Atlantic City

Ο Λου (Μπαρτ Λάνκαστερ) και η Σάλι (Σούζαν Σάραντον) μένουν σε γειτονικά διαμερίσματα σε μια πολυκατοικία στο Ατλάντικ Σίτυ. Ο πρώτος είναι ένας ηλικιωμένος μικροαπατεώνας και η δεύτερη μια τριαντάρα που πήγε σε εκείνη τη πόλη για να φτιάξει τη ζωή της κάνοντας καριέρα γκρουπιέρισας σε καζίνο. Όταν ο πρώην άντρας της Σάλι, ο Ντέιβ, την επισκέπτεται, φέροντας μαζί του την έγκυο από αυτόν αδερφή της, ζητάει να τους φιλοξενήσει για λίγο μέχρι να αποκτήσουν λίγα χρήματα. Επί της ουσίας αυτό που έχει στο μυαλό του αναφορικά με το «αποκτήσει χρήματα» είναι να πουλήσει τα ναρκωτικά που έκλεψε από τη Φιλαδέλφεια. Βάζοντας στο κόλπο της «πώλησης» τον Λου καταλήγει ο Ντέιβ νεκρός, από τους μαφιόζους που ανακάλυψαν ότι αυτός τους έκλεψε την κοκαίνη, ο Λου με τα λεφτά στη τσέπη και την υπόλοιπη πόσοτητα στο διαμερισμά του και η Σάλι σε πλήρη άγνοια με ένα πτώμα.

Πάρτε αυτό το σενάριο τώρα και δώστε το στα χέρια του γάλλου σκηνοθέτη Λουί Μαλ το 1980. Το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικού περιεχομένου από απόψεως μηνυμάτων. Μέσω κάθε χαρακτήρα περνάει στο θεατή και μια περσόνα τόσο καθημερινή και οικεία σε εμάς (ακόμα και μετά από τόσα χρόνια που γράφονται αυτές οι γραμμές) όσο και προβληματικής. Ο εγωισμός, η περηφάνεια, η μιζέρια, ο παρωπιδισμός, η φαντασιοπληξία, η ανειλικρίνεια, ο παραλογισμός, η μοναξιά, όλα αυτά που κάνουν εμάς τους ανθρώπους να κάνουμε όσα κάνουμε με τον τρόπο που τα κάνουμε. Μικρά ζητήματα που ξεχνάμε να αυτοκριτικάρουμε και που όμως μας καθορίζουν. Και όμως όλα αυτά υπάρχουν μέσα σε μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού προσωπικότητες, που τόσο επιδέξια καθοδηγεί ο Λουί Μαλ.

Επιπρόσθετα καταφέρνει μέσω κάθε κατάστασης ή ανατροπής των δεδομένων κατά τη διάρκεια του ξετυλίγματος της πλοκής να μας μεταδόσει ένα μεγάλο όγκο μηνυμάτων γύρω από θέματα κοινωνικής φύσεως που σίγουρα χρήζουν όχι τόσο σκέψης, όσο υπενθύμισης, διότι όπως ήδη ειπώθηκε παρά το ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια από όταν γυρίστηκε το φιλμ, ακόμα και σήμερα, και σίγουρα ακόμα και μετά από 50 χρόνια αυτά τα ζητήματα θα υφίστανται και τότε. Εν ολίγοις στο Ατλάντικ Σίτυ βλέπουμε τα έργα και ημέραι του καλού, του κακού και του καζίνο. Από εδώ τα λαμόγια και από εκεί οι πεινασμένοι. Από εδώ οι νέοι που κοπιάζουν για το μεροκάματο και από εκεί οι γέροντες να αναπολούν παλιές καλές εποχές. Ο καθείς με το χαβά του ενώ στα έγκατα της ήρεμης φαινομενικά πόλης τα δολάρια ρέουν εντός των καζίνο και τα ναρκωτικά εντός των πεφωτισμένων ύποπτων διαμερισμάτων. Τελικά να κλέψεις για να ζήσεις ή να δουλέψεις κι ας σε απολύουν συνεχώς;

Το Ατλάντικ Σίτυ δεν μπορεί να κατονομαστεί ως αριστούργημα αλλά το δίχως άλλο είναι μια πολύ σπουδαία ταινία. Είναι από αυτές τις ταινίες που σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί ένας Έλληνας κινηματογραφιστής με μια κάμερα και ένα καλό καστ δεν μπορεί να γράψει και να σκηνοθετήσει μια τέτοια ιστορία, που είτε την τοποθετήσεις στην Αθήνα είτε στο Ρέυγκιαβικ είναι ένα και το αυτό! Διότι εδώ ο κόσμος χάνεται και εμείς ακόμα ανακαλύπτουμε την αποθέωση του έρωτα σε κάθε ελληνικό φιλμ και πάντα με την ίδια περιστροφική κίνηση της κάμερας γύρω γύρω όλοι στη μέση το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Ε, νισάφι πια! Εδώ ο Λουί Μαλ ανέδυσε σε κάποια σημεία του Ατλάντικ Σίτυ τόσο ερωτισμό χωρίς ίχνος χυδαιότητας, χωρίς ίχνος ερωτικού διαλόγου, παρά μόνο με μαεστρικά σκηνοθετημένα πλάνα και απίστευτα ερμηνευμένα λόγια αλλά και κινήσεις των ηθοποιών.

Είπαμε. Δεν είναι αριστούργημα. Αλλά η ειρωνεία είναι πως αν γυριζόταν τώρα, του πέταγε κάποιος και ένα τίτλο ?Crash?, τότε μπορεί και να κέρδιζε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Σπουδαία ιστορία, υπέροχα δοσμένη, με ερμηνείες μεγατόνων από Σαράντον και Λάνκαστερ και μηνύματα περισσότερα από όσα όλα τα ντοκυμαντέρ και κοινωνικά φιλμ που γυρίζονται πλέον μέσα σε ένα χρόνο. Και μόνο για τη σκηνή όπου ο απατεώνας Λάνκαστερ φεύγει από το καζίνο με κάποια κέρδη από το μπλακτζακ, οι δυο μαφιόζοι στέκονται ανέμελοι στον ίδιο χώρο παρακολουθώντας την ασφάλεια να πετάει με τις κλωτσιές από το καζίνο την μόλις απελυθήσα Σούζαν Σάραντον, αξίζει να τη δείτε.