The International

  • Εκτύπωση

Τρεις σκηνοθέτες του σύγχρονου σινεμά θεωρώ σπουδαίους και προσμονώ πάντα την επόμενη δουλειά τους. Τον Ντάρεν Αρρονόφσκυ (Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο, Η Πηγή της Ζωής, Ο Παλαιστής), τον Πολ Τόμας Αντερσον (Boogie Nights, Μανόλια, Θα Χυθεί Αίμα) και τον Τομ Τίκβερ (Τρέξε Λόλα Τρέξε, Heaven, Το Άρωμα). Ο τελευταίος έχει αποδείξει την σκηνοθετική του μαεστρία σε διαφορετικά είδη ταινιών και έτσι φέτος πειραματίστηκε-καταπιάστηκε με κάτι πολύ διαφορετικό για την μέχρι τώρα καριέρα του. Με τον στίβο της κατασκοπείας και των συνομωσιών, και σίγουρα όχι της περιπέτειας όπως ίσως δείτε άλλου να έχουν κατατάξει το ?International?. Το μόνο που περίμενα λοιπόν, δίχως να γνωρίζω τίποτα παραπάνω για το έργο πριν το δω πέραν του ονόματος του σκηνοθέτη, ήταν οτι θα δω μια πολύ σοβαρή ταινία του είδους γιατί ο Τίκβερ κάνει μόνο σοβαρό σινεμά.

Ο Σάλιντζερ (Κλάιβ Όουεν) είναι πράκτορας της Ιντερπόλ και προσπαθεί παρέα με την Γουίτμαν (Ναόμι Γουότς) της εισαγγελείας του Μανχάταν να διερευνήσουν τις παράνομες συναλλαγές της τράπεζας IBBC που εδρεύει στο Λουξεμβούργο. Όλα ξεκινάν δυσοίωνα αφού ο ένας μετά τον άλλο οι εμπλεκόμενοι στην έρευνα, πληροφοριοδότες ή πράκτορες, καταλήγουν νεκροί. Με βασικό του κίνητρο να βγάλει στο φως τις παράνομες δραστηριότητες της τράπεζας, για τις οποίες και είναι πεπεισμένος, ο Σάλιντζερ συνεχίζει ακούραστα την έρευνα μέχρι τέλους μπλέκοντας ουσιαστικά σε ένα παιχνίδι τόσο επικίνδυνο όσο ίσως δεν φανταζόταν πριν αυτό ξεκινήσει.

Σε καμμία περίπτωση η ταινία δεν συγκαταλέγεται στις περιπέτειες. Μιλάμε για σοβαρό διαλογικό σινεμά με σοβαρή πλοκή και παλιομοδίτικο ρεαλισμό. Το «The International» θα μπορούσε να παραλληλιστεί αβίαστα με τις «Τρεις Μέρες του Κόνδορα» του Σίντνευ Πόλακ του 1975, καθώς το όλο στησιμό και η πλοκή είναι σαν μια σύγχρονη τους εκδοχή. Το 1975 οι «Τρεις Μέρες του Κόνδορα» ασχολιόντουσαν με το πετρέλαιο και τις συνομωσίες που βασίστηκαν γύρω από την εκμεταλλευσή του, το 2009 το πετρέλαιο αντικαταστάθηκε με τις τράπεζες και τον έλεγχο που έχουν κατορθώσει παγκόσμια εξαιτίας της ισχύς τους. Ο Τομ Τίκβερ δεν είχε ουδεμία πρόθεση με αυτό το σενάριο να κάνει περιπέτεια. Ήθελε να κάνει μία ταινία που δηλώνει ανοιχτά το σημερινό παγκόσμιο στάτους. «Είμαστε σκλάβοι του χρέους που δημιουργούν οι τράπεζες και οι πόλεμοι» είχα ακούσει πριν από μερικά χρόνια στο ντοκυμαντέρ «Zeitgeist». Το ίδιο ακριβώς ακούω και εδώ από τον Τικβερ. Τολμηρό και σοβαρό εγχείρημα.

Για τον λόγο αυτό ο σκηνοθέτης δεν επιλέγει και να κάνει κάτι βιντεοκλιπίστικο, όπως π.χ. το πολύ καλό «Τρέξε Λόλα Τρέξε», ή κάτι με διαφορετική προσέγγιση και ρυθμό. Θέλει να είναι στρωτός από την αρχή μέχρι το τέλος. Τα γενικά πλάνα είναι πάρα πολλά ακόμα και σε μικρούς χώρους, όπως ένα γραφείο, και τα κρατάει για να μας βάζει συνεχώς μέσα στο περιβάλλον που κάνουν την ερευνά τους οι πρωταγωνιστές μας. Όπως ο Κουαρόν είχε επιλέξει τα μεγάλα μονοπλάνα στα «Παιδιά των Ανθρώπων» (πάλι με τον Κλάιβ Όουεν), έτσι κι εδώ ο ΄Τίκβερ επιλέγει να παίξει με την συνεχή κινηματογράφιση της «μεγάλης εικόνας» και πολύ λιγότερο της μικρής. Μακρινά και γενικά πλάνα, όπου και όταν χρειάζεται, διαφοροποιεί την προσέγγιση του Τίκβερ από αυτή της πλειοψηφίας των σύγχρονων σκηνοθετών.

Σε καμμία περίπτωση όμως η ταινία δεν κουράζει, εκτός ασφαλώς αν το να παρακολουθούμε την συνεχώς εξελισσόμενη πλοκή σε μια ταινία κατασκοπείας μας κούραζε ανέκαθεν, οπότε και δεν την συνιστώ. Αλλά εδώ πρέπει να γίνουν πολλές αναφορές για πολλά διαπλεκόμενα αρκετών εμπλεκόμενων μερών. Όμως το σενάριο είναι τόσο καλοδουλεμένο που όλα τρέχουν νερό. Τα γεγονότα συμβαίνουν με σωστό ρυθμό και στην σωστή στιγμή το ένα μετά το άλλο και έτσι η παρακολούθηση μιας φαινομενικά δύσκολης πλοκής απλουστεύει όσο περνάει η ώρα. Κάτι τέτοιο λοιπόν την καθιστά ως μία ταινία που οπωσδήποτε δεν πρέπει να χάσουν οι λάτρεις του είδους καθώς είναι πολύ προσεγμένη και καλοστημένη.

Έτσι φτάνουμε στην σκηνή ανθολογίας πια, που λαμβάνει χώρα μετά από παραπάνω από μία ώρα αναπάντεχων συμβάντων, συνεχής έρευνας και αλεπάλληλων διαλόγων μεταξύ των χαρακτήρων. Η οχτάλεπτη σκηνή στο μουσείο Γκουγκενχάιμ, η μόνη αμιγώς σκηνή δράσης της ταινίας, είναι ένα μικρό μάθημα κινηματογράφου από τον Τομ Τίκβερ. Θα ξυπνήσει και τους πλέον αδιάφορους και θα απογειώσει όλο το φιλμ με τη μία. Μικρές μικρές εμπνεύσεις διαδέχονται η μία την άλλη και έτσι μια τυπική σκηνή δράσης στα χέρια άλλου σκηνοθέτη αποτέλεσε εδώ το εφεξής σημείο αναφοράς της ταινίας σε κάθε σχετική με το φιλμ αυτό μελλοντική κουβέντα.

Κάπου όμως έπειτα από αυτό το δυνατό σημείο βρίσκεται και το μελανό της. Το κοντράστ των όσων ακολουθούν με τα όσα προηγήθηκαν είναι πολύ μεγάλο καθώς ο Τίκβερ επαναφέρει, μετά τη σκηνή του μουσείου, την φόρμα που είχε σε όλες του τις σκηνές πριν από αυτή. Έτσι μετά την απογείωση έρχεται και πάλι η ανώμαλη προσγείωση κάτι ίσως που θα έπρεπε να είχε προβλέψει και να τον οδηγήσει στο να «τρέξει» λίγο πιο πολύ την εξέλιξη της ιστορίας από εκείνο το σημείο και μετά. Με απλά λόγια αν μέχρι τότε τα πάντα έτρεχαν νερό και ήταν άψογα, με την σκηνή των πυροβολισμών στο Γκουγκενχάιμ ο πήχης ανέβηκε τόσο, που το να ξανακατέβει, λίγο πριν την αναπόφευκτη κορύφωση των πάντων, επηρέασε άμεσα την ψυχολογία μας και σίγουρα όχι θετικά.

Στα θετικά όμως συγκαταλέγεται ο Κλάιβ Όουεν που αποδεικνύει και εδώ τόσο το ταλέντο του όσο και το πόσο πολύ του ταιριάζουν τέτοιοι χαρακτήρες, που βρίσκονται ακριβώς στο όριο μεταξύ του απόλυτου σταρ και του απόλυτα γήινου χαρακτήρα. Όντας μια φυσιογνωμία με κύρος, όπως έχει αποδείξει και σε προηγούμενες δουλειές, αλλά και χωρίς να αποπνέει σε καμμία περίπτωση σταριλίκι, ο Κλάιβ Όουεν ταιριάζει γάντι στον ρόλο του πράκτορα της Ιντερπόλ. Από την άλλη και η Ναόμι Γουότς είναι καλή σε έναν σαφώς μικρότερο ρόλο σε σημασία και κινηματογραφικό «χώρο» που πιάνει, χωρίς όμως να σημαίνει πως ίσως κάποια άλλη στο ρόλο της να μην ήταν και πιο αξιόλογη.

Το «The International» είναι η προσπάθεια του Τομ Τίκβερ να δηλώσει ανοιχτά ότι όλοι μας λίγο πολύ έχουμε γνώση του τι συμβαίνει στον κόσμο μας σχετικά με το τραπεζικό σύστημα, τις βλέψεις του και τα παιχνίδια του. Κανείς από αυτούς δεν νοιάζεται για κανέναν, νεκρό ή ζωντανό, παρά μόνο για το πόσο χρέος παράγεται, πόσοι πόλεμοι γίνονται, πόσοι χρειάζονται την δική τους στήριξη για συντήρηση, πόσα έθνη απλά γίνονται ερμαιά τους γιατί οι ανάγκες τους μπορούν να καλυφθούν μόνο με χρήμα που παράγουν οι ίδιες. Καμμία Ιντερπόλ, καμμία Σκότλαντ Γιαρντ, καμμία εισαγγελεία του κόσμου δεν έχει τη δύναμη να ρίξει πια αυτό το σύστημα. Αυτά θέλει να υπενθυμίσει στους πολλούς και να αποκαλύψει σε όσους δεν είχαν μυρωδιά για αυτά τα παιχνίδια με αυτό το φιλμ ο Τομ Τίκβερ. Αξιόλογο από την αρχή μέχρι το τέλος, σκηνοθετικά σχεδόν άψογο, με μοναδικό μεγάλο μειονέκτημα την κατιούσα που παίρνει το ενδιαφέρον του θεατή στο τελευταίο, ίσως πιο αργό από όσο του άρμοζε, ημίωρο. Είναι κρίμα μια τέτοια ταινία να ξεκινάει τόσο καλά και να κλείνει σχετικά... απλά και άψυχα. Μια διαφορετική κορύφωση της άξιζε αν μη τι άλλο.