Κυριακή, 06 Φεβρουαρίου 2011 18:52

Color Field Painting - Ζωγραφική των Χρωματικών Πεδίων

Γράφτηκε από την 
Ad Reinhardt, Κόκκινος πίνακας, 1952 Ad Reinhardt, Κόκκινος πίνακας, 1952

Ο Arnason εντάσσει τον Ad Reinhardt σε μια υποκατηγορία του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, στην (Ζωγραφική των Χρωματικών Πεδίων). Τον όρο προτείνει ο Greenberg το 1960 για να χαρακτηρίσει την μετάβαση από τον πίνακα-παράθυρο στον μονόχρωμο πίνακα-πεδίο, δηλαδή σε μια κατηγορία αφηρημένης ζωγραφικής άλλης κλίμακας και με τάση επέκτασης στο άπειρο, εξαΰλωσης και κάλυψης ολόκληρου του οπτικού πεδίου του θεατή. Ο Clement Greenberg παρατηρεί σχετικά με την Color Field Painting ότι το σχήμα εγγυάται την καθαρότητα και την ένταση που απαιτείται για την υποβολή του ακαθόριστου χώρου. Το περισσότερο γαλάζιο, απλώς είναι πιο γαλάζιο από το λιγότερο γαλάζιο.


Ένα μείζον πρόβλημα στην ιστορία της τέχνης ήταν η ένταξη των καλλιτεχνών στη μία ή την άλλη τάση, καμιά φορά σε δύο ή και περισσότερες, που δεν έβρισκε σύμφωνους τους μελετητές. Ο Reinhardt, μια από τις φωτεινές προσωπικότητες της μεταπολεμικής αμερικανικής πρωτοπορίας, σε αντίθεση με πολλούς ομότεχνούς του, δεν γοητεύτηκε ούτε από τον Σουρεαλισμό, ούτε από την Action Painting. Αρχικά αριστερός γελοιογράφος, γνώρισε την απωανατολική, ινδική και αραβική τέχνη και στη δεκαετία του '40 πειραματίστηκε στην Αφαίρεση με αφετηρία τον Mondrian.

Στις αρχές του '50, που ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός άρχιζε να κερδίζει την αναγνώριση, στράφηκε στην μονοχρωμία. Χρησιμοποιώντας κόκκινο, μπλε και μαύρο, εισάγει σταδιακά στα έργα του αμυδρά διαγραφόμενα συμμετρικά παραλληλόγραμμα, τετράγωνα ή σταυρούς και τα ενορχηστρώνει σε άλλους τόνους του ίδιου χρώματος, με μια τεχνική τελειότητα που συμπιέζει την παρουσία του εγώ, εξαλείφει κάθε ίχνος ατομικής γραφής και αποκλείει οποιονδήποτε συνειρμό. Καθώς το μάτι γλιστρά ανάμεσα στις ανεπαίσθητες αποχρώσεις των γεωμετρικών σχημάτων, σε μια επιφάνεια όχι με χρωματιστό φως, αλλά με χρώμα που εκπέμπει φως, αγγίζει την πεμπτουσία εννοιών όπως η αλλαγή και η σταθερότητα, η δράση και η αδράνεια.

Ad_Reinhardt_1954-1960
Ad Reinhardt, "Άτιτλη σύνθεση αριθ. 104", 1954-1960

Η αντίληψη του Reinhardt για ένα αδιαίρετο απόλυτο χωρίς ανάσα, στυλ, χρόνο, ζωή, θάνατο και τέλος είναι ανάλογη. Τα μαύρα έργα του '60 ωθούν την ζωγραφική πέρα από τα όριά της που μπορεί κανείς να σκεφτεί, να δει και να νιώσει. Δεν μας κατευθύνουν προς τον εξωτερικό κόσμο αλλά αντίθετα μας ωθούν προς τα πίσω, στον εαυτό μας. Ο ίδιος τα χαρακτήρισε ως τους πρώτους πίνακες που δεν μπορούν να παρεξηγηθούν, τον εαυτό του δημιουργό της τελευταίας ζωγραφιάς και συμπλήρωσε ότι η τέχνη είναι τέχνη ως τέχνη. Οτιδήποτε άλλο είναι οτιδήποτε άλλο. Η τέχνη ως τέχνη δεν είναι τίποτα εκτός από τέχνη. Τέχνη δεν είναι ότι δεν είναι τέχνη. Αυτή η αυστηρή και ασυμβίβαστη αφαίρεση, που με την άκρα καθαρότητά της αποκλείει την αίσθηση του διφορούμενου των πινάκων του Rothko, προφανώς δημιουργούσε ρήγμα στη συνοχή του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, όμως πρόσφερε και μια διέξοδο. Το έργο του αποτέλεσε την γέφυρα μετάβασης από τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό στην Minimal Art, αλλά και σε άλλες τάσεις της τέχνης του '60 και '70, όπως το Hard-Edge και η Conceptual Art.

Clyfford_Still_1945
Clyfford Still, "Ιούλιος 1945-R", 1945

Επίσης ο Greenberg χρησιμοποίησε τον όρο Color Field Painting επηρεασμένος από τους καλλιτέχνες Barnett Newman, Mark Rothko και Clyfford Still. Σε αυτούς το χρώμα απαλλαγμένο από τις εντοπιστικές και συνδετικές του λειτουργίες, αποκτά μεγαλύτερη αυτονομία. Κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της μονόχρωμης ή σχεδόν μονόχρωμης ζωγραφικής. Η λειτουργία του δεν είναι πια να διαφοροποιήσει από τον υπόλοιπο πίνακα ή να γεμίσει μια επιφάνεια ή ένα επίπεδο, συνηγορεί μόνο για τον εαυτό του. Σύμφωνα με την πρόταση του Matisse, κατά την οποία 1m2 κυανού είναι πιο κυανό από ένα cm2 του ίδιου χρώματος, η ένταση του χρώματος εξαρτάται από την έκτασή του και με τον τρόπο αυτό οι πίνακες περιλαμβάνουν μόνο έναν περιορισμένο αριθμό χρωμάτων, δύο ή τρία, που έχουν απλωθεί σχετικά ομοιόμορφα και απρόσωπα, προκειμένου να αποφεύγεται κάθε ανάγλυφο-ποίηση μάζας του χρώματος και της πινελιάς.


 

Barnett_Newman_1948
Barnett Newman, "Onement I", 1948

Ο Newman (1905-1970), βρήκε τον προσωπικό του τρόπο έκφρασης το 1948 με το έργο Onement I, ενώ στην ωριμότητά του έφτασε δύο-τρία χρόνια αργότερα εξισορροπώντας το χειρονομιακό με το γεωμετρικό. Οι πίνακές του είναι κατά κανόνα μονόχρωμες επιφάνειες που διατηρούνται από μία ή περισσότερες λεπτές, με περισσότερο ή λιγότερο ακανόνιστα τα όριά τους, κατακόρυφες ταινίες. Αυτές τις χωρίς αρχή και τέλος επάνω και κάτω ταινίες, που έρχονται κάπου από απέξω και διασχίζουν με μεγάλη ταχύτητα το χρωματικό πεδίο, το οποίο επίσης φαίνεται να εκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, πέρα από τα όρια του μουσαμά, ο Newman τις ονομάζει zip, προκειμένου να εξάρει την απτική τους λειτουργία. Τεχνικά προκύπτουν από την αποκόλληση αυτοκόλλητης ταινίας και στη συνέχεια την χρωματική επένδυση του κενού, κατά κανόνα με ελεύθερο χέρι, όπως προδίδουν οι δαντελωτές του άκρες. Διατηρώντας το χώρο σε ζώνες με την βοήθεια ταινιών, εισήγαγε έναν τύπο σύνθεσης που βασίζεται στην σχέση της εικόνας με τα όρια του πίνακα.

Mark_Rothko_1955
Mark Rothko, "Κόκκινο και πράσινο", 1955

Ο Rothko (1903-1970), μετά από μια φάση ονειρικών τοπίων που έκλεισε το 1938 και μια δεύτερη σουρεαλιστική με πολλά στοιχεία θεατρικής μεταφοράς, πέρασε γύρω στο 1947 στο ώριμο στυλ του. Τα έργα αυτής της περιόδου, που κράτησε ως το τέλος, είναι κατά κανόνα μεγάλων διαστάσεων με μονόχρωμο βάθος πάνω στο οποίο αιωρούνται, επιπλέουν δύο, τρία ή και τέσσερα χαλαρά οριζόντια ορθογώνια με ασαφή περιγράμματα που επιτρέπουν την επέκτασή τους. Τα μεγαλειώδη τοπία του Rothko, δεν διακοσμούν τον τοίχο αλλά τον εκτοπίζουν ή ταυτίζονται με αυτόν. Δεν αποτελούν παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο και σε σύγκριση με τον Still, είναι ήρεμα. Πρόκειται για μια φαινομενική γαλήνη. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν ήταν αφηρημένος και δεν τον απασχολούσε η σχέση του χρώματος ή της φόρμας ή οτιδήποτε άλλο. Τον ενδιέφερε να εκφράσει βασικές ανθρώπινες καταστάσεις, όπως τραγωδία, καταστροφή, έκσταση. Το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι ένιωθαν συντριβεί και έκλαιγαν όταν βρίσκονταν αντιμέτωποι με τα έργα του έδειχνε ότι μπορούσε να μεταδώσει συγκινήσεις με αυτά.

Clyfford_Still_1957
Clyfford Still, "1957-D αριθ. I", 1957

Ο Still (1904-1980), ήθελε το χρώμα να λειτουργεί ανεξάρτητο, όχι συμβολικά ή μεταφορικά αλλά απόλυτα σαν πράγμα καθεαυτό. Ο ίδιος έλεγε πως τα γαλάζια, τα κόκκινα, τα μαύρα πηδούν και σείονται στο λεπτό τους περίβλημα ή τινάζονται ψηλά από εσωτερικές ωθήσεις για να μεταφέρουν την δύναμή τους στο άπειρο, πέρα από τα σύνορα του περιορισμένου πεδίου τους. Το χρώμα δηλαδή, αντιμετωπίζεται όχι ως συνειρμική δυνατότητα, αλλά ως αυτοδύναμη οντότητα. Ο Still είναι ζωγράφος των έντονων αντιθέσεων στο επίπεδο των βασικών χρωμάτων και του μαύρου. Τα τοποθετεί σε παχύ impasto, κατά κανόνα με μαχαίρι πάνω σε μεγάλες επιφάνειες που ανάγονται στην κλίμακα της τοιχογραφίας. Τονίζοντας την απτική ποιότητα του χρώματος στις πυρετικά κινούμενες φλογοειδείς ή ονυχοειδείς κηλίδες από τη μια μεριά και την αδιαπέραστη επιπεδότητα της επιφάνειας του μουσαμά-τοίχου από την άλλη, υπηρετεί τον στόχο της αμερικανικής ζωγραφικής στη δεκαετία του ?60. Στα έργα του έχει κανείς την εντύπωση ότι βρίσκεται μπροστά σε τοπία με ρήγματα, χάσματα και καταρράκτες φωτισμένους από ένα παράξενο φως.

Είναι προφανές ότι η πίστη των αφηρημένων εξπρεσιονιστών στην ανάγκη μορφοποίησης της εσωτερικής εμπειρίας, που είναι πιο αυθεντική από το αντικειμενικό γεγονός και το φαινόμενο, καθιστά αναπόφευκτα δύσκολη την πρόσβαση στο έργο τους. Η νέα ζωγραφική απαιτεί ένα νέο είδος κριτικής, που θα διακρίνει τις ιδιαίτερες ποιότητες της δράσης του κάθε καλλιτέχνη. Ο θεατής απαγκιστρώνεται από το ένα και μοναδικό σημείο θέασης και αφήνεται ελεύθερος να ερμηνεύσει με το δικό του τρόπο έργα που θα μπορούσαν να κρεμαστούν και ανάποδα.





Βιβλιογραφία:

- Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 3ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών
- Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Παρισιού, 1991, «Ομάδες, Κινήματα, Τάσεις της σύγχρονης τέχνης μετά το 1945», Εξάντας Εκδοτική Α.Ε.
- Σταύρος Τσιγκόγλου, 2000, «Η Τέχνη στο τέλος του αιώνα», Τα Νέα της τέχνης, Αθήνα
- Ιστοσελίδα της Wikipedia

Κατερίνα Ρουμπέκα

Eιμαι απόφοιτος της Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ απο το 2006 ενώ παράλληλα απέκτησα και τον τίτλο του τεχνικού συντήρησης έργων ζωγραφικής απο δημόσιο ΙΕΚ. Από το 1996 έχω λάβει μέρος σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις ενώ σε μια εξ αυτών απέσπασα και βραβείο. Πιο πρόσφατη έντονη δημιουργική εμπειρία, τα καθήκοντα μου ώς βοηθός σκηνοθέτη σε ταινία μικρού μήκους που φτιάχτηκε απο το artspot.gr