Watchmen

  • Εκτύπωση

Ο Ζακ Σνάιντερ συστήθηκε στο ευρύ κοινό το 2006, φουριόζικα, με τους «300» και την comic-gore αισθητική της ταινίας του (κάτι βέβαια που οφειλόταν στον συγγραφέα και σχεδιαστή των 300, Φρανκ Μίλερ). Έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια για να ξανασχοληθεί με κάποιο νέο πρότζεκτ και... ω, τι έκπληξη, για άλλη μια φορά ασχολήθηκε με την κινηματογραφική μεταφορά ενός graphic novel. Απλά αυτή τη φορά αντί για έλληνες ήρωες το 480 π.Χ. έχει αμερικανούς σουπερήρωες του 1985 μ.Χ.

Οι Watchmen είναι μια ομάδα πρώην μασκοφόρων ηρώων, που ουσιαστικά άλλαξαν την ιστορία της ανθρωπότητας, όπως την ξέρουμε εμείς σήμερα. Η Αμερική έχει κερδίσει τους Γιαπωνέζους, τον πόλεμο στο Βιετνάμ, ο Νίξον είναι ακόμα πρόεδρος της χώρας για 4η τετραετία και ο ψυχρός πόλεμος με την άλλη υπερδύναμη Ρωσία, συνεχίζεται ακόμα, σε επίπεδο... ποιος έχει τις περισσότερες πυρηνικές κεφαλές. Όταν ο «Κωμικός», ένα εκ των μελών των «συνταξιοδοτημένων» υπερηρώων, δολοφονείται από κάποιον άγνωστο, ο Ρόρσαχ, ο μόνος που πιστεύει οτι η ομάδα πρέπει να συνεχίσει το έργο της πριν τους «αφανίσουν», πιστεύει οτι όλοι οι Watchmen, όπως κι η ανθρωπότητα, είναι στο στόχαστρο κάποιου εγκληματικού σχεδίου.

Το ξεκίνημα είναι εντυπωσιακό. Ωραία σκηνοθεσία, δυναμικό άνοιγμα, ένας κόσμος απρόσμενος και τόσο διαφορετικός από αυτόν που γνωρίζουμε, που αυτόματα διεγείρει τις αισθήσεις μας και το ενδιαφέρον μας. Χαρακτήρες επίσης διαφορετικοί, που είναι σαν να ξεπήδησαν απευθείας από το κόμικ, βαδίζουν σε έναν κόσμο που τα πάντα είναι άσπρο μαύρο. Αμερική και Ρωσία. Πυρηνικός πόλεμος ή ειρήνη; Χρειάζονται οι Watchmen να αναλάβουν πάλι δράση ή όχι; Υπάρχει κάποιος που θέλει να τους σκοτώσει όλους ή όχι; Όλα αυτά πλαισιώνουν τον πυρήνα της αρχικής εξαιρετικά εμπνευσμένης ιδέας: το αμερικάνικο όνειρο όπως θα ήταν αν η ιστορία είχε αλλάξει πορεία και είχε κατευθυνθεί αλλού από εκεί που τελικά είναι σήμερα.

Όπως και στο Hulk του Ανγκ Λη, κι εδώ η κινηματογραφική μεταφορά κρίνεται ως άψογη καθώς πραγματικά μας δίνετε η εντύπωση πως ξεφυλίζουμε ένα πολύ ενδιαφέρον, και πρωτότυπο, κόμικ. Παρόλα αυτά μετά από κάποια λεπτά την όμορφη αυτή εντύπωση αυτή διαδέχεται η αίσθηση πως η ιστορία... μπουσουλάει. Ασφαλώς βέβαια εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κόμικ που έχει έναν ήρωα που παίρνει εκδίκηση ή απλά βοηθάει την ανθρωπότητα κάνοντας πρώτα τα πάντα γυαλιά καρφιά και στο τέλος τη σώζει. Οι Watchmen και η ιστορία τους δεν προσφέρεται ούτε στο ελάχιστο για μια φανταστική περιπέτεια. Έχει βάθος, έχει πολιτικό περιεχόμενο και σαν σύνολο είναι ότι πιο «σκεπτόμενο» έχει περάσει ποτέ από τα σκίτσα σε χαρτί, στην μεγάλη οθόνη.

Παρά αυτή την παραδοχή, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σκεπτόμενο κόμικ και όχι με μια ανεγκέφαλη περιπέτεια, δεν ακυρώνεται το γεγονός οτι η εξέλιξη της ιστορίας όντως προχωράει αργά. Περνάει αρκετός χρόνος για να μάθουμε αρχικά κάθε ήρωα και ακόλουθα την σχέση του με τον «Κωμικό», που άνοιξε την παρτίδα του θανάτου μεταξύ των Watchmen και του αγνώστου ή των άγνωστων συνομοτών εναντίον τους. Πολλά τα πρόσωπα και πολλά τα δρώμενα, όμως όταν η πλειοψηφία εξ αυτών, επειδή ανήκουν στην σφαίρα της εισαγωγής χαρακτήρα ή του flashback, μας δίνετε με μπόλικο slow motion, τότε αναπόφευκτα οι ρυθμοί αυτοί επηρεάζουν και ολόκληρη την ταινία.

Δεν έχει κάποιο άλλο ελάτωμμα αυτή η ταινία παρά τον ίδιο τον ρυθμό της. Ενώ συμβαίνει πλειάδα γεγονότων, που είναι το κάθε ένα πιο σημαντικό από το προηγούμενο, η σκηνοθετική προσέγγιση αυτών των γεγονότων, που υπενθυμίζουμε δεν είναι σκηνές δράσης, παραμένει μονίμως στο ίδιο τέμπο. Μπορεί να μην χασμουρηθήκαμε ενώ βλέπαμε την εξέλιξη αυτή αλλά δεν μπορούσαμε και να μείνουμε αμέτοχοι συναισθηματικά ώστε να μην... ανυπομονούμε να τελειώσει.

Η επιλογή του καστ είναι πολύ προσεγμένη και όλοι οι ηθοποιοί είναι πολύ ταιριαστοί για τον χαρακτήρα που καλέστηκαν να υποδυθούν, με τον Δρ Μανχάταν και τον Ρόρσαχ να ξεχωρίζουν μακράν ως οι καλύτεροι εξ αυτών. Το ίδιο προσεγμένα είναι και τα ψηφιακά εφέ, που είναι πολύ εντυπωσιακά, όπως επίσης και το soundtrack (τα τραγούδια που ακούγονται είναι ένα προς ένα, ενώ το original score με τα ορχηστρικά κομμάτια του Tyler Bates είναι απλά ανεκδιήγητο... εκτός από ορισμένα «κλεμμένα» κομμάτια). Simon & Garfunkel, Nina Simone, Bob Dylan, μερικοί μόνο από τους καλλιτέχνες που τραγούδια τους επενδύουν μουσικά την ταινία.

Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα μία τέτοια ταινία να καταλήγει κακή. Μοιάζει σαν... inside job, σαν να κατακρεουργήθηκε κάτι δυνητικά καλό από τον ίδιο του τον σκηνοθέτη. Λες και το τελικό αποτέλεσμα φωνάζει «μήπως τελικά δεν έπρεπε να γίνω ποτέ ταινία αλλά να παραμείνω ένα σκεπτόμενο graphic novel»; Από την άλλη το ίδιο το κόνσεπτ του κόμικ φωνάζει «κάνε με ταινία». Τελικά η χρυσή τομή ήταν αυτή που έπρεπε να βρεθεί αλλά εδώ δεν βρέθηκε ποτέ. Οι ενδιαφέροντες χαρακτήρες, το πραγματικά πρωτότυπο κόνσεπτ, και τα τραγούδια που βοηθάνε στο να... ταξιδέψουμε σε άλλη εποχή και ακόμα και σε άλλους πλανήτες δεν σώζουν αυτό το αφάνταστα αργό σε εξέλιξη φιλμ. Υπάρχουν σκηνές που αν ο σκηνοθέτης δεν τις συμπεριελάμβανε (όπως το σεξ στο ιπτάμενο σκάφος) ή αν απλά τις συντόμευε (το ιστορικό του Δρ. Μανχάταν στο Βιετνάμ ή το ατυχημά του) ίσως όλα να ήταν κάπως καλύτερα. Δεν είναι δυνατόν σκηνή όπου ο Δρ. Μανχάταν ντύνεται για να πάει στην τηλεοπτική του συνέντευξη να κρατάει τόσο πολύ και να είναι σε slow motion? Κάτι δεν πάει καλά, και είναι προφανές.

Κρίμα λοιπόν για αυτό το απογοητευτικό αποτέλεσμα, που είχε όλα τα φόντα να μας «θαμπώσει». Όχι μόνο δεν μας θάμπωσε αλλά μας έκανε να δυσανασχετούμε που κράτησε και τόσο πολύ. Ειδικά το τελευταίο ημίωρο, παρά την εξαιρετική ανατροπή που επιφυλάσσει, είναι ένα κλασσικό φινάλε κορύφωσης που όλοι μας θα θέλαμε να τελειώσει αρκετά νωρίτερα... ακόμα κι αν δεν περιείχε καθόλου μάχη και ξύλο δηλαδή δεν θα μας πείραζε. Σίγουρα αξίζει θέασης αποκλειστικά και μόνο για την πρωτοτυπία του σεναρίου του. Αλλά δεν πιστεύω πως είναι φιλμ που θα ξαναδώ ποτέ για τον απλούστατο λόγο οτι αν κάτι σε κάνει να βαριέσαι τόσο πολύ την πρώτη φορά που το βλέπεις, που δεν ξέρεις και τίποτα απολύτως για αυτό, τότε τν δεύτερη αυτό το στοιχείο είναι σίγουρα το μόνο που δεν πρόκειται να αλλάξει.