Twilight Saga: New Moon - Νέο Φεγγάρι

Twilight Saga: New Moon. Στα ελληνικά δηλαδή το δεύτερο βιβλίο της Στέφανι Μέγιερ, που ξεκίνησε με το Twilight (Λυκόφως) και συνέχισε με το Νέο Φεγγάρι. Περί ου και ο λόγος. Διότι το saga συνεχίζεται ήδη λογοτεχνικώς με τα βιβλία «Έκλειψη» και «Χαραυγή» και θα συνεχίσει σύντομα και κινηματογραφικώς... (η «Έκλειψη» θα κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους μέσα στο 2010 και είναι ήδη στην φάση του post-production). Συνοπτικά, για να περάσουμε στα αμιγώς κινηματογραφικά, πέρυσι είχαμε με το «Λυκόφως» την παρουσίαση ενός μύθου εντός του οποίου δύο χαρακτήρες από δύο διαφορετικούς κόσμους ερωτεύονται. Μία κοπέλα απλή και καθημερινή και ένας νεαρός βρυκόλακας. Το χάσμα μεγάλο αλλά ο έρως βαθύς. Η ταινία του 2008 ήταν αρκετά καλοδουλεμένη σε όλα τα επίπεδα κάτι που με έκανε να την θεωρώ σε γενικές πολύ αξιόλογη παρά του ότι το κοινό στο οποίο απευθύνεται είναι κατά κύριο λόγο έφηβοι. Παρόλα αυτά το ρομάντζο πέρναγε στο θεατή και οι δύο πρωταγωνιστές είχαν επί της οθόνης την χημεία που απαιτούνταν.

Στο «Νέο Φεγγάρι» το ρομάντζο ξεκινάει... από το τέλος του. Ο Έντουαρντ αποχωρίζεται την Μπέλα γιατί αποφασίζει από κοινού με τα υπόλοιπα μέλη της οικογενειάς του (τα υπόλοιπα βαμπίρ που απαρτίζουν τους Κάλενς) πως είναι επικίνδυνο να παραμείνουν εκεί για δύο λόγους. Αφενός ο κόσμος αρχίζει να παρατηρεί πως κανείς τους δεν γερνάει κι αφετέρου γιατί η Βικτόρια τριγυρνάει ακόμα στην περιοχή για να εκδικηθεί το θάνατο του καλού της (που σκοτώσανε οι Κάλενς στην προηγούμενη ταινία). Η απόφαση αυτή κάνει την Μπέλα να χάσει κάθε όρεξη για τη ζωή και να βρεθεί σε αδιέξοδο. Θέλει να κάνει οτιδήποτε, ακόμα και παράλογο, θα της φέρει στο νου ή στη φαντασία ή ακόμα και μπροστά στα ίδια της τα μάτια την μορφή του Έντουαρντ. Το ερωτηματικό που προκύπτει είναι αν ο φίλος της Τζέηκομπ την θέλει μόνο για φίλη ή για κάτι παραπάνω.

Είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος καλά στοιχεία σε αυτή την ταινία. Σε αντίθεση με το «Λυκόφως» που η σκηνοθεσία και οι ισορροπημένοι διάλογοι ήταν τα συστατικά εκείνα που πρόσδιδαν ενδιαφέρον στην ταινία και την έκαναν στο τέλος ένα αξιόλογο σύνολο, εδώ τόσο ο νεοφερμένος σκηνοθέτης (κάκιστη επιλογή ο Κρις Βάιτς) όσο και το αφελές σενάριο, που πάτησε στους φλύαρους όσο και μακροσκελείς μελοδραματικούς μα καθόλου πειστικούς διαλόγους των ερωτευμένων μερών, την καταδικάζουν αμέσως! Αν πέρυσι ακόμα και ο πιο αρνητικός κατέληγε σε ένα «πέρασα ευχάριστα την ώρα μου» φέτος θα καταλήξει σε ένα «ατελείωτο χασμουρητό».

Συν τοις άλλοις εδώ βιώνουμε μία τεράστια στροφή στο saga. Καταρχάς αν κάποιος πάει χωρίς να έχει δει την πρώτη ταινία θα χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Κατά δεύτερον το σύμπαν που είχε χτιστεί τόσο επιτυχημένα μεταξύ του ζευγαριού Έντουαρντ και Μπέλας εδώ το καταστρέφουν μέσα σε λίγα λεπτά γιατί πρέπει ο Έντουαρντ να φύγει από τη μέση, όπως προστάζει η πλοκή, και να αντικατασταθεί με τον Τζέηκομπ. Όπου Τζέηκομπ ίσον Τέυλορ Λότνερ. Κι όπου Τέυλορ Λότνερ ίσον... ένας από τους πλέον ατάλαντους και ξύλινους νέους ηθοποιούς που είδαμε τελευταία! Και για να μην είμαστε και άδικοι. Δεν είναι όλο το φταίξιμο δικό του. Πόση υποκριτική βαρύτητα μπορεί να έχει ένα 17χρονο αμούστακο αγόρι, που τον επέλεξαν για να επιδείξει μόνο τους κοιλιακούς του (και άρα να κόψουν περισσότερα εισιτήρια), όταν από πάνω του βάζεις να λέει βαρύγδουπες ατάκες με τις οποίες οι ενήλικες που έχουν σώας τας φρένας πιθανότατα όταν τις ακούσουν να γελάσουν δυνατά;

Υπάρχουν δηλαδή κάποια πράγματα που ξεπερνούν τα όρια του ανεκτού. Δυστυχώς, και προς μεγάλη μου έκπληξη, σε αντίποδα με τα όποια θετικά μου είχε δώσει πέρυσι το «Λυκόφως» και που δεν μπορούσα να του προσάψω τίποτα παραπάνω από το ότι απευθύνεται κυρίως σε πολύ νεανικό κοινό, που θα ταυτιστεί πιο εύκολα με τον έρωτα μίας φυσιολογικής κοπέλας κι ενός βαμπίρ, το «Νέο Φεγγάρι» μας αναγκάζει να μην κατανοούμε καν το γιατί το έκαναν τόσο φλύαρο, μελοδραματικό, ανόητα ρομαντικό και με επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Πραγματικά είναι άξιο απορίας.

Τι καλό έχει αυτή η ταινία; Ίσως τα εφέ. Τα οποία όμως επισκιάζει και η κακή υποκριτική του Τζέηκομπ γιατί τα περισσότερα εφέ έχουν να κάνουν με αυτόν και την... φυλή του. Πέραν των εφέ όμως, που εν έτει 2009 γνωρίζουμε πολύ καλά πως πλέον για τα αμερικάνικα στούντιο είναι de facto και αυτονόητη η υπαρξή των καλών εφέ, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Με την ιστορία να εκτυλίσσεται στο Φορκς κατά 95% και κατά ένα 5% στην Ιταλία, όπου υποτίθεται διαδραματίζεται η σκηνή της κορύφωσης και επανεμφανίζεται ο Έντουαρντ στην οθόνη (μετά από δίωρη σχεδόν απουσία), αναπόφευκτα δεν σώζεται κάτι. Το φινάλε μας αφήνει στη μέση του πουθενά, πράγμα εύλογο μιας και η «Έκλειψη» θα συνεχίσει το saga το ερχόμενο καλοκαίρι.

Βλέποντας την τελευταία σκηνή κι αυτόν τον άλλο κόσμο, αυτό το παράλληλο sub-plot όλου του μύθου, αναρωτιόμαστε τελικά αν ήταν απαραίτητο όλο το προηγούμενο «ερωτικής απογοήτευσης» συνονθύλευμα που παρακολουθήσαμε. Μάλλον όχι. Μπορεί στο βιβλίο να δούλευε μια χαρά (ο Τζέηκομπ στο γραπτό λόγο αποκλείεται να ήταν τόσο εκνευριστικός) αλλά εδώ η αλυσίδα Έντουαρντ αφήνει Μπέλα, την Μπέλα την συντρίβει η θλίψη για μήνες, ο Τζέηκομπ προσφέρει ώμο για να κλάψει η Μπέλα, Μπέλα μένει πιστή στον έρωτά της για τον Έντουαρντ και δεν τον προδίδει (παραλίγο) κ.ο.κ. όλα αυτά είναι τόσο φλύαρα και κουραστικά που πραγματικά θα μπορούσαν να λείπουν. Κακοδιαχείριση του μύθου έκανε το Χόλυγουντ εδώ και προφανώς θα το πληρώσει σε εισιτήρια την επόμενη φορά. Προς το παρόν μια χαρά έχει βγάλει τα εξοδά του από τους έφηβους σινεφίλ. Και του χρόνου...