True Grit - Αληθινό Θράσος

Το True Grit είναι μια ταινία των αδελφών Κοέν που δεν θυμίζει σε τίποτα τους αδελφούς Κοέν. Πέρα από το ξεκινημά της όπου αναγράφεται στην οθόνη ένα απόσπασμα από την Βίβλο, το οποίο με έκανε να αναφωνήσω εντός μου «έλεος, όχι άλλη μια παραβολή από τους Κοέν», όλα τα υπόλοιπα δεν θυμίζουν την γνωστή τους μανιέρα ? την οποία ποτέ μου δεν συμπάθησα ιδιαίτερα. Μολαταύτα εδώ δείχνουν να πειραματίζονται με το είδος του φιλμ και όχι με το περιεχομενό του, το οποίο φρόντισαν σοφά να διατηρήσουν όπως ήταν και στο βιβλίο αλλά και στην πρώτη του κινηματογραφική μεταφορά του 1969 με τον Τζον Γουέην. Οπότε το ρίσκο, τρόπο τινά, ήταν διπλό: αφενός πειραματίστηκαν αμιγώς με το είδος του γουέστερν ? που δεν ανήκε εξίσου αμιγώς στο Κοενικό σύμπαν μέχρι τώρα - και αφετέρου έκαναν ένα ρημέηκ ταινίας που ο πρωταγωνιστής της ήταν ο Τζον Γουέην (οπότε ειδικά το καστ ήθελε ιδιαίτερη προσοχή).

Ο πατέρας της Μάτι (Χάιλι Στάινφελντ) δολοφονείται από τον Τομ Τσέινι (Τζος Μπρόλιν). Η 14χρονη κοπέλα αποφασίζει να μισθώσει τον ατρόμητο και έμπειρο ομοσπονδιακό πράκτορα Ρούστερ Κόγκμπερν (Τζεφ Μπρίτζες) για να βρουν τον δολοφόνο και να τον φέρουν στην δικαιοσύνη... νεκρό ή ζωντανό (αν και ο Κόγκμπερν φημίζεται πως δεν συλλαμβάνει ποτέ κανέναν ζωντανό). Συν τοις άλλοις η πανέξυπνη Μάτι αποφασίζει να συνοδεύσει τον πράκτορα σε αυτό το ανθρωποκηνυγητό για να σιγουρευτεί οτι τα 50 δολαριά της θα πιάσουν τόπο.

Βαρόμετρο της ιστορίας ειναι οι χαρακτήρες της και αυτό που παίρνει για αρχή άριστα με τόνο είναι το καστ. Κάθε φορά που κάποιος από τους ηθοποιούς πρωτοεμφανίζεται στην οθόνη μάς δίνεται η αίσθηση ότι φοράει πράγματι τα παπούτσια του χαρακτήρα που υποδύεται. Μοχλός και επίκεντρο της ιστορίας είναι ασφαλώς η Μάτι, με την Στάινφελντ να εντυπωσιάζει στην ερμηνεία της, και όχημα για την εξέλιξη αυτής ο Κόγκμπερν, με τον Μπρίτζες με τη σειρά του να εντυπωσιάζει με τον τρόπο που κινείται, μιλάει, κοιτάζει... Καθ? όλη τη διάρκεια του φιλμ μου δινόταν η εντύπωση ότι γινόταν ένας μικρός διασκεδαστικός διαγωνισμός του ποιος θα κερδίσει τις εντυπώσεις σε κάθε επόμενη σεκάνς. Δικαιωματικά η Στάινφελντ κερδίζει στα σημεία λόγω του νεαρού της ηλικίας της όσο και δικαιωματικά ο Μπρίτζες εντυπώνεται πιο βαθιά εντός μας ως μία από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του σύγχρονου Αμερικάνικου σινεμά.

Η ιστορία από μόνη της, αν το καστ δεν ήταν τόσο πετυχημένο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σε γενικές γραμμές υποτονική και αδιάφορη. Ευτυχώς όμως ενώ ο θεατής κατά τόπους αναπόφευκτα βαριέται (κάποιες σκηνές και κάποιοι διάλογοι δεν δείχνουν να έχουν ουδεμία σχέση με τίποτα από τα δρώμενα ή τον αφηγητή τους, για να μας νοιάζει έστω και στο ελάχιστο το ότι τις ακούμε) οι Κοέν έχουν την ευστροφία να ελέγξουν τον ρυθμό και να επαναφέρουν το ενδιαφέρον. Οι δεύτεροι ρόλοι, όπως αυτός το Ματ Ντέημον αλλά και των Τζος Μπρόλιν και Μπάρυ Πέπερ, που εμφανίζονται προς το τέλος, χρησιμεύουν κυρίως για αυτόν ακριβώς το σκοπό. Να επαναφέρουν το ενδιαφέρον σε στιγμές που ο θεατής είχε αρχίσει να το χάνει...

Οι αδελφοί Κοέν πειραματίστηκαν κατ? αυτό τον τρόπο για πρώτη φορά στη καριέρα τους. Ήθελαν να κάνουν γουέστερν και όντως κατάφεραν να κάνουν ένα καλό γουέστερν. Έχει πάνω του κάτι από τη σκόνη της Άγριας Δύσης που είχαν τα παλιά κλασσικά φιλμ του είδους. Απέφυγαν να βάλουν τις δικές τους πινελιές (και καλά έκαναν) και απλά απέδειξαν εδώ ότι μπορούν να τα καταφέρουν πίσω από τις κάμερες και σε ταινίες που δεν περιέχουν τα συνήθη στοιχεία τους: εξυπνακισμούς, συνεχή σαρκασμό, ακραίους χαρακτήρες και υποπλοκές. Εδώ μπορεί να υπάρχει μερικώς ο σαρκασμός αλλά σε πόσα γουέστερν με σκληροτράχηλους καουμπόηδες δεν υπήρχε άλλωστε; Όπως και να?χει οι δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ που είχε το «Αληθινό Θράσος» είναι αποτέλεσμα του παλιού καλού εβραικού λόμπυ του Χόλυγουντ και όχι γιατί το φιλμ τις αξίζει. Πέρα από την φωτογραφία που είναι συνήθως το Α και το Ω κάθε καλού γουέστερν και των δύο πρωταγωνιστών, όλα τα υπόλοιπα κυμαίνονται σε χλιαρά νερά και οφείλουν την φήμη τους στο όνομα των αδερφών Κοέν και μόνο. Πόσο τυχαίο να είναι άραγε το γεγονός ότι αυτή ειδικά η ταινία άνοιξε το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου;

Εν ολίγοις, ένα καλό γουέστερν, με ένα καστ που παίρνει άριστα με τόνο, διασκεδάζει του φαν και μη του είδους για κάτι λιγότερο από δύο ώρες και κατόπιν της θεασής του σβήνει σιγά σιγά από τη μνήμη μας. Αυτό που δεν θα σβήσει είναι το γεγονός οτι οι Κοέν επιτέλους έκαναν κάτι διαφορετικό, κάτι που ουσιαστικά κάνει πλέον κάθε σινεφίλ να σκέφτεται «μήπως το επόμενο φιλμ τους θα είναι πάλι ένα πείραμα σε κάποιο άλλο είδος ή με κάποιο άλλο ρημέηκ;» Είδομεν... Τουλάχιστον τώρα δεν ήταν μία «δήθεν παραβολή» για τους λίγους αλλά ένα καλό φιλμ για τους πολλούς.