. ?Notes to a Footnote:The Open Work according to Eco and Deleuze.? In Afterimages of Gilles Deleuze?s Film Philosophy, ed. D. N. Rodowick, 31-45. University of Minnesota Press, 2010.

Μπαμπινιώτης, Γιώργος. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. B' ανατύπωση (2005), Αθήνα: KENTPO ΛEΞIKOΛOΓIAΣ, 2002.

Rilke, Rainer Maria, Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή. μτφρ. Μάριος Πλωρίτης. Αθήνα: ΙΚΑΡΟΣ, 2005.

Zorn, John. ?John Zorn.? In The Muse That Sings: Composers Speak About the Creative Process, ed. Ann McCutchan. New York: Oxford University Press, 1999.

Photo Gallery