Ο Χάουαρντ Χοκς, ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς σκηνοθέτες στην ιστορία του κινηματογράφου, είχε δήλωσει κάποτε πως «το μόνο που χρειάζεται μία ταινία για να είναι καλή είναι τρεις καλές σκηνές και καμμία κακή». Και δεν είχε καθόλου άδικο. Αν το καλοσκεφτούμε έχει επαληθευτεί το ρητό αυτό αναρίθμητες φορές έκτοτε. Η ειδοποιός διαφορά όμως τότε ήταν πως οι καλές σκηνές δεν βασίζονταν στην δράση ή στα εφέ αλλά στους χαρακτήρες τους και τα λόγια που ξεστόμιζαν.
Στον «Μεγάλο Ύπνο», του 1946, ο Ρέυμοντ Τσάντλερ υπέγραψε το μυθιστόρημα, ο Χάουαρντ Χοκς τη σκηνοθεσία και ο Χάμφρευ Μπόγκαρτ την ερμηνεία του ήρωα Φίλιπ Μάρλοου. Ο κόσμος του Τσάντλερ είναι τόσο επικίνδυνος όσο το χιούμορ του. Σε αυτό τον κόσμο οι χαρακτήρες του προσδιορίζονται μέσα σε δευτερόλεπτα από τα λόγια τους. Η πραγματική δράση δηλαδή βρίσκεται στους διαλόγους σε βαθμό που να νομίζει κανείς ότι όλοι οι χαρακτήρες στον «Μεγάλο Ύπνο» συμμετέχουν σε κάποιο διαγωνισμό ετοιμολογίας. Αν κάποιος βέβαια κερδίζει πάντα στα σημεία... αυτός είναι ο Φίλιπ Μάρλοου.
Ο Μάρλοου προσλαμβάνεται από τον εκατομμυριούχο Στρατηγό Στέρνγουντ για να τον απαλλάξει από κάποιον εκβιαστή. Η μικρή του κόρη βρίσκεται μονίμως μπλεγμένη κι αυτό αποτελεί πάντα πρόσφορο έδαφος για εκβιασμούς εις βάρος της οικογένειας. Η μεγάλη του κόρη από την άλλη προσπαθεί κι αυτή να προφυλάσσει την οικογένεια όσο και τον πατέρα της από δυσάρεστες ειδήσεις, οπότε δίνει στον Μάρλοου να καταλάβει πως θα είναι ενεργή στην πορεία του προς τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Είναι εξωφρενικό να σκεφτούμε πως σε ένα σύγχρονο νουάρ θα ακούμε συνεχώς ονόματα ατόμων που δεν θα δούμε ποτέ στην οθόνη. Για την ακρίβεια εδώ δύο ονόματα, που καθορίζουν τόσο την κυρίως πλοκή του πρώτου μέρους όσο και την υποπλοκή που έρχεται στην επιφάνεια στο δεύτερο μέρος, ακούγονται συνεχώς από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας. Κι όμως ποτέ δεν τους βλέπουμε ζωντανούς. Ποτέ δεν ακουμπάει η κάμερα πάνω τους. Ταυτόχρονα και πέραν αυτών των δύο ατόμων άλλοι τρεις πεθαίνουν στην πορεία της ιστορίας. Σύνολο πέντε πτώματα. Πλην ενός δεν προλαβαίνουμε να γνωρίσουμε κανέναν άλλον επαρκώς... and frankly we don?t give a damn, γιατί ο Χοκς φρόντισε να τους «χρησιμοποιήσει» όσο χρειάζεται για να προωθηθεί η πλοκή του. Όλοι τους δηλαδή είναι τόσο σημαντικοί για την πλοκή κι όμως τόσο ασήμαντοι για την εικόνα. Η ευφυία του συγκεκριμένου στησίματος του παζλ είναι που κάνει τον «Μεγάλο Ύπνο» ένα από τα σπουδαιότερα φιλμ νουάρ που γυρίστηκαν ποτέ.
Κι όσο για το παζλ, ενώ φαίνεται να δυσκολεύει διαρκώς, τόσο λιγότερο φαίνεται να μας ενδιαφέρει γιατί παράλληλα ο Μπόγκαρτ και η Μπακόλ παραδίδουν με υποδειγματική χημεία τους ρόλους τους. Μία ταινία γεμάτη οξύμωρα σχήματα λοιπόν. Σημαντικά ονόματα δεν τα βλέπουμε ποτέ ζωντανά και ενώ δυσκολεύει όλο και πιο πολύ η λύση του «παζλ», τόσο φεύγει κι η προσοχή μας από αυτό και μεταφέρεται στο πρωταγωνιστικό δίδυμο και τη σχέση τους. Άλλωστε ένα εκ των δύο taglines της ταινίας ήταν το «The type of man she hated...was the type she wanted»! (το άλλο ήταν το «the movie they were born for!»). Πέραν αυτών όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε σε καμμία περίπτωση την σημαντική αρωγή των δευτεραγωνιστών, που αποτελούν ένας προς έναν κομβικά σημεία στη δράση. Την μικρή αδερφή υποδύεται άψογα η Μάρθα Βίκερς και κερδίζει κατά διαστήματα τις εντυπώσεις με την... εντυπωσιακή της φυσιογνωμία.
Αν αναλογιστούμε πως το 1945 που ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας ο Μπόγκαρτ και η Μπακόλ ήταν ερωτευμένοι και μετά από λίγο παντρεύτηκαν, παρά τις πάνω από δύο δεκαετίες διαφορά στην ηλικία που είχαν, καταλαβαίνουμε γιατί αντιλαμβανόμαστε τόσο άμεσα και λατρεύουμε τη χημεία μεταξύ τους! Οι διάλογοι τους είναι αυτοί που με μία λέξη «συναρπάζουν»!!! Είναι τόσο γρήγοροι και τόσο έξυπνοι, και τόσοι πολλοί, που θα μπορούσε κάποιος να κάνει συλλογή από ατάκες και πανέξυπνες ερωτοαποκρίσεις. Σκηνές όπως αυτή του διαλόγου τους στο μπαρ ή του τρόπου που κοιτιούνται στο μικρό καζίνο όταν αυτή τραγουδάει απορρέουν ασύλληπτη χημεία.
Κάποια στιγμή λέει η Μπακόλ, στη σκηνή που περιμένει τον Χάμφρευ Μπόγκαρτ έξω από το γραφείο του, όταν αυτός μόλις φτάνει: «Άρχισα να πιστεύω πως σ?αρέσει να δουλεύεις στο κρεββάτι σου σαν τον Μαρσέλ Προυστ». «Ποιος είναι αυτός;» ρωτάει ο Μπόγκαρτ. «Ένας γάλλος συγγραφέας, αποκλείεται να τον ξέρεις», του λέει η Μπακόλ και αμέσως ο Μπόγκαρτ ανοίγει την πόρτα του γραφείου του και της λέει «Έλα στο μπουντουάρ μου»! Αργότερα όταν αυτή πάει να βγει από το γραφείο του και δυσκολεύεται κάπως να ανοίξει την πόρτα ο Μπόγκαρτ της λέει «Δεν το έκανα επίτηδες» και εκείνη απαντάει «Δοκιμασέ το κάποια στιγμή». Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να γράφουμε σελίδες για την συσσωρευμένη ευφυία που αποπνέουν οι διάλογοι στον «Μεγάλο Ύπνο». Αλλά η πραγματική απόλαυση βρίσκεται επί της οθόνης και μόνο.
Ο «Μεγάλος Ύπνος» είναι από τις σπουδαιότερες ταινίες του 20ου αιώνα γιατί υπηρετεί μοναδικά το είδος του νουάρ μιας και η τριπλέτα συγγραφέα (Τσάντλερ), σκηνοθέτη (Χοκς) και πρωταγωνιστή (Μπόγκαρτ) δίνει τον καλυτερό της εαυτό. Ο Τσάντλερ συνέγραψε πλοκή απείρου κάλους και όρισε ως Αριάδνη του τον κυνικό, καυστικό και με τεράστια δόση αυτοσαρκασμού Φίλιπ Μάρλοου. Ο Χοκς έστησε σε λίγα σετ την ατμόσφαιρα που ήθελε για να πέφτει το φως μονίμως στους ηρωές του ενώ παράλληλα έκανε τα ασήμαντα πτώματα να μοιάζουν μονίμως σημαντικά! Και τέλος ο Μπόγκαρτ, πέραν των εκπληκτικών σκηνών που μοιράστηκε με την Λορήν Μπακόλ, κατάφερε να είναι ο Φίλιπ Μάρλοου. Αβίαστα και άμεσα μπήκε στο κουστούμι του και δεν έπαιξε τον χαρακτήρα αλλά ήταν ο χαρακτήρας.
«Δεν είσαι πολύ ψηλός» λέει η Μάρθα Βίκερς στον Χάμφρευ Μπόγκαρτ στην πρώτη σκηνή της ταινίας. «Προσπαθώ πάντως να είμαι» της απαντάει. Ο πήχης που έβαλε αυτή η ταινία το είδος του φιλμ νουάρ έκτοτε είναι πάρα πολύ ψηλός. Δεν μπορούμε να τυγχάνουμε των ευτυχών συγκυριών τριών σπουδαίων καλλιτεχνών να συνεργάζονται και να παραδίδουν κάτι τέτοιο. Μπορούμε όμως να «προσπαθούμε» όπως σοφά απάντησε ο Φίλιπ Μάρλοου. Μέχρι τότε... αυτή η επανέκδοση είναι από τις must-see βρέξει χιονίσει σε οποιοδήποτε συνοικιακό σινεμά την πετύχετε!