Where The Wild Things Are - Στη Χώρα των Μαγικών Πλασμάτων

  • Εκτύπωση

Οι προηγούμενες δύο ταινίες του Σπάικ Τζόνζυ (μιας και αυτή είναι μόλις η τρίτη που κάνει) ήταν οι «πυροβολημένες» Adaptation (2002) και «Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» (1999) σε σενάριο, και οι δύο, του πιο «πυροβολημένου» σεναριογράφου του Χόλυγουντ Τσάρλι Κάουφμαν. Η πρώτη μάλιστα ήταν βασισμένη σε βιβλίο. Όπως ακριβώς είναι και το Where the Wild Things Are, που πρόκειται για τη μεταφορά της κλασσικής παιδικής ιστορίας του Μόρις Σέντακ. Εδώ ο Κάουφμαν δεν έβαλε το χεράκι του στη διασκευή του σεναρίου. Το έβαλε ο ίδιος ο Τζόνζυ, κάτι που έκανε για πρώτη φορά στην καριέρα του, και που του πήρε αρκετό καιρό. Για την ακρίβεια από την ιδέα της κινηματογραφικής μεταφοράς της ιστορίας μέχρι την κυκλοφορία της στις αίθουσες πέρασαν πέντε χρόνια.

Ήρωας της ιστορίας είναι ο Μαξ. Ένα ατίθασο παιδί που ζει σε ένα δικό του κόσμο εξαιτίας του ότι έρχεται πυκνά συχνά σε σύγκρουση με τον κόσμο των μεγάλων. Πιο συγκεκριμένα με την αδερφή του και την μητέρα του, δύο ανθρώπους κοντινούς του που καθημερινά ζουν με τον Μαξ και τις «αποδράσεις» του στον κόσμο της φαντασίας του? στους κόσμους που πλάθει με το μυαλό του. Έναν τέτοιο κόσμο, ή μάλλον μία τέτοια χώρα - τη «Χώρα των Μαγικών Πλασμάτων» - «επισκέπτεται» όταν ένα βράδυ τσακώνεται άσχημα με τη μητέρα του?

Αυτό πραγματεύεται η ιστορία του Μαξ. Που αποδρούν τα παιδιά όταν αντιδρούν. Που πάνε με το νου και την καρδιά τους όταν έρχονται σε ρήξη πνευματική και συναισθηματική αντίστοιχα με τους ανθρώπους γύρω τους. Η διαχείριση μιας τέτοιας ιστορίας απαιτεί αρκετό τσαγανό γιατί πρέπει να κρατηθούν κάποιες ισορροπίες. Τα ερωτήματα που τίθενται στην ταινία από τον Μαξ και τα όσα προηγούνται ή ακολουθούν αυτών είναι τέτοια που περισσότερο μπορεί να τα αντιληφθεί ένα παιδί παρά ένας ενήλικας. Ακόμα και ένας «γονιός» δεν θα μπορέσει να βρει που αποσκοπεί όλο αυτό το παραμύθι, όλο αυτό το ταξίδι στη χώρα των μαγικών πλασμάτων? που δεν είναι ούτε κατά διάνοια μαγικά βέβαια (δεύτερη συνεχόμενη μετά το Book of Eli τελείως άκυρη μετάφραση τίτλου από τους έλληνες υπεύθυνους). Είναι wild things. Δεν είναι ούτε απεχθή αλλά ούτε συμπαθή. Δεν μπορούμε ούτε να ταυτιστούμε μαζί τους αλλά ούτε και να μην νοιώσουμε κάποια συμπάθεια ενίοτε προς αυτά.

Εκ πρώτης λοιπόν σε αυτά τα δύο επίπεδα οι ισορροπίες δεν υπάρχουν. Από τη μια έχουμε τον Μαξ - ο μικρός Μαξ Ρέκορντς ανταποκρίνεται απόλυτα επιτυχημένα στο να υποδυθεί τον δύσκολο αυτό ρόλο - και τον δικό του κόσμο, όπου τίποτα από όσα διαδραματίζονται δεν θα μπορέσει να προκαλέσει το παραμικρό ενδιαφέρον σε οποιονδήποτε ενήλικα. Από την άλλη έχουμε τα άγρια πλάσματα (είπαμε, δεν είναι μαγικά!) που όντας γνώστες ως θεατές πως είναι αποκυήματα της φαντασίας του Μαξ αποτελούν αυτόματα χαρακτήρες με τους οποίους μόνο ο Μαξ μπορεί να ταυτιστεί. Κατ? επέκταση ό,τι συμβαίνει μεταξύ υμών και υμών αφορά κι ενδιαφέρει μόνο αυτούς. Εν συντομία σε αυτή την ταινία καλούμαστε να παρακολουθήσουμε τι συμβαίνει στο μυαλό ενός αγοριού χωρίς να μας ρωτήσει κανείς πιο πριν αν μας ενδιαφέρει να κάνουμε κάτι τέτοιο. Από το μεράκι του ο Τζόνζυ να φτιάξει έναν κόσμο όπως τον είχε πλάσει στο μυαλό του διαβάζοντας την ιστορία ξέχασε τελείως το στοιχείο του τι τελικά έχει να μας πει αυτή. Έτσι στο τέλος της ταινίας αυτό που αντιλαμβανόμαστε ότι μόλις μας αφηγήθηκε ο Τζόνζυ είναι? ένα τεράστιο κενό.

Τουλάχιστον ο κόσμος που έφτιαξε είναι ένα ενδιαφέρον τεχνικά και καλλιτεχνικά επίτευγμα. Τα πλάσματα είναι φτιαγμένα τόσο κανονικά ως στολές όσο και από υπολογιστή (CGI) και έτσι το αποτέλεσμα αυτής της μίξης τα κάνει σαφώς πιο ενδιαφέροντα, από το να είχαν την ψεύτικη πλαστικότητα της μίας ή της άλλης τεχνικής. Έτσι βλέπουμε πλάσματα που έχουν προσωπικότητα, που μας πείθουν με την ερμηνεία τους κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους και λένε κάτι ενώ ταυτόχρονα κάνουν τις απλές φυσικές κινήσεις που θα έκανε κι ένας ηθοποιός (αν δεν φόραγε στολή).

Δεν είναι αρκετό αυτό για να μην βαρεθεί τελικά κάποιος βλέποντας τη «Χώρα των Μαγικών Πλασμάτων». Το πρωτότυπο βιβλίο με την εικονογράφηση του Μόρις Σέντακ είναι λιγότερο από 50 σελίδες. Άρα άντε μόνο το καθαρό κείμενο να είναι πέντε. Άρα το σενάριο θα μπορούσε ουσιαστικά να είναι δέκα σελίδες. Άρα? για ποια ταινία μεγάλου μήκους μιλάμε; Η ιδέα που πραγματεύεται ο Σέντακ είναι πολύ όμορφη και εμπνευσμένη και σίγουρα απόλυτα ταιριαστή για ένα παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο. Για ταινία μεγάλου μήκους όμως απαιτείται κάτι παραπάνω από 50 στατικά καρέ. Απαιτείται κυρίως μία ιστορία ικανή να κρατήσει, αν όχι το ενδιαφέρον μας, μία συγκεκριμένη διάρκεια που θα δικαιολογούσε τον λόγο που ο σκηνοθέτης την επέλεξε για να την κάνει ταινία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με διάσπαρτες στιγμές χαμόγελου, κάποιες άλλες που θα ανασύρουν μνήμες στους ενήλικες που δεν έχουν θάψει τελείως το παιδί μέσα τους και μια πολύ καλή ερμηνεία του νεαρού Μαξ Ρέκορντς. Και τίποτα άλλο. Εικαστικά κάπως ενδιαφέρον. Αφηγηματικά αδιάφορο. Σημειώσατε δύο.