Shutter Island - Το Νησί των Καταραμένων

  • Εκτύπωση

Αφού το πλοίο βγει μέσα από την πυκνή ομίχλη εισάγονται οι δύο βασικοί χαρακτήρες του «Νησιού των Καταραμένων». Ο αστυνόμος Τέντυ Ντάνιελς και ο συνεργάτης του Τσακ Άουλ. Ενώ με συνοπτικές διαδικασίες ο Μάρτιν Σκορτσέζε μας συστήνει αυτούς τους δύο την αμέσως επόμενη στιγμή παίρνει το χρόνο του για να παρουσιάσει, τόσο σε εμάς όσο και σε αυτούς, τον προορισμό τους. Με γενικά πλάνα και με ένα χάλκινο πνευστό να «μιμείται» μουσικά τον ήχο ενός καραβιού έτοιμου να αγκυροβολήσει ? ή να αποπλεύσει - αισθανόμαστε αμέσως τις προθέσεις του σκηνοθέτη: να δημιουργήσει μία απόλυτα σκοτεινή ατμόσφαιρα και να μας στοιχειώσει με αυτή καθ? όλη την διάρκεια της ταινίας του.

Ο Σκορτσέζε διασκεύασε το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντένις Λεχέην (συγγραφέας επίσης του «Mystic River» που γύρισε ο Ήστγουντ το 2003) και πραγματικά έκανε μία εκπληκτική δουλειά αντάξια του ονόματος του. Η ιστορία, και το στησιμό της από τον σκηνοθέτη της, δείχνει ευθύς εξαρχής πως διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία του κλασικού φιλμ νουάρ. Ο Τέντυ κι ο Άουλ, που είναι μονίμως με ένα τσιγάρο στο στόμα όπως και ο Χάμφρευ Μπόγκαρτ στα φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ?40, πάνε στο νησί που έχει μετατραπεί σε ένα «φρούριο» για την νοσηλεία των άκρως επικίνδυνων ψυχασθενών, για να ερευνήσουν την εξαφάνιση μίας ασθενούς. Αινίγματα, που προκαλούν συνεχείς απορίες, δεν βρίσκουν τη λύση τους παρά μόνο μεγεθύνουν το «αδιέξοδο» στο οποίο φαίνεται να βρίσκονται οι ήρωες, μέχρι και την τελευταία μεγάλη ανατροπή. Ακριβώς δηλαδή όπως συμβαίνει πάντοτε στα φιλμ νουάρ.

Το φρούριο-κλινική βρίσκεται σε ένα νησί. Αδιέξοδο στη σκέψη, αδιέξοδο και στο χώρο που διαδραματίζονται όσα βλέπουμε. Και η σχεδόν γκόθικ ατμόσφαιρα, που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, ενισχύεται από δύο φαινόμενα: πρώτον τα καιρικά, όπου οι απειλητικές καταιγίδες διαδέχονται η μία την άλλη όπως και οι δυνατοί άνεμοι προκαλούν μέχρι και μπλακ-άουτ, και δεύτερον οι άνθρωποι που ζουν ως εργαζόμενοι ή νοσηλευόμενοι εκεί. Όλοι τους, ένας προς έναν, ύποπτοι. Κανείς δεν μας πείθει στιγμή ότι είναι αυτός που λέει κι ότι δεν κρύβει πολλά μυστικά, που κρατά ασφαλώς κρυφά από τους δύο αστυνομικούς.

Η ουσιώδης ανατροπή, στο «ύφος» και την ουσία του στόρυ, βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το σημείο. Αυτός που έχει μυστικά είναι ο Τέντυ Ντάνιελς, που υποδύεται ο Ντι Κάπριο. Βετεράνος του Β? Παγκοσμίου Πολέμου, βίωσε από κοντά το σφαγιαστήριο του Νταχάου και συν τοις άλλοις θρηνεί ακόμα εντός του το χαμό της γυναίκας του. Σε εμάς αυτά αποκαλύπτονται γρήγορα. Στον συνεργάτη του όμως, ή στους «φιλόξενους» γιατρούς (Μπεν Κίνγκσλευ και Μαξ Φον Σύντοφ θαυμάσιοι όπως πάντα) και φρουρούς του «Νησιού» δεν τα αποκαλύπτει. Τα κίνητρα μεταλλάσσονται. Μία απλή αστυνομική έρευνα μετατρέπεται σε μία προσωπική αναζήτηση και σε ένα «ταξίδι» στο παρελθόν και το παρόν του πρωταγωνιστή. Για άλλη μια φορά? ακριβώς όπως συμβαίνει πάντα στα φιλμ νουάρ!

Όλα αυτά τα στοιχεία, σκηνοθετούνται με μεγάλη μαεστρία από τον Σκορτσέζε. Αποτίνοντας φόρο τιμής στο είδος των φιλμ νουάρ και στους χαρακτήρες και την ατμόσφαιρα των ταινιών του Χίτσκοκ ? με μεγαλύτερη επιρροή τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» και τον πρωταγωνιστή του που έπασχε από υψοφοβία ? δημιουργεί ένα σύνολο που προσφέρει πληθώρα εξαιρετικών σκηνών και δυνατών εικαστικά πλάνων. Αυτό που όμως δεν προσφέρει είναι έκπληξη. Κι αυτή είναι η μοναδική αδυναμία του φιλμ. Οι μυημένοι στα ψυχολογικά ? αστυνομικά ? θρίλερ - νουάρ θα μαντέψουν πολύ γρήγορα προς τα πού οδεύει η ιστορία. Από την πρώτη ώρα και μετά, όπου γίνεται μία ανατροπή όπως πάντα σε αυτό το χρονικό σημείο σε αυτού του είδους τις ταινίες, ο Σκορτσέζε ξέρει πολύ καλά ότι στο νου τον θεατή εμφανίζονται δύο επιλογές επίλυσης του γρίφου. Ή η μία θα είναι ή η άλλη. Δεν υπάρχει «χώρος» για άλλες. Καταφέρνει παρόλα αυτά στην κορύφωση του φινάλε να αποκαλύψει μεθοδικά και άψογα μελετημένα, ως σπουδαίος σκηνοθέτης που είναι, τα στοιχεία που λύνουν διαδοχικά την μία απορία μετά την άλλη. Έκπληξη συνεχίζει βέβαια να μην υπάρχει στον θεατή. Αλλά δεν μπορούμε παρά να απολαύσουμε το αριστουργηματικό ξετύλιγμα του κουβαριού που έκανε ο Σκορτσέζε και να τον χειροκροτήσουμε.

Είμαι σίγουρος πως αρκετός κόσμος θα μείνει με ανάμεικτα συναισθήματα. Διότι από τη μια τα πάντα από το κάστινγκ μέχρι το μοντάζ, τη φωτογραφία, τα σκηνικά, όπως και τις ερμηνείες των ηθοποιών είναι καταπληκτικά και από την άλλη ως περιεχόμενο είναι σαφέστετα, εκτός από ψυχολογικό θρίλερ, και μία ιδιαίτερη πολιτική ταινία (βλ. λήμμα Β? Παγκόσμιος πόλεμος). Βγαίνοντας όμως από την προβολή δεν ήξερα αν πρέπει να συντηρήσω εντός μου αυτό το χειροκρότημα σε μία από τις πιο άψογα στημένες ταινίες που είδα φέτος και απέναντι σε μία καταπληκτικής ποιότητας παραγωγή ή να νοιώσω απογοήτευση που αυτή η έλλειψη έκπληξης σε συνδυασμό με το «μπλέξιμο» διαφορετικών ειδών σινεμά και των χαρακτηριστικών τους γνωρισμάτων δεν απογείωσαν ποτέ το στόρυ παρά μόνο διατήρησαν τόσο επιτυχημένα την πηχτή ατμόσφαιρα του φιλμ. Η τελευταία σκηνή, και ατάκα του Ντι Κάπριο, θα προβληματίσει και θα διχάσει. Μέσα σε μία ατάκα εκεί που όλα ήταν ξεκάθαρα ξαφνικά παύουν και πάλι να είναι. Και σκεπτόμενος αυτό μου έρχεται στο μυαλό η πρώτη σκηνή της ταινίας: το πλοίο που βγαίνει μέσα από την? ομίχλη.