Με μία εισαγωγή ταινίας αλλά και χαρακτήρα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «όλα τα λεφτά» ο Ταραντίνο δείχνει πως μπορεί να κάνει και λιγότερο ακραία και περίεργα φιλμ από αυτά που έκανε μέχρι τώρα και δίχαζε σχεδόν κάθε φορά το κοινό τους. Εδώ ξέρει από την αρχή πολύ καλά τι θέλει να πει και πως. Ορισμένες μαγικά «στημένες» σκηνές εξαιτίας των διαλόγων τους, μερικές ευφυέστατες ατάκες αλλά και διάσπαρτες στιγμές ηχηρού γέλιου συνθέτουν ένα εξαιρετικό από κάθε άποψη σενάριο. Ένα «what if?» σενάριο μυθοπλασίας που καταφέρνει και θίγει, όσο ίσως κανείς με αυτό τον τρόπο στο παρελθόν, την δύναμη του σινεμά να καθοδηγεί το νου εθνών είτε για καλό είτε για κακό, μετασχηματίζοντας την ροή της ιστορίας, και ταυτόχρονα την τεράστια και ασυγκράτητη λατρεία του ίδιου του Ταραντίνο για την τέχνη του σινεμά.